«Εκείνος, που –όπως εγώ– περιπλανιέται χρόνια και χρόνια μέσα στο δάσος της μουσικής, και που του δόθηκε το προνόμιο να υπηρετεί σαν φύλακας των γιγαντιαίων δέντρων, έχει χρέος όχι μόνο να φροντίζει για τα δέντρα αυτά, αλλά επίσης να αφιερώνει χρόνο, προσπάθειες και στοργή για εκείνα που ακόμη αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους κάτω από τον ήλιο. Είναι ένα καθήκον που πρέπει να αναλαμβάνει κανείς με ενθουσιασμό, μερικές φορές ακόμη και ενάντια στην κοινή επίκριση».
— Δημήτρης Μητρόπουλος
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος (Αθήνα, 18 Φεβρουαρίου 1896 – Μιλάνο, 2 Νοεμβρίου 1960), υπήρξε, κατά κοινή ομολογία, σημαντικότατος συνθέτης και πιανίστας και βεβαίως αξεπέραστος διευθυντής ορχήστρας (αρχιμουσικός). Περαιτέρω υπήρξε υπόδειγμα καλλιεργημένου και πνευματικού ανθρώπου, μια μεγάλη προσωπικότητα, όπως τούτο διαφαίνεται περαιτέρω από τα γραπτά, τις επιστολές και τα ποικίλα κείμενά του.
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ζούσε για την μουσική – και προϊόντος του χρόνου ζούσε μόνον για την διεύθυνση ορχήστρας, έχοντας αφήσει στο περιθώριο ή και εγκαταλείψει πλήρως άλλες σημαντικότατες διαστάσεις του (του πιανίστα και του συνθέτη).
Σκοπός του ήταν η αναδημιουργία, απαράμιλλη και ασύλληπτη από κριτικούς και κοινό, κορυφαίων έργων τής κλασικής μουσικής φιλολογίας, μέσω των διευθύνσεών του, παράλληλα με την μόνιμη και συνεχή πίστη του πως η «μουσική είναι μία» και πως κάθε σύγχρονο (της εποχής του) ρεύμα, κάθε ιδιαιτερότητα, κάθε συνθετική ιδιοτυπία, έπρεπε να βρίσκει, και αυτή, παράλληλα με τα κλασικά των κλασικών, τη δική της θέση μεταξύ των έργων που θα αποφάσιζε να διερευνήσει και να διευθύνει.
Σκοπός του ήταν η αναδημιουργία, απαράμιλλη και ασύλληπτη από κριτικούς και κοινό, κορυφαίων έργων τής κλασικής μουσικής φιλολογίας, μέσω των διευθύνσεών του, παράλληλα με την μόνιμη και συνεχή πίστη του πως η «μουσική είναι μία» (η «σοβαρή» πλευρά της μουσικής, που υπηρετούσε ο ίδιος, αλλά όχι μόνον) και πως κάθε σύγχρονο (της εποχής του) ρεύμα, κάθε ιδιαιτερότητα, κάθε συνθετική ιδιοτυπία, έπρεπε να βρίσκει, και αυτή, παράλληλα με τα κλασικά των κλασικών, τη δική της θέση μεταξύ των έργων που θα αποφάσιζε να διερευνήσει και να διευθύνει. Όπως σημειώνει και ο μελετητής του έργου του Απόστολος Κώστιος:
«(Τον Δημήτρη Μητρόπουλο) τον αδικεί ο χαρακτηρισμός του σαν "σπεσιαλίστ" της μοντέρνας μουσικής, που αρκετές φορές μάλιστα διατυπώνεται με την αντιθετική έννοια, ότι δεν ήταν "σπεσιαλίστ" για το παλαιότερο ρεπερτόριο, για τα έργα δηλαδή των ρομαντικών και κλασικών συνθετών. Αν στη λέξη "σπεσιαλίστ" δώσουμε την έννοια του ειδικού, τότε ο χαρακτηρισμός δεν είναι εύστοχος, διότι ο Μητρόπουλος περιλάμβανε στα προγράμματά του έργα κάθε εποχής και στυλ. Αν πάλι λέγεται με την έννοια ότι στα έργα με προχωρημένα ιδιώματα έδειχνε τον καλύτερο εαυτό του, τότε αγνοείται ένα σημαντικό μέρος των ερμηνευτικών του επιδόσεων σε έργα τού "καθιερωμένου" ρεπερτορίου».
— Δημήτρης Μητρόπουλος «25 χρόνια από το θάνατό του» [Επτάλοφος, 1985]
Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '50, όταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος βρισκόταν στον κολοφώνα της διαδρομής του, ως διευθυντής της σημαντικότερης αμερικανικής συμφωνικής ορχήστρας, της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης (New York Philharmonic), μια «άλλη» μουσική, που είχε ξεκινήσει ταπεινά, από τα καταγώγια της Νέας Ορλεάνης, τα καμπαρέ, τα πάσης φύσεως νυχτερινά κέντρα και τις αίθουσες ψυχαγωγίας και διασκέδασης, αποκτούσε συν τω χρόνω ένα «σοβαρό» στάτους.
Βεβαίως η τζαζ, γι' αυτήν ο λόγος, ως επιρροή, ως υπαινιγμός ή και ως βασική συνιστώσα, ορισμένες φορές, εμφανιζόταν ήδη σε έργα ευρωπαίων (Claude Debussy, Ιγκόρ Στραβίνσκι, Darius Milhaud, Bohuslav Martinů, Kurt Weill, Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Paul Hindemith, Ernst Krenek...) και Αμερικανών συνθετών (Aaron Copland, George Antheil, Leonard Bernstein, Morton Gould...), όμως δεν υπήρχε ακόμη μία σοβαρή κίνηση, με ταυτόχρονη θεωρητική κάλυψη αυτής της συνύπαρξης (τζαζ και κλασικής), που θα οδηγούσε περαιτέρω στην γραφή, προετοιμασία, εκτέλεση και δισκογράφηση νέων τζαζ-συμφωνικών έργων.
Όλα αλλάζουν, όμως, από τις αρχές της δεκαετίας του '50 και μετά.
Το 1953 κυκλοφορεί το βιβλίο τού Αμερικανού πιανίστα, συνθέτη και θεωρητικού George Russell The Lydian Chromatic Concept of Tonal Organization [Concept Publishing Co.], που θα άλλαζε σταδιακά την πορεία της τζαζ, φέρνοντας τους «τρόπους» (modal) στο προσκήνιο. Ο Russell στηρίζοντας ποικίλες συνθέσεις του πάνω στον αρχαιοελληνικό λύδιο τρόπο θα δημιουργούσε μια δική του τονικότητα, η οποία θα συνέδεε ακόμη πιο στενά την τζαζ (και) με τις λεγόμενες «σοβαρές» φόρμες.
Το 1957 εισάγεται ο όρος Third Stream (Τρίτο Ρεύμα) από τον Αμερικανό συνθέτη Gunther Schuller, σε διάλεξή του στο Brandeis University (στο Waltham της Βοστόνης), στο πλαίσιο του Festival of The Arts – ένας όρος που αφορούσε στη συνύπαρξη και την επικοινωνία τζαζ και κλασικής μουσικής. Μάλιστα, είχε υπάρξει και δισκογραφική αποτύπωση εκείνων των προβληματισμών, μέσω του άλμπουμ των George Russell / Harold Shapero / Jimmy Giuffre / Charlie Mingus / Milton Babbitt / Gunther Schuller "Modern Jazz Concert" [Columbia, 1958], που περιλάμβανε συνθέσεις που είχαν ακουστεί, κατά πρώτον, στο Festival of the Arts, στις 6 και 7 Ιουνίου του 1957, πριν ηχογραφηθούν στην Νέα Υόρκη, λίγες ημέρες αργότερα (10,18 και 20 Ιουνίου).
Όμως, τι είχε προηγηθεί; Ένας οργανισμός με την ονομασία The Jazz and Classical Music Society, που είχε ιδρυθεί από τους Gunther Schuller και John Lewis (πιανίστας και συνθέτης του Modern Jazz Quartet) το 1955. Έμφαση λοιπόν σε παρουσιάσεις έργων, που θα διέθεταν στοιχεία επικοινωνίας μεταξύ τζαζ και κλασικής, με την ταυτόχρονη δημιουργία ορχηστρών που θα μπορούσε να αποδώσουν και σύνθετα «γραμμένα» έργα, μα και αυτοσχεδιασμούς. Ο οργανισμός είχε την πλήρη υποστήριξη και του Δημήτρη Μητρόπουλου!
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, προέκυψε εκείνη την εποχή ένα άλμπουμ με τον εξής μακρύ τίτλο: "The Jazz and Classical Music Society presents a program of MUSIC FOR BRASS by Gunther Schuller, John Lewis, Jimmy Giuffre, J.J. Johnson conducted by Dimitri Mitropoulos and Gunther Schuller" [Columbia, 1957].
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος σ' αυτό το LP διηύθυνε το έργο τού Gunther Schuller "Symphony for Brass and Percussion, Op. 16", (χαραγμένο στην πρώτη πλευρά του δίσκου), το οποίο χωριζόταν σε τέσσερα μέρη (Andante-Allegro, Scherzo, Lento και Quasi Cadenza-Allegro). Ποιοι αποτελούσαν το Brass Ensemble of the Jazz and Classical Music Society; Μουσικοί που έπαιζαν χάλκινα, πνευστά (γαλλικά κόρνα, βαρύτονα κόρνα, τρομπόνια, τρομπέτες, τούμπα), συν τύμπανα και κρουστά.
Μάλιστα, σε δύο από τα έργα της δεύτερης πλευράς (που δεν διηύθυνε ο Μητρόπουλος), το "Jazz Suite for Brass" του J.J. Johnson και το "Three Little Feelings" του John Lewis, φλουγκελχορνίστας ήταν ο Miles Davis!
Είχαν συναντηθεί Δημήτρης Μητρόπουλος και Miles Davis;
Οπωσδήποτε, και επ' αυτού μαρτυρά ο φημισμένος παραγωγός της Columbia, και άλλα πολλά, George Avakian. Σε μια συνέντευξή του, που δημοσιεύτηκε στο σάιτ JazzWax τον Μάρτιο του 2010, και που ξεκινάει από την ηχογράφηση τού άλμπουμ τού Miles Davis "'Round About Midnight" [Columbia, 1957] μαθαίνουμε πολλά:
JazzWax: Τι σκεφτόσασταν ενώ ηχογραφείτο το "'Round About Midnight";
George Avakian: Σκεφτόμουν ήδη το τι θα έπρεπε να κάνω μετά, για να υπάρξει κάτι ακόμη πιο σημαντικό. Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα για το άλμπουμ "Miles Ahead / Miles Davis + 19 / Orchestra Under The Direction Of Gil Evans". Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, που να καθιέρωνε τον Miles σαν σολίστα, πλαισιώνοντάς τον με ορχήστρα. Όταν είχαμε ολοκληρώσει το πρώτο άλμπουμ με το κουιντέτο (σ.σ. τo "'Round About Midnight"), το δεύτερο άλμπουμ με τον Gil Evans ήταν ήδη σε εξέλιξη.
JazzWax: Ποια ήταν η έμπνευση για 'κείνη την ιδέα;
George Avakian: Βασικά είχε προέλθει απ' αυτό που είχαν συνθέσει ο Gunther Schuller και ο John Lewis, το 1956, για την Jazz and Classical Music Society.
JazzWax: Πώς είχε δέσει ο Miles Davis με αυτό το μεγαλύτερο σχήμα;
George Avakian: Η Jazz and Classical Music Society είχε έτοιμο ένα πρόγραμμα συναυλιών, αλλά αυτό έπρεπε να ακυρωθεί. Το βασικό κομμάτι ήταν ένα έργο τού Gunther Schuller για χάλκινα πνευστά και κρουστά (σ.σ. "Symphony for Brass and Percussion, Op. 16"). Όμως, όταν ο Δημήτρης Μητρόπουλος, που ήταν τότε διευθυντής της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, είδε το αποτέλεσμα είπε στον Schuller ότι ήθελε να το παρουσιάσει με την Φιλαρμονική. Λοιπόν, δεν γινόταν να εκτελέσεις ένα πρωτότυπο έργο, που την ίδια ώρα θα το απέδιδε και η Φιλαρμονική. Ήταν σαν να προσπαθείς να προσελκύσεις το ίδιο κοινό, με το ίδιο έργο, και με δύο διαφορετικά σχήματα. Έτσι, η συναυλία της Jazz-Classical Music Society ακυρώθηκε.
JazzWax: Το είχε ακούσει εκείνο το κομμάτι ο Miles Davis;
George Avakian: Το γκρουπ αυτό, το Brass Ensemble της Jazz and Classical Music Society, είχε επίσης στο ρεπερτόριό του κομμάτια γραμμένα και ενορχηστρωμένα από τον J.J. Johnson και τον John Lewis, τα οποία περιλάμβαναν εναλλακτικά μέρη για τρομπέτα και φλούγκελχορν. Ήμασταν έτοιμοι να ηχογραφήσουμε, και κάπως έτσι ο John Lewis και ο J.J. Johnson με είχαν ρωτήσει αν ο Miles θα μπορούσε να ηχογραφήσει μαζί τους, αφού είχε ήδη υπογράψει με την Κολούμπια. Ρώτησα λοιπόν τον Miles και δέχθηκε με ενθουσιασμό. Κάλεσα επίσης τον Miles να ακούσει τον Δημήτρη Μητρόπουλο να διευθύνει μία από τις συνθέσεις τού Gunther Schuller, με μέλη της Φιλαρμονικής για την ηχογράφηση. Όταν ο Miles με ρώτησε, στο στούντιο, αν μπορούσε να παίξει με την ομάδα του Δημήτρη Μητρόπουλου, ρώτησα τον μαέστρο σ' ένα διάλειμμα.
JazzWax: Τι σκεφτόταν ο Miles Davis, καθώς άκουγε τον Δημήτρη Μητρόπουλο να διευθύνει αυτό το έργο του Gunther Schuller, από το 1956;
George Avakian: Ο Miles κάθισε εκεί με δέος, καθώς είχε ήδη ακούσει τον Μητρόπουλο να διευθύνει ένα κοντσέρτο για βιολί του Kurt Weill στο Δημαρχείο (σ.σ. της Νέας Υόρκης), το 1954.
JazzWax: Μήπως ο Miles Davis είχε πάει στο στούντιο για να παίξει εκείνη τη μέρα, υπό την διεύθυνση του Μητρόπουλου;
George Avakian: Σχεδόν. Όταν ο Miles μπήκε στο στούντιο στο τέλος του πρώτου διαλείμματος, μου είπε με αυτή την μάλλον ασταθή φωνή: «Τζωρτζ, νομίζεις ότι θα με αφήσει ο Μητρόπουλος να παίξω με το συγκρότημά του, αν του το ζητήσεις;». Έτσι μετά το επόμενο διάλειμμα, όταν ο Μητρόπουλος επέστρεψε στο στούντιο από τα πλεϊμπάκ, του είπα: «Υπάρχει ένας πολύ καλός νεαρός τρομπετίστας, που ηχογραφεί για μένα. Ελπίζει μια μέρα να μπορεί να παίξει με τη Φιλαρμονική. Μπορεί να παίξει με το γκρουπ;».
JazzWax: Τι είπε ο Μητρόπουλος;
George Avakian: Ο Μητρόπουλος ήταν πολύ ευγενικός φυσικά, όπως πάντα. Κούνησε το κεφάλι του κάπως πονηρά και είπε, «Ναι, ναι, ίσως» και έφυγε. Αλλά η απάντησή του δεν ήταν ναι ή όχι.
JazzWax: Και ο Miles Davis;
George Avakian: Ο Miles δεν είπε κάτι άλλο. Ήξερε ότι ο ο Μητρόπουλος είχε κι άλλα πράγματα να σκεφτεί, και ότι ήταν αρκετά γενναιόδωρος για να πει πως έκανε για να παίξει, και πως δεν θα ήταν καλή η ιδέα για να τον ενοχλήσει. Εάν ο Miles μού ζητούσε να ρωτήσω ξανά τον Μητρόπουλο, για να το ξεκαθαρίσω, θα το έκανα. Αλλά δεν μου το ζήτησε.
Μπορεί, λοιπόν, Δημήτρης Μητρόπουλος και Miles Davis να μην συνεργάστηκαν, αλλά δεν συνέβη το ίδιο μεταξύ του Duke Ellington και του Δημήτρη Μητρόπουλου! Αυτές οι δυο μεγάλες μορφές της μουσικής βρέθηκαν μαζί –δίπλα τους και η βιολίστρια Anahid Ajemian– τον Απρίλιο του 1957. Αιτία; Ο σύζυγος τής Ajemian, ο παραγωγός George Avakian (αμφότεροι αρμενικής καταγωγής). Ο Avakian, που ως παραγωγός, βρισκόταν πίσω και από το project Music for Moderns (Town Hall, Νέα Υόρκη, 28 Απριλίου, 12, 19 & 26 Μαΐου 1957), που συνέδεε jazz (Duke Ellington, The Modern Jazz Quartet, The Chico Hamilton Quintet κ.ά.), με κλασική (Δημήτρης Μητρόπουλος, Virgil Thomson κ.ά.) και όπερα (Martial Singher) με gospel (Mahalia Jackson), δυστυχώς δεν μπόρεσε να τους ηχογραφήσει (τουλάχιστον επίσημα). Υπάρχουν, όμως, ως μάρτυρες αυτής της μοναδικής συνεύρεσης (Μητρόπουλου-Ellington), μερικές φωτογραφίες.
Το 1959 κυκλοφορούσε μία τετρασέλιδη μουσική εφημεριδούλα στην Ελλάδα, που είχε τίτλο Μουσική και Φως. Η εφημεριδούλα ήταν μηνιαία (υποτίθεται) και ανήκε στον Οργανισμό Δημοσίων Σχέσεων «Ορίζων». Στο πρώτο τεύχος της (15 Αυγούστου 1959) υπήρχε, ανάμεσα σε άλλα, και άρθρο του Δημήτρη Μητρόπουλου υπό τον τίτλο «Η τζαζ εις την μουσικήν εξέλιξην»! Το άρθρο αυτό είχε αναδημοσιευθεί και στο τεύχος #7 της εφημεριδούλας, που κυκλοφόρησε 20 μέρες μετά τον θάνατο του Δ. Μητρόπουλου, στις 22 Νοεμβρίου 1960. Απ' αυτό το άρθρο αξίζει να μεταφέρουμε ένα απόσπασμα εδώ, επειδή δείχνει πολλά και κυρίως τον τρόπο που σκεφτόταν σε σχέση με την μουσική και όχι μόνον αυτή η τρανή και ένθεη, ανάμεσα σε άλλα πολλά, προσωπικότητα.
Γράφει ο Δημήτρης Μητρόπουλος:
«Η ερώτηση είναι: Αποτελεί η τζαζ ζωτική μουσική του σήμερα; Ασφαλώς η τζαζ είναι η ζωτική μουσική της παρούσας ώρας ή τουλάχιστον μία εκ των ζωτικών εκδηλώσεων της μουσικής. Εξίσου ζωτική όσο και η ατομική ενέργεια, οι κατευθυνόμενοι πύραυλοι και οι φοβερές υπερηχητικές ταχύτητες.(...)
Βρέθηκα πάντοτε σε δύσκολη θέση, όταν με ρωτούσαν διάφοροι άνθρωποι τι σκέφτομαι για την τζαζ. Πιθανώς να ανέμεναν από μένα να αναγνωρίσω απλώς την περιπετειώδη και δυναμική ύπαρξή της, πιθανώς να ανέμεναν να πω ότι αυτή είναι η μουσική τού μέλλοντος. Αλλά, όμως, το γεγονός ότι είμαι μουσικός δεν δικαιολογεί την ερώτηση. Ασφαλώς παραδέχομαι το γεγονός ότι η τζαζ είναι μουσική. Όπως είναι μουσική και το τραγούδι του βοσκού των βουνών, το κλάμα ενός μωρού, το τραγούδι των πουλιών. Όλα αυτά είναι μουσική. Και όμως δεν έχουν ουδεμία σχέση με την τζαζ, όπως και η τζαζ δεν έχει ουδεμία σχέση μ' εμένα. Τα θεωρώ στοιχεία και τα αποδέχομαι ως τέτοια, για να χρησιμοποιηθούν ως στολίδια στην κατασκευή ενός τεραστίου μουσικού, αρχιτεκτονικού οικοδομήματος. Αυτός είναι ο σκοπός και η τέχνη της μουσικής, που αντιπροσωπεύω. Αντιπροσωπεύω ένα διαφορετικό κόσμο, τον αποκαλούμενο κόσμο των εγκεφαλικών μουσικών, και ως ερμηνευτής αφιέρωσα τη ζωή μου στην ερμηνεία των δημιουργιών αυτών, των εγκεφαλικών συνθετών.(...)
Εκείνο στο οποίο εναντιώνομαι είναι να αναμένει ο κόσμος να κάνω συγκρίσεις. Είναι εύκολο να πει κανείς ότι η τζαζ, και ο Φρανκ Σινάτρα, και ο Τζόνι Ρέι, και ο Έλβις Πρίσλεϊ, και η μουσική που δημιουργούν όλοι αυτοί δίνει τη χαρά σε εκατό εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ η μουσική την οποία δημιουργώ εγώ δίδει χαρά σε μόνο δέκα εκατομμύρια. Η πλειοψηφία πρέπει να αναγνωρισθεί και πιθανώς, εάν η τέχνη τής μουσικής που αντιπροσωπεύω επρόκειτο να εξαφανισθεί από τον κόσμο, ουδείς θα το αντιλαμβανόταν εκτός από τα δέκα αυτά εκατομμύρια. Όμως, με ένα θαυμαστό τρόπο, η ίδια η φύση μάς έχει αποδείξει, με μια μακρά σειρά πειραμάτων και εξαφανίσεων, την δυνατότητα της διατήρησης μόνον της τέχνης αυτής την οποίαν απολαμβάνει μια ασθενής μειοψηφία – εφόσον βέβαια αποδειχθούν οι πνευματικές της αξίες ισχυρές και άφθαρτες.
Πάντως πιστεύω ότι στο βουνό της μουσικής η μειοψηφία είναι η κορυφή και η πλειοψηφία οι πρόποδες. Αλλά, όμως, γιατί να κάνω συγκρίσεις; Γιατί να παραπονιόμαστε για πράγματα που είναι στην ουσία η δόξα της ζωής; Σε όλη τη σύγκρουση και την πάλη για την επιβίωση θα έπρεπε να αναμένουμε να βρούμε την τεράστια αυτή έκταση της έκφρασης, από τους πρόποδες έως την κορυφή. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι αυτή η ύπαρξη του βουνού, και για να υπάρξει το βουνό αυτό πρέπει να έχει και κορυφή και πρόποδες. Και τα δύο είναι εξ ίσου σημαντικά. Δεν υπάρχει καν ανάγκη να εξετασθεί ποια είναι η κορυφή και ποιοι οι πρόποδες. Ας δεχθούμε το πράγμα ως έχει και ας το χαρούμε αναλόγως.(...)
Εσχάτως είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ, δηλαδή να εμφανισθώ στην ίδια συναυλία, με τον Ντιουκ Έλινγκτον και το εξαιρετικά γυμνασμένο συγκρότημά του. Εγώ έπαιζα εκείνο το είδος της ενοχλητικής "παλαιού τύπου" μουσικής περί της οποίας μίλησα, κι εκείνος έπαιξε τη μουσική που αντιπροσωπεύει και που αποτελεί πιθανώς την πλέον προχωρημένη έκφραση της τζαζ, το ζωτικό και μαγευτικό στοιχείο της εποχής μας.
Πιστέψτε το ή όχι, όταν τελείωσα το μέρος του προγράμματος που έπαιζα, κάθισα κάτω και απόλαυσα κάθε λεπτό που έπαιζε ο Ντιουκ Έλινγκτον. Πολύ έξυπνο, πολύ διασκεδαστικό. Ούτε για ένα λεπτό δεν σκέφτηκα ότι παρακολουθούσα, ας πούμε, από ένα υψηλότερο επίπεδο. Απλούστατα ήμουν σ' έναν διαφορετικό κόσμο και ήμουν ευτυχής που μπορούσα να αισθάνομαι με καθαρό μυαλό, ώστε να μην με εμποδίζει το γεγονός ότι η μουσική του έκφραση ανήκε σε κάτι διαφορετικό από εκείνο που εγώ διακονούσα.
Μου αρέσει να υπηρετώ μόνο τη μουσική που αντιπροσωπεύω. Αλλά όμως αποδέχομαι το δικαίωμα που έχει ο άλλος να εκφράζεται διαφορετικά και συνεπώς δεν αισθάνομαι καμίαν ανάγκη είτε να τους μισήσω είτε να τους μειώσω για να υπεραμυνθώ της τέχνης μου. Αντιθέτως προσπαθώ να τους καταλάβω και να ικανοποιηθώ, ευχαριστώντας τον Θεό που είμαι σε θέση να απολαμβάνω εκφράσεις μουσικής τέχνης διαφορετικές από αυτή για την οποία γεννήθηκα, με ικανότητα και ταλέντο για να την υπηρετήσω.
Με άλλα λόγια θα ήθελα να πω ότι αγαπώ με την ίδια θέρμη όλα τα δημιουργήματα του Θεού και όλη την παραγωγή τής ανθρώπινης σκέψης και ικανότητας, δικαιώνοντας έτσι και δοξάζοντας την ύπαρξη ενός παντοδύναμου και πανάγαθου δημιουργού του σύμπαντος».
Η Δημήτρης Μητρόπουλος ως γνωστόν θα φύγει από τη ζωή, από καρδιακή προσβολή, ενεργός, πάνω στο πόντιουμ της Σκάλας του Μιλάνου, κατά την διάρκεια πρόβας, στις 2 Νοεμβρίου 1960. Ήταν 64 ετών.