Μίλησε για πολλά η ερμηνεύτριαΤάνια Τσανακλίδου στη συνέντευξή της στο LIFO.gr – τόσο πολλά, που μοιραία έμειναν εκτός. Για το ότι μιλάει πάντα στον πληθυντικό ακόμη και στους 16χρονους φαν της, για την... μπούφλα που έριξε σε έναν άλλο φαν, ο οποίος κάποτε της τσίμπησε το μάγουλο, καθώς και για τη φυσική ευγένεια, που θεωρεί μεγάλο προσόν των ανθρώπων. Ίσως έτσι να εξηγείται και αυτό το εγκάρδιο «καλώς τον» που άκουσα από το θυροτηλέφωνο, σαν χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού της στο Παγκράτι. «Δεν κάνει να τρώω πια γλυκά και δεν ξέρεις πόσο μου αρέσουν» μου είπε όλο παράπονο. Ύστερα καθίσαμε σε έναν αναπαυτικό καναπέ, τοποθέτησε το κουτί με τα γλυκά ανάμεσά μας, άνοιξε κι ένα μπουκάλι καλό κόκκινο κρασί και βρεθήκαμε να μιλάμε σαν δυο φίλοι χρόνων, αν και τη συναντούσα πρώτη φορά τετ-α-τετ. Την παρατηρούσα να με κοιτάει στα μάτια καθ' όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας που διήρκεσε πάνω από ένα τρίωρο. Τώρα, παραδίδοντας προς δημοσίευση το απόσταγμα της συζήτησης αυτής, έχω την αίσθηση πως η Τσανακλίδου είναι ένα πλάσμα που έζησε και ζει τα πάντα στο «κόκκινο», με ένταση, πάθος, ειλικρίνεια και, κυρίως, βαθιά αυτογνωσία.
— Ποια ήταν η ανάγκη που σας ώθησε να αλλάξετε ριζικά look και να αφήσετε άσπρα τα μαλλιά σας;
Έχει να κάνει με τη συμφιλίωση με τον χρόνο και το γήρας, γιατί ο χρόνος φέρνει το γήρας και φέρνει και τον θάνατο. Αισθάνθηκα ότι μπήκα σε μια ηλικία που έληξαν τα ψέματα ότι όλα αυτά δεν υπήρχαν στη ζωή μου – ήταν κάτι που με πλήγωνε και τραυμάτιζε την ψυχή μου.
— Μιλάτε για τα τελευταία χρόνια, φαντάζομαι, εφόσον μια γυναίκα, όταν είναι νέα, δεν μπορεί να σκέφτεται τον θάνατο.
Εγώ τον σκέφτηκα τον θάνατο πρώτη φορά στα 16 μου, κι έπαθα και νευρική κρίση μάλιστα. Διάβαζα όλο το βράδυ, ήμουν νυχτερινός τύπος, μέσα σε μια οικογένεια πολυμελή – είμαστε πέντε παιδιά. Φασαρία όλη μέρα, άρα, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί, τα βράδια, καθόμουν και διάβαζα. Είχε κεντήσει ένα καρέ η μάνα μου, που το έχω ακόμη και το αγαπώ πολύ, και βλέποντάς το λέω μέσα μου: «Όταν όλοι θα 'χουμε πεθάνει, αυτό θα ζει ακόμη». Κουφή σκέψη για ένα παιδί 16 ετών! Μπήκα σε μια διαδικασία θανάτου, έπεσε η πίεσή μου, άρχισα να κρυώνω και με χίλια ζόρια σύρθηκα στο κρεβάτι των γονιών μου. Τους είπα ότι «φεύγω» –εντάξει, είχα από μικρή και μια έφεση στο δράμα–, οι άνθρωποι σηκώθηκαν, μου έτριψαν τα χέρια με οινόπνευμα. Πήρα και χάπια Βάλιουμ! Μου τα 'δωσε γιατρός. Επρόκειτο για μια καραμπινάτη κρίση πανικού.
Από παιδί, ο έρωτας κι ο θάνατος ήταν οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους ταλανιζόταν η ψυχή μου.
— Το να σκέφτεσαι τον θάνατο στην εφηβεία είναι ένα δείγμα υπερευαισθησίας καρυωτακικού τύπου, πιστεύω.
Από παιδί, ο έρωτας κι ο θάνατος ήταν οι δύο πόλοι ανάμεσα στους οποίους ταλανιζόταν η ψυχή μου. Τον καιρό εκείνο ήμουν άθεη εντελώς, ώσπου έπεσε στα χέρια μου η «Αυτοβιογραφία ενός γιόγκι» του Γιογκανάντα. Μιλάμε για μέσα προς τέλη του '60. Το '67 ήρθε η δικτατορία κι έπεσαν όλα μαζεμένα. Άρχισα να έχω μια σχέση με τη θρησκεία πολύ διαφορετική από εκείνη του κατηχητικού, και, σιγά-σιγά, με το πέρασμα των δεκαετιών με απασχόλησε και η δική μας Ορθοδοξία. Στον συχωρεμένο τον Διονύση Θεοδόση οφειλόταν αυτό και ίσως να το εξηγήσω παρακάτω στη συζήτησή μας.
— Μα, η θρησκεία ανέκαθεν ήταν ανθρώπινο αποκούμπι ως προς τον εξορκισμό του θανάτου.
Κατάλαβα πως μπορεί ο θάνατος να μην είναι το τέλος. Λίγο μετά διάβασα όλα τα βιβλία του Καστανέντα και κάπως συμφιλιώθηκα με την ιδέα του θανάτου. Αυτό συνέβη στα 40 μου χρόνια.
— Πολλά χρόνια είναι, πάντως, από τα 16 έως τα 40 σου να σε κυριεύει ένας τέτοιος φόβος.
Μέχρι τότε έλεγα μεγαλοστομίες. Στα 40 μου, που λες, που ήμουν και κουκλάρα, μου φέρνουν τα ανίψια μου μια τούρτα στα γενέθλιά μου. Είπα τότε ότι θα σβήσω 40 κεράκια, γιατί ήταν μια σημαντική επέτειος στη ζωή μου. Σημειωτέον, επειδή τα γενέθλιά μου έπεφταν πάντα σχεδόν μες στη Μεγάλη Εβδομάδα, σπάνια τα γιορτάζαμε στο σπίτι μου. Την ώρα, λοιπόν, που σκύβω να σβήσω τα κεράκια, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και βλέπω μια μούρη κρεμασμένη... Μια εικόνα του εαυτού μου που δεν την ήξερα. Παθαίνω σοκ. Σοκ! Δεν έβλεπα την ώρα να φύγουν όλοι και μόλις έφυγαν, πατάω ένα κλάμα! Μπήκα στην πρώτη κρίση ηλικίας στα 40 μου, μολονότι ήμουν ακόμα και όμορφη και δημιουργική! Έκανε πάρα πολύ καιρό να μου περάσει η κρίση αυτή. Την ίδια περίοδο είχα και σχέση με τον Άλκη Κούρκουλο, έναν πολύ νεότερό μου άνδρα, κι αισθάνθηκα πραγματικά πολύ άσχημα!
— Νομίζω πως αυτή θα ήταν η αιτία που σας πήρε τόσο πολύ από κάτω.
Γενικώς, δεν μπορώ να είμαι με άντρες συνομήλικούς μου. Ειδικά από μια ηλικία και μετά μου άρεσαν μόνο νεότεροί μου άνδρες.
— Σε ποια ηλικία το καταλάβατε αυτό;
Από τα 35 μου μέχρι τα 40, όσο κράτησε η σχέση μου με τον Άλκη, τεσσεράμισι χρόνια περίπου. Ντράπηκα που είχα σχέση με έναν άνδρα, ένα αγόρι, την ίδια ώρα που έβλεπα να 'χουν κρεμάσει τα μούτρα μου.
Στο καπάκι ερωτεύομαι έναν τύπο... Εδώ πρέπει να πω ότι όλα τα προγράμματά μου τα έστηνα για έναν πολύ συγκεκριμένο άνθρωπο, για να 'ρθει και να μ' ακούσει αυτός! Ήταν σαν να του έγραφα επιστολή με τα τραγούδια που επέλεγα.
— Κάτι που προφανώς δεν απασχολούσε τον Άλκη Κούρκουλο, αλλά μόνο εσάς.
Όλα μόνο μέσα στο δικό μας κεφάλι υπάρχουν, και τα καλά και τα κακά. Δεν πα' να μας λεν οι άλλοι... Χωρίζω με τον Άλκη και παίρνω τα πρώτα μου κιλά. Τότε μπήκα σε μια ακόμη βασανιστική διαδικασία, να μη μου αρέσει πια η δουλειά μου. Δεν μπορούσα να τραγουδάω και οι άλλοι να τρώνε ή να πετάνε λουλούδια κι έψαχνα τρόπο να εντάξω χαρούμενα τραγούδια στα προγράμματά μου. Ξέρετε, εμένα δεν μου αρέσουν καθόλου τα χαρούμενα τραγούδια. Άμα δεν είναι μινόρε, λέω: «Α, δεν μου αρέσει». Ακούω ματζόρε και φεύγω! Ειρωνεία: Το «Γερνάω, μαμά» είναι ματζόρε! Εκεί ήρθε μια στροφή στην καριέρα μου, με τεράστιο οικονομικό κόστος.
— Ποια ήταν αυτή η στροφή;
Είπα ότι δεν θα ξανατραγουδήσω ποτέ σε αυτά τα μαγαζιά. Ποτέ! Ήθελα να πάω σε έναν μικρό χώρο και να λέω μόνο λυπητερά τραγούδια. Βρίσκω τον Γιώργο Ανδρέου και κάνουμε μερικές εμφανίσεις, πιάνο-φωνή. Λίγος κόσμος, δυο άνθρωποι κι εμείς επί σκηνής, τα καταφέραμε. Την επόμενη χρονιά φτιάχνω ένα κουαρτέτο, πάω πάλι στο Μετρό, βγαίνει το CD και το χαντακώνει η εταιρεία. Δεν υπήρχε πουθενά το CD αυτό! Αποτέλεσμα ήταν να φεύγω κάθε μέρα απ' το σπίτι μου –δεν θα το ξεχάσω– με δεκαεξίμισι χιλιάδες για να πληρωθούν οι μουσικοί. Είχαν πολύ μέτρια απήχηση στον κόσμο οι εμφανίσεις αυτές, αλλά όσοι έρχονταν, περνάγανε καλά. Στην ουσία, λοιπόν, ξέρετε τι έκανα; Επέλεξα το κοινό μου. Ήταν '90 something κι εγώ δεν είχα ούτε για τα τσιγάρα μου τότε. Δεν το 'βαλα κάτω! Τηλεφωνώ του πατέρα μου: «Πατέρα, μήπως έχεις να μου δανείσεις 200.000 για να πληρώνω τους μουσικούς μου;». «Ναι, παιδί μου, έλα να σου δώσω!». Χτυπάει το τηλέφωνο, όμως, και είναι ένας λογιστής που είχαμε τότε. Λέει: «Πού 'σαι, ρε παιδί μου, και σε ψάχνουν από την ΕΡΤ για να πάρεις 200.000;». Τότε αισθάνθηκα πάλι μέσα στη ροή, ότι κάνω το σωστό κι επειδή ακριβώς κάνω το σωστό, δεν υπάρχει περίπτωση να «μείνω» ποτέ!
— Και οι έρωτες, να υποθέσω, πήγαιναν κι έρχονταν.
Στο καπάκι ερωτεύομαι έναν τύπο... Εδώ πρέπει να πω ότι όλα τα προγράμματά μου τα έστηνα για έναν πολύ συγκεκριμένο άνθρωπο, για να 'ρθει και να μ' ακούσει αυτός! Ήταν σαν να του έγραφα επιστολή με τα τραγούδια που επέλεγα.
— Πόσο όμορφο ακούγεται αυτό.
Ναι, ερχόταν-δεν ερχόταν, εγώ γι' αυτόν τραγουδούσα. Τον πιάνω και του λέω: «Ξέρεις, εγώ σε ερωτεύθηκα». Μου απαντάει: «Θα τρελαθώ!».
— Μικρότερος κι αυτός;
Πάντα, αλλά όχι τόσο, όσο ο Άλκης (γέλια). Έτσι έγινε το «Μαγικό Κουτί». Ορμώμενη από την αγάπη που ένιωθα, ειδοποίησα τον Τάκη Φαραζή να κάνουμε έναν δίσκο πιάνο-φωνή και να πληρώσω εγώ την παραγωγή. Ήρθε, κάτσαμε εδώ καλή ώρα, και στο πιανάκι της πλάκας που βλέπεις στήσαμε τον δίσκο. Μέσα σε μια εβδομάδα είχε ολοκληρωθεί, χωρίς καμία διόρθωση! Το «Μαγικό Κουτί» έγινε για να το ακούσει εκείνος ο συγκεκριμένος άνδρας, γιατί έπρεπε να το ακούσει.
Ο τραγουδιστής πρέπει να 'ναι και λίγο ερωτικό αντικείμενο για το κοινό του. Με απωθούσε η ιδέα να είμαι στη σκηνή, ενώ δεν θα ήμουν πια όμορφη και ερωτεύσιμη.
— Τελικά, ενέδωσε ή όχι στον έρωτά σας;
Ο άνθρωπος δεν με ερωτεύθηκε, τι να κάνουμε τώρα; Μου είχε, όμως, και μου έχει σεβασμό και είμαστε ακόμα φίλοι. Τι να κάνουμε, ρε παιδάκι μου, δεν έτυχε να με ερωτευθεί, ατυχήσαμε (γέλια). Θυμάμαι, όμως, που πήγαμε με τον Τάκη στη Θεσσαλονίκη να παρουσιάσουμε τον δίσκο αυτό. Χωρίς κενά, χωρίς χειροκροτήματα ενδιάμεσα, όπως συμβαίνει και όπως τον ακούς σπίτι σου. Λέω του Τάκη: «Άμα δούμε κι είναι πολύ βαρύ για τον κόσμο, μη στενοχωριέσαι, θα βγούμε στο δεύτερο μέρος και κάτι θα βρω να κάνουμε». Εκείνη η παράσταση παραμένει, μέχρι σήμερα, μία από τις ωραιότερες εμπειρίες μου ως περφόρμερ. Τα είχα κάνει όλα μόνη μου, από τη σκηνοθεσία μέχρι τα σκηνικά, με κάτι σκουπίδια που είχα βρει στην αποθήκη μου. Εκεί είδα ανθρώπους να πηγαίνουν να ανάψουν τσιγάρο και να μένουν με το τσιγάρο στο χέρι στον αέρα! Η μόνη κίνησή τους ήταν να βγάλουν μαντιλάκια, γιατί κλαίγανε. Πιάνει μια βροχή που άρχισε να χτυπάει το ελενίτ της στέγης κι εγώ σταμάτησα το τραγούδι για να της δώσω χώρο. Όταν αποχώρησα από τη σκηνή στο διάλειμμα, δεν χειροκρότησε κανείς. Είχαν κοκαλώσει! Στο δεύτερο μέρος της, εξελίχθηκε ροκ η συναυλία. Τους λέω: «Έχετε δει το "Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι", τη σκηνή κάτω από το τρένο που ουρλιάζουνε; Μετράω μέχρι το τρία κι αρχίζουμε να ουρλιάζουμε όλοι μαζί» (γέλια). Αυτή είναι η πιο ροκ σκηνή που έχω ζήσει! Εκείνη η στιγμή, πάλι, ήταν που μου είπε: «Κορίτσι μου, μη φοβάσαι τίποτα, αυτός είν' ο δρόμος σου!».
— Μα, τόση ανασφάλεια πια; Δεν ήσασταν καν κορίτσι αλλά μεγάλη γυναίκα.
Ναι, ήμουν 48 χρονών σχεδόν και χρωστάω πάρα πολλά στο περιστατικό αυτό, στον δίσκο «Το Μαγικό Κουτί». Αργότερα, η συναυλία επαναλήφθηκε στα Ιλίσια με άλλο σχήμα, χωρίς τον Φαραζή. Είχα ήδη αποσυρθεί από τη δισκογραφία.
— Αυτό θέλω να μου το εξηγήσετε. Δεν θυμάμαι ποτέ την Τσανακλίδου να μη βγάζει καινούργιο δίσκο.
Εννοώ πως όλοι οι δίσκοι ήταν δικές μου παραγωγές, εγώ τους πλήρωνα, ακόμη και τον δίσκο με τον Μιχάλη Δέλτα. Ειδικά αυτόν το δίσκο έκανα τη βλακεία, κι ενώ είχα ρίξει έναν σκασμό λεφτά, τους τον πούλησα για ένα φλατ ποσό. Βλάκας, βλάκας που ήμουν! Δεν ήθελα, όμως, να έχω κανέναν κεχαγιά πάνω απ' το κεφάλι μου να μου λέει «θα πεις αυτό και όχι εκείνο» ή να κάθεται μέσα στο στούντιο, να διαβάζει εφημερίδες, να πίνει τσιγάρα και να μιλάει στα τηλέφωνα.
— Λέτε για στούντιο και σκέφτομαι πόσο δεύτερο σπίτι σας θα είναι μια ζωή ολόκληρη.
Εγώ το στούντιο το φοβόμουν επίσης από μικρή ηλικία. Πρωτομπήκα να γράψω το '73 με τον «Μορμόλη» του Σπανού, κατευθείαν, χωρίς να έχω κάνει 45άρι δισκάκι. Ταυτόχρονα σχεδόν με τη «Θητεία» του Μαρκόπουλου. Δηλαδή, μέρες του '73, γινόταν το Πολυτεχνείο κι εγώ τραγούδαγα στο στούντιο «Μαλαματένια Λόγια». Λίγο μετά ήρθε ο Χρήστος Λεοντής, που τον αγαπώ πολύ, με το «Καπνισμένο Τσουκάλι», το «Αχ, έρωτα» και τις «Παραστάσεις» του. Πάμε πάλι, όμως, στα πιο πρόσφατα (γέλια). Ξαναερωτεύομαι στα 50 μου! Και χάνω αμέσως 10 κιλά, γίνομαι κούκλα ξανά! Συλφίδα!
— Ελπίζω να 'χε αισιότερη έκβαση ο νέος έρωτας.
Δεν ήθελε ούτε αυτός (γέλια).
— Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που αποζητάτε σε έναν έρωτα. Τη γαλήνη, την ορμητικότητα του σεξ, τη συντροφικότητα;
Ποτέ δεν την ήθελα τη συντροφικότητα, αφού ήμουν παθιασμένη με τον έρωτα. Από την ώρα που ξυπνάω μέχρι την ώρα που κοιμάμαι σκέφτομαι αυτόν και μόνο αυτόν κάθε φορά, τίποτε άλλο.
— Το ερωτικό αντικείμενο του πόθου, εννοείτε.
Δεν σκέφτομαι τίποτε άλλο, δεν με απασχολεί τίποτε άλλο! Ζω σε έναν πυρετό, έχω πυρετό, πώς το λένε;
— Πόσο καιρό σας παίρνει να ξεπεράσετε μια χυλόπιτα;
Καμιά φορά κάνει και 10 χρόνια...
— Και για 10 χρόνια δεν «παίζει» κάτι άλλο;
Ναι, όταν ήμουν νέα. Μετά τα 50, έκλεισα... Απέσυρα τον εαυτό μου από τον έρωτα, είπα «κοριτσάκι μου, δεν περνάει πια η μπογιά σου». Τελείωσα οριστικά με τον έρωτα εγώ τώρα, το λέω και συγκινούμαι.
— Έχετε δακρύσει;
Μόνο; Κλαίω, δεν με βλέπετε; Ήταν πολύ σκληρό αυτό που είπα στον εαυτό μου, αλλά έπρεπε να το κάνω.
Να ξέρετε, σε κανέναν δεν φτάνει η αγάπη που 'χει, πάντα την αγάπη αποζητούμε από την παιδική μας ηλικία, όσο προσεκτικοί και να 'ναι οι γονείς μας σ' αυτό το ζήτημα. Πάντα θα μας λείπει η αγάπη.
— Μήπως δραματοποιείτε τη ζωή σας; Μια γυναίκα μετά τα 50 και νέα είναι ακόμη, και δικαίωμα στον έρωτα έχει.
Είμαι περήφανος άνθρωπος, πολύ περήφανος! Αν μου λέγατε ποιο θεωρώ ελάττωμα ή προτέρημα πάνω μου, θα έλεγα την περηφάνια. Το είχα από παιδί αυτό και το 'χω ακόμη. Πήρα σκληρές αποφάσεις στη ζωή μου εξαιτίας αυτής της περηφάνιας. Και η απόσυρσή μου από τον έρωτα άλλαξε ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου. Άρχισα να ξυπνάω πρωί, να μην πηγαίνω πουθενά τα βράδια, να προτιμώ να ζω στο χωριό, να περνάει απ' το μυαλό μου μέχρι και ότι θα προτιμούσα να είχα κάνει μια συμβατική ζωή.
— Μια νοικοκυρούλα, με άλλα λόγια.
Δεν τις υποτιμώ τις νοικοκυρούλες. Για μια γυναίκα που μεγαλώνει παιδιά και διατηρεί μια ευτυχισμένη οικογένεια νομίζω ότι αυτό είναι και το μεγαλύτερο έργο που μπορεί να παρουσιάσει στο τέλος της ζωής της. Να πει: «Έκανα μια ολοκληρωμένη οικογένεια και το παιδί που γέννησα είναι ένας σωστός άνθρωπος»! Αυτά είναι! Τι θα λέει; Είχα πέντε-δέκα ωραία τραγούδια; Αυτό είναι το αληθινό, όχι το άλλο που κάνουμε εμείς.
— Και ο παρηγορητικός ρόλος της τέχνης; Λιγότερο σημαντικό να ερωτεύονται, να κλαίνε, ακόμη και να πεθαίνουν οι άνθρωποι μ' αυτά τα «πέντε-δέκα ωραία τραγούδια»;
Χρησιμοποιήσατε την τέλεια φράση, «παρηγορητική τέχνη»! Ακριβώς αυτό λέω κι εγώ, μια παρηγοριά είναι το τραγούδι. Δεν υποτιμώ σε καμία περίπτωση την τέχνη, αφού κι εγώ πρωτίστως τον εαυτό μου παρηγορώ. Να ξέρετε, σε κανέναν δεν φτάνει η αγάπη που 'χει, πάντα την αγάπη αποζητούμε από την παιδική μας ηλικία, όσο προσεκτικοί και να 'ναι οι γονείς μας σ' αυτό το ζήτημα. Πάντα θα μας λείπει η αγάπη. Απ' την ώρα που βγαίνουμε απ' τη μήτρα και κόβεται ο ομφάλιος λώρος, εμείς απελπισμένα αιτούμεθα αγάπη.
— Τι είναι ο έρωτας και τι η αγάπη;
Η αγάπη έχει μια γαλήνη που δεν την έχει ο έρωτας. Εδώ μπαίνει και η μοναχικότητα που μου αρέσει πολύ και στην αρχή τη θεωρούσα μια αυτάρεσκη κατάσταση. Είναι υγεία η μοναχικότητα! Πάντα, όταν ερωτευόμουν, αποζητούσα το άπαν ενός άνδρα, τις ώρες του που έλειπε! Ήθελα να 'μαι μες στο τσεπάκι του και να με μεταφέρει παντού. Παρ' όλα αυτά, κάθε πρωί που σηκώνομαι χρειάζομαι ένα δίωρο μοναξιάς, ησυχίας και σιωπής μέχρι ν' αρχίσω να λειτουργώ. Να κάτσω μόνη μου, να πιω τον καφέ μου, να καπνίσω τα τσιγάρα μου και μετά να πω «καλημέρα». Ακόμη και τώρα, άμα δεν μένω μόνη μου τα πρωινά, κοντεύω να πάθω νευρικό κλονισμό.
— Ή και να ακούσετε μουσική.
Μουσική ακούω όπως τότε που ήμασταν παιδιά, που παίρναμε έναν δίσκο και συγκεντρωνόμασταν για να τον ακούσουμε. Δεν μπορώ να μιλάμε ή να τρώμε και να ακούω μουσική, δεν παίζει κάτι τέτοιο. Η μουσική είναι κάτι πολύ ακριβό και είμαστε εγώ κι εκείνη.
— Θετικό, πάντως, που την απόσυρση από τον έρωτα δεν ακολούθησε και η απόσυρση από το τραγούδι.
Μετά τα 50 το 'πα κι αυτό! Σκέφτηκα: «Θα 'σαι 60 χρονών και θα τραγουδάς ακόμη;». Να σας πω κάτι; Ο τραγουδιστής πρέπει να 'ναι και λίγο ερωτικό αντικείμενο για το κοινό του. Με απωθούσε η ιδέα να είμαι στη σκηνή, ενώ δεν θα ήμουν πια όμορφη και ερωτεύσιμη.
— Αναφερθήκατε στη μέχρι τώρα κουβέντα μας αρκετές φορές στην ομορφιά αναφορικά με την εμφάνισή σας. Τελικά, πόσο καθοριστικό έπαιξε το κάλλος στη ζωή σας;
Αιωνίως θητεύω στο κάλλος, που λέει κι ο Ευριπίδης. Καθόρισε όλη μου τη ζωή, με τις επιλογές μου. Μπήκε στη ζωή μου μαζί με τις φρέζιες που έβαζε η μάνα μου πάνω στο τραπέζι με τραπεζομάντιλο που δεν ήταν πλαστικό. Ήτανε η γλάστρα με τον βασιλικό στο μπαλκόνι μας.
— Να τολμήσω να σας ρωτήσω αν σας ερωτεύθηκε ποτέ μια άλλη γυναίκα;
Νομίζω πως δεν είμαι από το είδος των γυναικών που ελκύουν γυναίκες. Ίσως είναι πολύ τονισμένα, υπερτονισμένα θα έλεγα, τα γυναικεία χαρακτηριστικά πάνω μου. Θέλω να πω, ωστόσο, ότι θεωρώ τις σεξουαλικές επιλογές σε κάθε άνθρωπο όχι απολύτως ξεκάθαρες. Βάσει μιας αμερικανικής έρευνας που διάβασα πρόσφατα σχετικώς, οι γυναίκες είναι αμφιφυλόφιλες σε ποσοστό 95% και σε ποσοστό 45% οι άνδρες.
Άκου ένα ακόμη μυστήριο πράγμα: όποτε δυσκολεύομαι να προσεγγίσω ένα τραγούδι ή έναν ρόλο, εκεί που κάθομαι στο κρεβάτι μου και βουρλίζομαι, σηκώνομαι σαν υπνοβάτης και πάω και πιάνω ένα βιβλίο.
— Υπήρξε ποτέ περίπτωση που οι ερωτικές φαντασιώσεις κατηύθυναν το ένστικτό σας;
Εδώ, τώρα, δεν ξέρω... Τι να πω, που οκτώ ετών ερωτεύθηκα τον βασιλιά; Ή, στα τέσσερά μου, τον Τώνη, έναν φίλο του αδερφού μου; (γέλια) Έχουνε πλάκα αυτά, όμως εγώ επέτρεψα στον εαυτό μου να ζει κανονικά. Δεν είχα ανάγκη την ερωτική φαντασίωση, δεν μου απαγόρευσα τίποτα, δεν αυτολογοκρίθηκα ποτέ. Απλώς, ζούσα.
— Είχατε ως πρότυπο τη μητέρα ή τον πατέρα;
Με τη μάνα μου ήμασταν ίδιες, ολόιδιες όμως. Θα πω κάτι παράξενο τώρα: μια μέρα πριν από τρία-τέσσερα χρόνια, καθώς περνούσα βιαστικά από τον καθρέφτη, με κοίταξα. Ήμουν η ίδια η μάνα μου που με κοιτούσε! Τότε είπα πρώτη φορά ότι θέλω ν' αφήσω άσπρα τα μαλλιά μου. Έτσι κι αλλιώς, ανήκω στις γυναίκες που δεν κάνουν παρεμβάσεις πάνω τους. Στενοχωριέμαι πολύ με τις γυναίκες που παραμορφώνονται. Κοίταγα τώρα τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ που είχε έρθει κι έλεγα: «Θεέ μου, τι θεά είν' αυτή, με όλες τις ρυτίδες και τις εκφράσεις του προσώπου της!». Κατάλαβες τώρα γιατί θεωρώ ότι έληξα ερωτικά;
— Κι εγώ ξαναλέω ότι σας έχει πάρει από κάτω υπέρ το δέον στο κομμάτι αυτό.
Δεν μου αρέσουν, μάνα μου, οι μεγαλύτεροι άνδρες ή οι συνομήλικοί μου, ούτε να γυρίσω να τους κοιτάξω. Κι εσύ έλα πες μου τώρα τι μπορεί να θέλει ένα νέο παιδί με μια γριέτζω, ρε γαμώτο; Ο έρωτας μπορεί να σε γελοιοποιήσει κι εγώ ανήκω στους ανθρώπους που λένε: «Ναι, ας γίνω χάλια από έναν έρωτα, ρεζίλι, όλα να τα πάθω»... Αυτή όμως η εμμονική αυτογελοιοποίηση, το να ζεις σαν ένας γελοίος άνθρωπος, είναι κάτι που με πληγώνει βαθιά.
— Ποια είναι η σχέση σας με το σώμα σας;
Με το σώμα μας σχηματίζεται το Εγώ μας. Το σώμα και το Εγώ είναι η φυλακή μας και ταυτοχρόνως το όχημα για να ζήσουμε και να αντέξουμε. Το δικό μου σώμα το ταλαιπώρησα πολύ. Κάποια στιγμή είδα ότι δεν μπορούσα να περπατήσω, να ανέβω τα σκαλιά, να αναπνέω με ευκολία. Απέκτησα Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια και είπα: «Γιατί να 'χω έναν πολύ κακό και οδυνηρό θάνατο; Να μην μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ, εγώ που ήμουν τόσο ανεξάρτητη; Να είμαι κατάκοιτη και να περιμένω απλώς να πεθάνω;». Όχι, είπα, οφείλω να τιμήσω το σώμα μου για τις τόσες χαρές που μου 'χει δώσει. Παραπετώντας το σώμα, δεν φροντίζουμε και την ψυχή μας. Μέσα σε δυο μήνες ελάττωσα το τσιγάρο και αποκαταστάθηκαν οι λειτουργίες μου.
— Το γήρας μάλλον σας τρομάζει περισσότερο και από το βιολογικό τέλος.
Πετάξαμε τους γέρους από τα σπίτια μας, γεμίσανε οι οίκοι ευγηρίας, απ' τον φόβο μας μη γεράσουμε εμείς. Τα παιδιά μας μεγαλώσανε χωρίς παππού και γιαγιά. Τώρα με την κρίση, με την ανάγκη των συντάξεών τους, είναι καλό που τους ξαναπήραμε στα σπίτια μας. Μας βοηθάει να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι κι εμείς θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε, ότι, στην τελική, δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου. Κάποτε, όταν έγινε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, κάποιοι καλλιτέχνες πήγαμε εκεί και τραγουδήσαμε. Βγήκε ο Κωστόπουλος με το ΚΛΙΚ του κι έγραψε: «Η Φαραντούρη είναι βαρετή και δεν μπορώ να την ακούω πια» ή «Η Τσανακλίδου γέρασε και τι θέλει τώρα»... Σκέφτηκα, κατηγορούν έναν άνθρωπο γιατί; Για το αυτονόητο, που γερνάει; Και μετά, εσύ, ρε μαλάκα, δεν θα γεράσεις δηλαδή; Κοίταξε, τελικά, πόσο αυτοί οι άνθρωποι με τη νοοτροπία ΠΑΣΟΚ κατέστρεψαν μια ολόκληρη χώρα και τις ψυχές των ανθρώπων.
— Έχετε πληγωθεί/απογοητευθεί από ανθρώπους του χώρου;
Πολλές φορές, γι' αυτό και έχω ξεκόψει. Οι λίγοι φίλοι μου δεν έχουν καμία σχέση με το σινάφι. Εννοείται πως υπάρχουν άνθρωποι στο σινάφι που σέβομαι και εκτιμώ απεριόριστα. Θα πω κάτι τώρα, όμως, γιατί νομίζω ότι ήρθε η ώρα να το πω! Άκου, θα σου σηκωθεί η τρίχα... Έχω γενέθλια και τα γιορτάζω στο μαγαζί του αδερφού μου στα Εξάρχεια, το Μελρόουζ. Καλεσμένοι μου η Δήμητρα Γαλάνη, δυο-τρεις άλλοι άνθρωποι και μια γνωστή στιχουργός. Το προηγούμενο βράδυ, έχοντας χρόνια να βρεθούμε με τη στιχουργό, μιλάγαμε εδώ που κάθεσαι εσύ τώρα. Κι εγώ, Αντώνη, θέλω να μιλάω με έναν άλλον άνθρωπο, όπως μιλάω μαζί σου. Ανοίγω την ψυχή μου και ό,τι με απασχολεί, θα σου το πω. Έρχεται, λοιπόν, την επομένη στα γενέθλιά μου και μου φέρνει δώρο ένα βιβλίο, τη «Σιωπή». Μέσα είχε κάτι στίχους της με ένα σημείωμα μπροστά που έγραφε: «Αυτό το τραγούδι το εμπνεύστηκα απ' τη χθεσινή μας κουβέντα. Είναι το δώρο μου για τα γενέθλιά σου και κάν' το ό,τι θες. Σ' αγαπώ», υπογραφή κ.λπ. Συγκινήθηκα τρομερά... Περνάνε λίγοι μήνες και βρισκόμαστε σε μια συναυλία στον Λυκαβηττό με τη Δήμητρα. Ήταν κι εκείνη η στιχουργός μπροστά. «Δημητρούλα», της λέω, «έχω το τραγούδι των γενεθλίων μου. Δεν το παίρνεις να του βάλεις εσύ μουσική;». Και πετάγεται η στιχουργός: «Α, δεν γίνεται... Το έδωσα στον Μητσιά». «Τι έκανες;», λέω, «έδωσες το τραγούδι των γενεθλίων μου;». Απαντάει: «Ναι, το έδωσα στον Μητσιά για να το μελοποιήσει ο Θεοδωράκης». «Σοβαρά; Το τραγούδι για το οποίο σε ενέπνευσε μια κουβέντα μας και που μου χαρίστηκε ως δώρο πας και το δίνεις αλλού; Ξέρεις πώς μου μοιάζει αυτό; Σαν να μου χάρισες ένα κρύσταλλο και μπήκες βράδυ σπίτι μου, την ώρα που κοιμόμουν, για να μου το κλέψεις και να το πας αλλού δώρο!». Έχω βάλει τα κλάματα μπροστά σ' όλο τον κόσμο! Της λέω «σε λυπάμαι» και γυρνάω και φεύγω. Έκτοτε, αν τη δω, απλώς τη χαιρετάω, τίποτα περισσότερο. Οι πληγές μπορεί να είναι πληγές, αλλά φυσικά η ευγνωμοσύνη για τα τραγούδια που μου δώσανε κάποιοι άνθρωποι παραμένει αιώνια.
— Ζηλεύετε σαν άνθρωπος κι εσείς;
Φυσικά! Φρικτά κιόλας!
— Δεν είναι πρωτόγονο συναίσθημα;
Πάρα πολύ και με πάει και πίσω. Τουλάχιστον την ώρα που μου συμβαίνει, βγαίνω απ' τον εαυτό μου και λέω «Τανάκι, τώρα ζηλεύεις». Ένας από τους λόγους που επέλεξα να μην ερωτεύομαι πια είναι γιατί με βασάνιζε φρικτά η ζήλια. Και στα επαγγελματικά, όμως, ζηλεύω! Λέω «γιατί αυτός κι όχι εγώ;». Μετά το ξεπερνάω, αλλά η πρώτη αντίδραση είναι να ζηλέψω. Είναι ωραίο να το συνομολογούμε αυτό γιατί έτσι το ξεπερνάμε, ανακουφιζόμαστε. Ένα απ' τα καλά που έχω είναι ότι δεν είμαι τσιγκούνα σε τίποτα. Είναι δώρο να ανοίγεις την καρδιά σου στο καλό του άλλου, να είσαι γενναιόδωρος άνθρωπος.
— Γνωρίζω ότι είχατε τρέξει πολύ για να εξασφαλιστεί από το ΥΠΠΟ κάποτε μια τιμητική σύνταξη για τη Φλέρυ Νταντωνάκη.
Δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Για μένα η Φλέρυ είναι το αστέρι στην κορυφή του δέντρου κι όλες οι άλλες είμαστε μακράν και με διαφορά πιο κάτω. Είχαμε πάει με τη Γαλάνη να την ακούσουμε στο Καφεθέατρο της Κοδριγκτώνος, τέλη του '70. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα λάιβ και είχα πάθει την πλάκα μου. Μετά, θυμάμαι, βγήκαμε παρέα και με τους μουσικούς της σε μια ταβέρνα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ! Ήταν μεγαλοβδόμαδο, πιάσαμε να τραγουδάμε τα εγκώμια κι εκείνη το «Ω γλυκύ μου έαρ». Άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου, μοναδική εμπειρία! Λίγα χρόνια μετά την ξανάδα στον Πύργο των Αθηνών. Με στενοχώρησε η εικόνα της, καλύτερα να μην είχα πάει...
— Εξακολουθείτε ακόμη και σήμερα να ανατρέχετε σε βιβλία;
Άκου ένα ακόμη μυστήριο πράγμα: όποτε δυσκολεύομαι να προσεγγίσω ένα τραγούδι ή έναν ρόλο, εκεί που κάθομαι στο κρεβάτι μου και βουρλίζομαι, σηκώνομαι σαν υπνοβάτης και πάω και πιάνω ένα βιβλίο. Με το που το ανοίγω, το βιβλίο αυτό μου δίνει λύσεις στα προβλήματά μου. Συχνά μου συμβαίνει και το θεωρώ συγκλονιστικό.
— Μήπως είναι μια αυθυποβολή όλο αυτό;
Όχι... Γιατί πού ήξερα εγώ τι λέει το κάθε βιβλίο μέσα;
— Εννοώ πως στο βάθος ξέρετε καλά πως θα πείτε ένα τραγούδι και θα παίξετε έναν ρόλο, αποδίδοντας έτσι στα βιβλία μεταφυσικές ιδιότητες.
Πριν από μερικά χρόνια πίστευα πως ήμουν παντογνώστης. Αυτός ο ξερολισμός μου δεν μου βγήκε σε καλό. Τώρα που κατάλαβα πως όσα ξέρω είναι ελάχιστα σε σχέση με όσα δεν ξέρω, έγινα αυτομάτως πιο ανοιχτή σε όλα τα ερεθίσματα. Στην παράσταση που παίζουμε τώρα με τους bijoux de kant πρωταγωνιστεί ένα νέο παιδί κι έχω πάθει σοκ μαζί του, ο ηθοποιός Γιάννης Παπαδόπουλος.
— Ναι, τον θυμάμαι από το «Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου.
Ακριβώς! Απ' αυτό το παιδί διδάσκομαι καθημερινά. Κάνει τον γιο μου στην παράσταση και είμαι ευτυχής, με εκπλήσσει κάθε μέρα! Ξέρετε ότι αυτό το παιδί, με βραβείο ήδη σε ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ στην Ευρώπη, εργάζεται σερβιτόρος για να ζήσει;
— Στο ταξίδι της ζωής, απομυθοποιήσατε καλλιτέχνες;
Βέβαια, πολλούς! Και άλλους τόσους λάτρεψα! Ακόμη έχω στ' αυτιά μου τον ήχο της φωνής του Κουν, του Τσαρούχη, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, του Γκάτσου, του Λοΐζου, των πυλώνων του πολιτισμού μας. Θυμάμαι όταν μπήκα στο στούντιο για να με διευθύνει ο Χατζιδάκις στο τραγούδι του Μελετόπουλου και του Δαβαράκη για τους Αγώνες της Κέρκυρας. «Θέλω να τραγουδήσεις σαν τη Ζάρα Λεάντερ» μου είπε κι εγώ δεν είχα ιδέα ποια ήταν η συγκεκριμένη τραγουδίστρια. Αυτός τα κατάφερε! Με τα μάτια του, που κοιτούσαν μες στα δικά μου, με τα νεύματα, με τις κινήσεις του, όταν έφυγα από το στούντιο κι έτρεξα αμέσως να βρω δίσκο της Λεάντερ, όταν την άκουσα, είπα: «Μα, όντως, τραγούδησα σαν τη Ζάρα Λεάντερ!». Ακόμη νιώθω ότι ο κόσμος χάθηκε κι έμεινε μια θάλασσα κι εκείνος με έχει μαζί του σε μια βάρκα και με οδηγεί. Τι ωραία, τι πλούτος! Αυτό είναι πλούτος, όχι τα σπίτια στην Εκάλη και στη Φιλοθέη. Πλούτος ακόμη είναι ο ψυχικός, το ήθος κάποιων ανθρώπων που γνώρισα και αγάπησα, όπως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και το φιλαράκι μου, ο συχωρεμένος ο Σάκης Μπουλάς. Από τους πιο καλόψυχους ανθρώπους που γνώρισα ποτέ οι δύο αυτοί άνθρωποι.
— Έχετε συνεργαστεί με τους πάντες σχεδόν. Πώς είναι για την Τάνια Τσανακλίδου να περνάει από το πολιτικό τραγούδι του Λεοντή και του Μαρκόπουλου στην electronica του Μιχάλη Δέλτα;
Για μένα αυτή είναι η πιο λογική πορεία. Ένας καλλιτέχνης επαναστάτης στα 20 του να παραμένει επαναστάτης στα 50 και στα 60 του και να συνεχίζει να εκφράζει αυτό το πνεύμα το ανένταχτο! Πουθενά δεν θα σταμάταγα. Τα δημοτικά τα αγαπούσε πολύ ο Γιάννης Φέρτης, μία από τις πρώτες μεγάλες σχέσεις μου, και μου τα έμαθε, τα ακούγαμε παρέα σε μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο. Και λαϊκά έχω πει, καθώς στο σπίτι μου, με ό,τι κι αν χορεύαμε –ροκ συνήθως–, θα καταλήγαμε στα «πέντε α-α-α-α-α» του Καζαντζίδη, στο «Αυτή η νύχτα μένει». Ένα απωθημένο έχω, που δεν τραγούδησα ποτέ το «Move Οver» της Τζάνις Τζόπλιν! Σε ό,τι αφορά τον δίσκο που κάναμε με τον αγαπημένο μου Μιχάλη Δέλτα, σκεφτόμαστε να τον ξαναβγάλουμε σε μια συλλεκτική βινυλιακή επανέκδοση. Είμαι τόσο χαρούμενη μ' αυτόν το δίσκο που κάναμε τότε!
— Κι εγώ είμαι χαρούμενος που σας συνάντησα και κάναμε αυτή την εκ βαθέων συζήτηση.
Σας ευχαριστώ, και, να ξέρετε, σας είπα πράγματα που λέω για πρώτη φορά δημόσια.