Με τον όρο «τραγούδια της αντίστασης» ή «της εθνικής αντίστασης» ή απλώς «αντάρτικα τραγούδια» εννοούμε τα τραγούδια της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και εν μέρει και του Εμφυλίου, που στόχο είχαν την ανύψωση του ηθικού του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού, στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’40.
Όπως γράφει η Βούλα Δαμιανάκου στο βιβλίο «Τα Αντάρτικα Τραγούδια» [Εκδόσεις Τετράδιο, Αθήνα 6/1975]:
«Βασικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τρεις κατηγορίες (αντάρτικων) τραγουδιών. Εκείνα που γινόντουσαν κυρίως πάνω σε παλιούς, κλέφτικους, είτε άλλους λαϊκούς σκοπούς, εκείνα που έφερναν μαζί τους οι παλιοί αγωνιστές, όσοι περίσεψαν από τa Κούρνοβα και τις Καισαριανές, που αποτέλεσαν τα βασικά στελέχη του αγώνα, και εκείνα που έφτιαναν επώνυμοι ποιητές, μερικά και μ’ εντολή του αγώνα και κυκλοφορούσαν στο λαό μέσω των οργανώσεων. Όλα αυτά τα τραγούδια έγιναν δεχτά και τραγουδήθηκαν μ’ ενθουσιασμό από τον αγωνιζόμενο λαό. Κι όσο φούντωνε το κίνημα τόσο παρουσιαζόντουσαν και νέα τραγούδια.(…)
Έξω όμως από τα ελληνικά τραγούδια, νέα και διασκευασμένα, έχουμε και ξένα τραγούδια, προπάντων ρούσικα, διασκευασμένα στα ελληνικά, είτε με στίχους ελληνικούς και σκοπούς ρούσικους. Μερικά ήταν αξιόλογα, όπως το πένθιμο εμβατήριο “Επέσατε θύματα”, το τραγούδι της Διεθνούς “Εμπρός της γης οι κολασμένοι”, το “Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους”, το “Θύελλες, άνεμοι γύρω μας πνέουν” και άλλα.(…)
Σήμερα μπορεί να στεκόμαστε κριτικά είτε κατακριτικά σ’ αυτή την πληθώρα των ρούσικων σκοπών. Αλλά τότε ήταν αλλιώς. Τότε η Σοβιετική Ένωση για τους έλληνες κομμουνιστές ήταν η χώρα του Λένιν και της σοσιαλιστικής Επανάστασης και για όλον τον ελληνικό λαό που ’χε ριχτεί σύσσωμος σε κείνον τον αγώνα, ήταν η μεγάλη αντιφασιστική δύναμη που σήκωνε το κύριο βάρος του αντιφασιστικού αγώνα.(…)
Θα ήταν όμως λάθος να φανταστεί κανείς πως τα ρούσικα τραγούδια –που τραγουδήθηκαν από τον λαό μας σαν τραγούδια της Αντίστασης– επιβλήθηκαν από τα πάνω με τίποτα εντολές, πιέσεις. Καθόλου. Κυκλοφορούσαν κι αυτά όπως άλλα, κι ενσωματώθηκαν σαν τραγούδια του Αγώνα και πολλά απ’ αυτά πολυτραγουδήθηκαν κι αγαπήθηκαν πολύ».
Χαρακτηριστικό της αισθητικής αξίας των ελληνικών αντιστασιακών τραγουδιών είναι, επίσης, το γεγονός πως ασχολήθηκε μαζί τους από νωρίς (1952-53) ακόμη και ο μεγάλος σοβιετικός συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς.
Η πρώτη προσπάθεια συλλογής και καταγραφής των τραγουδιών της Αντίστασης πρέπει να συμβαίνει λίγο καιρό μετά την Απελευθέρωση, όταν κυκλοφορεί το βιβλίο «Τραγούδια της Αντίστασης» [Αθήνα, 1946] σε επιμέλεια Μ. Δημητρίου και πρόλογο του Κώστα Βάρναλη, ενώ την ίδια εποχή οι συλλογικοί αγώνες περνάνε και στην ποίηση, με έξοχα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αποτελέσματα.
Να, όπως στο «μαγιακοφσκικό» ποίημα του Τέου Σαλαπασίδη (1924-1983) «Σχέδιο για προσευχή», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 38 τής 8/3/1946), υπό το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης.
Σχέδιο για προσευχή
Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ,
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά.
Της αλήθειας σου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις...
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο:
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια,
κι ανθρώπους.
Να ’χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη,
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος-στρατιώτης
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά της υπαίθρου
στο καμένο χώμα των πόλεων.
Σε περιμένω στην αίθουσα αναμονής
για την Επανάσταση,
πρώτη θέση.
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ’ ένα βουνό ανθρακίτη
σ’ ένα κύμα της θάλασσας
στης Νορμανδίας το ψηλότερο κατάρτι
σπήκερ στον πύργο του Άιφελ
σε μακεδονήσια θημωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι.
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας
«ένας σύντροφος καινούργιος».
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς Ριζοσπάστη,
σύνθημα-παρασύνθημα: Χαρίλης-Θεσσαλονίκη.
Θα ’χω στ’ αυτιά μου κόκκινους ήχους
στα μάτια μου συνωμοτική γαλήνη.
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό της θύελλας
με νήματα βροχής.
Θα ’χω τ’ αμπέχωνο μ’ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση
τυλιγμένη στο λαιμό μου,
ένα τρύπιο κασκόλ.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.
Αν θέλεις, έλα!
Είναι στη γη μας καλύτερα.
Την επόμενη χρονιά (1947) πρέπει να συμβαίνει και η πρώτη ηχογράφηση αντιστασιακού τραγουδιού – που δεν έγινε βεβαίως στην Ελλάδα.
Αναφερόμαστε στην μια πλευρά ενός δίσκου 78 στροφών που κυκλοφόρησε από την γαλλική Le Chant du Monde το 1947. Εκεί ακουγόταν «Ο ύμνος του ΕΛΑΣ» (“Hymne de l’E.L.A.S.”) σε μουσική Νίκου Τσάκωνα και γαλλικούς στίχους Gil-Renaud (που προφανώς αποτελούσαν απόδοση των αυθεντικών στίχων της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη).
Χαρακτηριστικό της αισθητικής αξίας των ελληνικών αντιστασιακών τραγουδιών είναι, επίσης, το γεγονός πως ασχολήθηκε μαζί τους από νωρίς (1952-53) ακόμη και ο μεγάλος σοβιετικός συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς, καθώς ενορχήστρωσε για πιάνο-φωνή μια μελωδία του Αλέκου Ξένου (του «συνθέτη της Αντίστασης»), αλλά και τον «Ύμνο του ΕΛΑΣ». (Υπάρχει και έκδοση απ’ όσο το έψαξα, στην Le Chant du Monde – αν και δεν ξέρω αν πρόκειται για έκδοση παρτιτούρων ή ηχογράφηση).
Μία επόμενη έντυπη έκδοση, που συνέβη μάλιστα κι αυτή στο εξωτερικό, ήταν το βιβλίο του Τάκη Αδάμου (στέλεχος του ΚΚΕ τότε και ευρωβουλευτής του αργότερα) «Το Λαϊκό Τραγούδι της Αντίστασης»[Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι 1964].
Μετά την πτώση της δικτατορίας, όταν το αντάρτικο τραγούδι ξαναβγήκε με φόρα στην επικαιρότητα (ως νομιμοποιημένο πια), οι εκδόσεις υπήρξαν συνεχείς (και αναφερόμαστε σε εκδόσεις βιβλίων, αλλά και δίσκων, όπως εκείνων των γνωστών του Πάνου Τζαβέλλα, του Θάνου Μικρούτσικου κ.ά.).
Σημαντικό βιβλίο της εποχής αποτελεί αυτό που προαναφέραμε, «Τα Αντάρτικα Τραγούδια (της Κατοχής, της Απελευθέρωσης, του Εμφυλίου»[Τετράδιο, Αθήνα 6/1975], που ήταν έκδοση του περιοδικού-εφημερίδας «Τετράδιο» με υπεύθυνους τους Φώντα Λάδη και Δημήτρη Γκιώνη.
Την ίδια χρονιά, το 1975, κυκλοφορεί το βιβλίο «Τραγούδια της Εθνικής μας Αντίστασης» [Έκδοση Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Παγκρατίου] με πρόλογο της Έλλης Αλεξίου, ενώ το 1977 επανεκδίδεται από τον Καστανιώτη το βιβλίο του Αδάμου «Το Λαϊκό Τραγούδι της Αντίστασης».
Πιο πρόσφατες εκδόσεις, που εντοπίζονται και πιο εύκολα, αφορούν στο βιβλίο της Μαρίας Δημητριάδου «Πολεμάμε και Τραγουδάμε» [Έκδοση: Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης, Αθήνα 2002], όπως και η ανθολόγηση του Κ. Γαζή υπό τον τίτλο «Αντάρτικα Τραγούδια» [Δαμιανός].
Ανθολογημένα αντάρτικα συναντάμε και σε διάφορες άλλες εκδόσεις, κάπως ειδικότερου περιεχομένου. Ας πούμε στο βιβλίο «Ο Άρης Κάνει Πόλεμο/ Έτσι τραγούδησαν τον πρωτοκαπετάνιο» [Βιβλιοθήκη Εθνικής Αντίστασης/ Δομνίστα Ευρυτανίας – Μεσούντα Άρτας, 1998] κ.λπ.
Δύο αντάρτικα στιχουργήματα για τη συνέχεια («Των γερμανοτσολιάδων», «Της Μαύρης Αγοράς») κι ένα τραγούδι για το τέλος, που έγινε διάσημο λίγο μετά την Απελευθέρωση και θα το ακούσουμε από τον Πάνο Τζαβέλλα.
Πρόκειται για το «Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά», που από μουσικής πλευράς στηριζόταν στο “Dear old sunny South by the sea” (1928) του θρύλου της country Jimmie Rodgers (αν και υπάρχει και το πιο παλιό παραδοσιακό “She'll be coming 'round the mountain”) ή σε κάποιο άλλο «ίδιο» μεταγενέστερο, που έφτασε μ’ έναν τρόπο στ’ αυτιά τού ανώνυμου στιχουργού…
Των γερμανοτσολιάδων
Εν-δυο, Εν-δυο!
φουστανέλα, τσαρουχ’ φούντα, φεσ’
εφτούνα τα ρούχα με καίνε
κι αδίκως μου τάχουν φορεσ’
Άιν-τσβάι, Άιν-τσβάι!
τσολιά να με λεν δε μ’ αρέσ’
εγώ γερμανός είμαι τώρα
καμάρ’ των ταγμάτων Ες-Ες
Εγώ είμ’ εγώ, και δεν αργώ
ρωμιούς να σφάξω μάνι-μάνι
με λεν λεφούσ’ και στο γιουρουσ’
τρεις τραυματίες έχω ξεκάνει
Άιν-τσβάι, Άιν-τσβάι!
λεφτά στο κεμέρι μ’ πολλά
κι αυτά που λεν δε με νοιάζουν
ο Αδόλφος μου να ’ναι καλά
Της Μαύρης Αγοράς
Στης Ελλάδας τη δύσμοιρη ράχη
περπατά, όχι η Δόξα μονάχη
όπως κάποια φορά,
μα η… Μαύρη Αγορά!
Μελετά τα ισχνά παληκάρια
που γυρνούν με πνιγμένη οργή
και δε βρίσκουν ούτε… χορτάρια
για να φάνε στην έρημη γη.
Τα ’χαν φάει κι αυτά μεσ’ στο σάλο
Γερμανοί, Ιταλοί και άλλοι
που όπως παν θα φαν δίχως άλλο
και το βρωμερό τους κεφάλι
σχόλια