Τα σπίτια στα Αναφιώτικα τα έχτισαν οι εργάτες που ήρθαν από την Ανάφη για να υποστυλώσουν τον Παρθενώνα. Ήταν καλοί τεχνίτες του μαρμάρου και της πέτρας και γι' αυτό, επί Όθωνος, έφτιαξαν και τα ανάκτορά του, τη σημερινή Βουλή. Ήταν να φύγουν, αλλά τους κράτησαν να κάνουν κι άλλα έργα στην Ακρόπολη και τους στάβλους του βασιλιά στο Θησείο.
Η Ανάφη είναι ένα βραχώδες μέρος, ακριβώς όπως ήταν και ο βράχος κάτω από την Ακρόπολη, και γνώριζαν καλά αυτήν τη ρυμοτομία, την αρχιτεκτονική και πώς να φτιάξουν σπιτάκια στην πέτρα, έτσι άρχισε να γίνεται εδώ ο οικισμός από το 1835 ως το 1840. Έφτιαχναν μικρά σπίτια βοηθώντας όλοι μαζί, με γρήγορο ρυθμό.
Σήμερα έφτιαχναν το δικό σου και αύριο του αλλουνού, έτσι η περιοχή δημιουργήθηκε με αυτό το χαρακτηριστικό νησιώτικο χρώμα. Είναι όπως ακριβώς και στην Ανάφη. Αφού ακόμα και μικρά παιδιά που περνάνε αναγνωρίζουν τα σοκάκια και τα σκαλιά και ρωτάνε «καλέ μαμά, σαν Ανάφη δεν είναι εδώ;».
• Από την Ανάφη ήρθε επί Όθωνος και ο παππούς μου, ο Ρουσέτος Σιγάλας, πατέρας της μητέρας μου. Είχε πολλά παιδιά, πέντε κορίτσια και ένα αγόρι, και είχε την άνεση να τους αγοράζει σπίτια για να μην τους λείψει η οικογενειακή θαλπωρή. Είχε πάρει πολλά σπίτια στη γειτονιά. Η μητέρα μου γεννήθηκε στα Αναφιώτικα, στο σπίτι όπου μένω τώρα, ήταν η προίκα της. Ο πατέρας μου ήταν από τη Νάξο. Είχε έρθει εργάτης και έμενε σε ένα δωματιάκι ακριβώς απέναντι κι έτσι ερωτεύτηκαν.
Όποιος περπατήσει στους δρόμους των Αναφιώτικων νομίζει ότι είναι σε ένα νησί χωρίς θάλασσα. Περνάει ο άλλος και αναπολεί, «τι ωραία» λέει και τον πιάνει ο ρομαντισμός. Αν περάσεις το βράδυ, σούρουπο, ακόμα και μαλωμένος να είσαι με την κοπέλα σου, η συνείδησή σου θα σε κάνει να την πιάσεις και να τη φιλήσεις. Γιατί σου γεννάει τέτοιο συναίσθημα ο χώρος.
• Μέσα σε αυτό το σπίτι γεννήθηκα κι εγώ, πριν από 79 χρόνια, με μαμή. Σήμερα είμαι ο πιο παλιός κάτοικος των Αναφιώτικων και από τους λίγους που έχουν απομείνει, γέννημα-θρέμμα. Ο πληθυσμός τους δεν έχει απλώς μειωθεί από τότε, έχει μηδενιστεί. Εδώ πιο πάνω, στον βράχο, μέχρι τη δεκαετία του '70 ήταν συνοικισμός ολόκληρος που γκρεμίστηκε, τον πήρε το κράτος για να τον κάνει περιφερειακό δρόμο.
Τελικά, έγινε μια μεγάλη μάντρα. Εκεί παίζαμε ως παιδιά. Θυμάμαι το βαγονάκι στα έργα που έκαναν πάνω στην Ακρόπολη, με το οποίο άδειαζαν τα χώματα. Πηγαίναμε κι εμείς με ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι και πολλές φορές το αφήναμε για να παίξουμε και μετά το βρίσκαμε σκεπασμένο με χώμα.
• Όλοι σχεδόν οι νέοι Αναφιώτες ήταν εργάτες στο Γκάζι, δούλευαν στο φωταέριο, γι' αυτό η γειτονιά μας ήταν από τις πρώτες που είχαν παροχή, ήταν από τα πρώτα μέρη που πήγε, από τη δεκαετία του '40 κιόλας. Και σήμερα έχω θέρμανση και κουζίνα με φωταέριο.
• Τα χρόνια που μεγάλωνα ήμασταν στα Αναφιώτικα κόσμος και ντουνιάς. Μαζευόμασταν 30-40 παιδιά, αγόρια και κορίτσια, και ανεβαίναμε στα βράχια για να παίξουμε, παίζαμε μπάλα στον χωματόδρομο απέναντι από το Ηρώδειο, έσφυζε η γειτονιά από ζωή.
Περάσαμε φτώχειες, Κατοχή, δυσκολίες, πάντα όμως με αξιοπρέπεια και σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Σήμερα οι ντόπιοι κάτοικοι της γειτονιάς, οι γέννημα-θρέμμα, μετριόμαστε στα δάχτυλα. Και δεν έχει καθόλου νεαρό κόσμο εδώ, πέρα από μια-δυο οικογένειες. Είναι όλοι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας.
Έτσι είναι, όμως, η εξέλιξη. Έχει αλλάξει η ζωή, ο κόσμος έχει άλλες απαιτήσεις. Παλιά, σε ένα σπιτάκι σαν κι αυτό μπορούσαν να μείνουν εννιά άτομα, εφτά παιδιά και οι δύο γονείς. Υπήρχαν και γείτονες που έμεναν τόσα άτομα σε ένα μόνο δωμάτιο. Σήμερα, αν είσαι παντρεμένος κι έχεις δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, θέλει το καθένα τον δικό του χώρο.
• Το σπίτι μου είναι μόνο 36 τετραγωνικά, έτσι γράφει ο λογαριασμός της ΔΕΗ, αλλά για μένα είναι σαν 136. Μου το άφησε η μανούλα μου και είναι πολύ λειτουργικό, έχω το μπάνιο μου, την κουζινίτσα μου με όλα τα κομφόρ, το σαλόνι μου. Το έφτιαξα λίγο και το έχω διαμορφώσει και μέσα σε στυλ νησιώτικο. Η πόρτα είναι δίπορτη, όπως το πορτέλο, έτσι το λένε στα νησιά. Παλιά άφηνα ανοιχτά το πάνω μέρος, όπως και τα παράθυρα, αλλά τώρα έχω βάλει σιδεριές και συναγερμό για την ασφάλειά μου. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά.
Παλιά κοιμόμασταν στις ταράτσες, στις αυλές, και υπήρχε κόσμος πολύς, ήταν 70-80 οικογένειες όταν μεγάλωνα εγώ, όλα τα σπίτια ήταν κατοικημένα. «Να μυρίζει η κουζίνα μου να σου φέρω φαΐ, να μυρίζει η δικιά σου να μου φέρεις εμένα», οι μανάδες μας έτσι έκαναν. Την αγαπάω τη γειτονιά, γιατί εδώ μεγάλωσα, εδώ έχω τις αναμνήσεις μου τις ωραίες, τις παιδικές. Έχω κι άλλο ένα πολύ ωραίο σπίτι, αλλά το νοικιάζω, γιατί δεν μπορώ να φύγω από εδώ.
Είμαι κάτω από την Ακρόπολη, ανοίγω την πίσω πόρτα που πάει στην ταράτσα και βλέπω τον βράχο της. Ακούω τον ιστό της σημαίας που ανεβαίνει και κατεβαίνει, ακούω τα φαντάρια που έρχονται και λένε τον εθνικό ύμνο κάθε μέρα, χρόνια, μια ζωή ολόκληρη. Εδώ πάνω νιώθω μεγαλείο. Δεν χορταίνω, βγαίνω με ένα τσιγάρο απέναντι στη μάντρα και κάθομαι και χαζεύω, και είναι σαν να τα βλέπω για πρώτη φορά.
• Ο νέος κόσμος ψάχνει πλέον καλύτερες συνθήκες, τότε δεν τα υπολόγιζαν αυτά, δεν υπήρχαν ούτε κινητά και τηλεοράσεις. «Του φτωχού το γλύκισμα» άκουγα κι έλεγαν – ξέρεις ποιο ήταν; Έκαναν σεξ και παιδιά, δεν ήξεραν τίποτε άλλο. Μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια έλεγαν «το έφερε ο Θεός το παιδί». Και ο κόσμος έφευγε από τη ζωή νωρίς, στα 50. Η γιαγιά μου έφυγε στα 41 κι έλεγαν «τα έφαγε τα ψωμιά της». Σήμερα μια γυναίκα 50 χρονών ακόμα γεννάει και στα 70 τη βλέπεις να είναι ακόμα κοπέλα.
• Ο πατέρας μου είχε κουρείο στην οδό Κυδαθηναίων, δίπλα στο Βυζαντινό. Τον βοηθούσα μέχρι που μπάρκαρα στα 24, τότε ξεκίνησα τη θάλασσα. Ήμουν για είκοσι χρόνια ναυτικός, ραδιοτηλεγραφητής. Σύνταξη πήρα στα 50. Έμοιαζα 30, είχα μακρύ μαλλί, κατάμαυρο, και με ρώταγαν «πήρες τόσο νωρίς σύνταξη από ατύχημα;». Δεν με πίστευε κανείς όταν έλεγα ότι ήμουν συνταξιούχος. Σε έναν χρόνο θα κλείσω στη σύνταξη τριάντα χρόνια, ισοφαρίζω και τη σύνταξη του πατέρα μου, γιατί πέθανε μόλις βγήκε η δική του. Τέσσερα χρόνια μόνο πρόλαβε να την πάρει.
• Σήμερα το μέλλον της γειτονιάς είναι αβέβαιο. Έχει αλλάξει η κουλτούρα, έχουν αλλάξει οι συνθήκες, δεν ξέρω τι θα τα κάνει τα σπιτάκια η επόμενη γενιά έτσι όπως έχει συνηθίσει. Σίγουρα αυτός που θα πάρει το δικό μου σπίτι δεν θα το έχει όπως το έχω εγώ, θα το έχει απλώς για να πηγαίνει να πιει έναν καφέ στην Πλάκα, στο σπίτι του. Δεν μπορεί όμως να έχει οικογένεια ένας νέος άνθρωπος σε αυτό το σπίτι όπως είναι, με τίποτα.
• Έχω συμβόλαιο από τη μάνα μου, αλλά το σπίτι μου δεν μπορώ να το πουλήσω. Το ακριβώς απέναντι έχει πουληθεί 3-4 φορές γιατί ανήκει σε άλλη ζώνη, αλλά ισχύουν διαφορετικοί νόμοι από δω και πάνω, δεν επιτρέπεται η πώληση. Και να μπορούσα, όμως, δεν θα διανοούμουν να το πουλήσω ούτε για εκατομμύρια. Όταν φύγω εγώ, ας το κάνουν οι κληρονόμοι ό,τι θέλουν. Εγώ δεν φεύγω από δω, τον αγαπάω τον χώρο μου, ζω τόσο ωραία, θαυμαστά, δεν βρίσκω λόγια να σου εκφράσω τι νιώθω εδώ πάνω.
Κάθε καλοκαίρι, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, πάω στην Ανάφη και επιστρέφω εδώ για να γιορτάσουμε την Παναγία την Καλαμιώτισσα. Τα κλειδιά της εκκλησίας τώρα τα κρατάει ο ξάδερφός μου, αλλά τα κράταγε η μητέρα μου, τα κράταγε η θεία μου, είναι σαν οικογενειακή εκκλησία. Φεύγω δύο μήνες και ανυπομονώ να ξανάρθω.
• Πολλοί από τη γειτονιά πήρανε χρήματα το 1974 που ήταν να γίνει η απαλλοτρίωση, αλλά η μάνα μου δεν τα δέχτηκε ποτέ. Το ίδιο κι εγώ. Η αίσθησή μου είναι ότι όλη η γειτονιά είναι δική μου, σαν να είναι ιδιοκτησία μου. Θα βγω να ποτίσω, να ασπρίσω, για να περάσει ο κόσμος και να πει «τι ωραία που είναι» κι εγώ το ακούω και τρελαίνομαι. Μπορεί να μη βλέπεις πώς αντιδρώ, αλλά τρελαίνομαι από τη χαρά μου.
Μου λένε «είναι πολύ ωραία τα Αναφιώτικα, να είστε καλά να τα προσέχετε». Δεν ακούς τίποτε άλλο από «beautiful», «excellent», τη λέξη «ωραίο». Κι αλήθεια, σου προκαλούν δέος. Εμείς μιλάμε με τον Θεό εδώ πάνω, τόσο ωραία αισθάνομαι. Βγαίνουμε έξω όσοι έχουμε μείνει, κάνει καθένας έναν μεζέ και περνάει ο κόσμος και σου λέει «τι ομορφιά είναι αυτή». Δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού πια αυτό, είναι σαν να ζεις στην επαρχία.
Δεν αισθάνομαι ότι ζω σε τέσσερις τοίχους. Βγαίνω έξω, ταΐζω τις γάτες μου, μου μιλάνε, γνωρίζουν ακόμα και τα βήματά μου κι εμφανίζονται. Ενώ, αν περάσει άλλος, θα κρυφτούν.
• Περνάει πολύς κόσμος κάθε μέρα από δω και ο αριθμός των επισκεπτών όλο και μεγαλώνει. Άλλοι σέβονται τους ανθρώπους που ζουν εδώ, άλλοι όχι, και φωνάζουν. Είναι τουριστικός χώρος, όμως, κι αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις, γιατί είναι η πιο παλιά γειτονιά όχι μόνο της Αθήνας αλλά της Ελλάδας. Αυτό που την έσωσε είναι το ότι δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση από τότε που χτίστηκε, τουλάχιστον εξωτερικά.
Είναι το ίδιο πράγμα, τα στενά δρομάκια, τα μικρά σπίτια, δεν επιτράπηκε ποτέ να τα αγγίξεις και να χτίσεις άλλο όροφο, γιατί στην ταράτσα του σπιτιού σου είναι το παράθυρο του γειτονικού σπιτιού. Το πώς θα αντιδράσει κανείς στους τουρίστες εξαρτάται από τον χαρακτήρα του. Άλλος θα βγει να μαλώσει, άλλος θα γκρινιάξει, εγώ δεν είμαι έτσι, έχω και άλλη κουλτούρα, έχω δει και κόσμο πολύ σαν ναυτικός. Δρόμος είναι, θα περάσει ο άλλος. Και είναι ορισμένοι που σου προκαλούν κι εσένα τον θαυμασμό όταν σου λένε τα καλύτερα.
Περνάνε ξεναγοί με τουρίστες, παιδιά του σχολείου με τους δασκάλους τους που τους λένε την ιστορία της περιοχής, άνθρωποι από κάθε χώρα που λένε «καλημέρα» σε κάθε γλώσσα. Εξαρτάται από τη διάθεσή σου, αλλά εμένα μ' αρέσει να βλέπω τον κόσμο να περνάει κι ας μη μιλήσουμε. Εξάλλου, η γειτονιά αυτή δίνει ψωμί στον κόσμο, περνάνε άπειροι ξεναγοί κάθε μέρα.
• Λένε ότι μόλις νοικιάστηκε το πρώτο Airbnb στα Αναφιώτικα και ότι είναι καταστροφή, αλλά δεν τα ξέρω αυτά. Ο καθένας κάνει τις μπίζνες του, δεν μπορώ να επέμβω σε αυτά τα πράγματα, ας επέμβει το κράτος. Άμα σε ενοχλεί κάτι, διαμαρτυρήσου. Παράπονα υπάρχουν πολλά, κυρίως για την αδιαφορία του δήμου. Καίγονται οι λάμπες και αναγκάζεσαι να βρεις τον τύπο τους και να τις αλλάξεις μόνος σου, ο δήμος λέει «δεν υπάρχουν λάμπες».
Αυτά είναι χοντρά λάθη του κράτους, δεν έρχονται καν να δουν τον χώρο, εμείς εδώ ό,τι μπορούμε κάνουμε, τον αγαπάμε τον χώρο και τον φροντίζουμε, τον σεβόμαστε. Σκουπίζω κάθε μέρα για να είναι καθαρά, γιατί μου αρέσει η καθαριότητα. Δεν μας κοιτάει όμως κανείς, πρέπει να κάνουμε συνέχεια παράπονα για να περάσει ένας υπεύθυνος. Πληρώνουμε, είμαστε φορολογούμενοι πολίτες και δεν μας κοιτάει κανείς.
• Τα σπίτια που είναι άδεια ανήκουν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και τα έχει κάνει αποθήκες. Ευτυχώς που μας προστατεύει η UNESCO λόγω του νησιώτικου χρώματος, γιατί παλιότερα κινδύνευαν από την απαλλοτρίωση – σήμερα κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη. Το κράτος θα μπορούσε να φτιάξει αυτά που είναι ετοιμόρροπα, γιατί δεν είναι δυνατό να πουληθούν. Παλιότερα δεν μπορούσαμε ούτε να ασπρίσουμε και να τα συντηρήσουμε, τώρα δεν μιλάνε. Βέβαια, δεν μπορείς να κάνεις παρέμβαση.
Στα σπίτια που είναι άδεια βρίσκουμε ενέσεις, προφυλακτικά, γιατί δεν δίνει άδεια το κράτος να φτιαχτούν. Πριν από λίγο καιρό έφτιαχναν το σπίτι απέναντί μου και τους σταμάτησαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Παίρνω τη σκούπα και το φαράσι και πάω εκεί όπου στέκονταν και λέω «μένω δίπλα, μήπως θέλετε κάτι;». Ήξερα ότι αυτοί στους οποίους μιλούσα ήταν της Αρχαιολογικής. «Της αρχαιολογίας είστε; Γιατί δεν αφήνετε να φτιάξουν το σπίτι; Με βλέπετε ότι είμαι με τη σκούπα και το φαράσι και μαζεύω προφυλακτικά; Δεν σας αρέσει να είναι καθαρά και φροντισμένα, προτιμάτε να μπαίνουν περιθωριακά άτομα στο σπίτι;»
Ο αρχιτέκτονας που ήταν εκεί έρχεται μετά και μου λέει: «Το ξέρεις ότι μας έκανες δουλειά; Δεν μας ξαναενόχλησαν!». Τους άφησαν κι έφτιαξαν το σπίτι και τώρα είναι μια χαρά. Ήταν καλύτερα να είναι ερείπιο και να κινδυνεύει και η δική μου ζωή;
• Όποιος περπατήσει στους δρόμους των Αναφιώτικων νομίζει ότι είναι σε ένα νησί χωρίς θάλασσα. Περνάει ο άλλος και αναπολεί, «τι ωραία» λέει και τον πιάνει ο ρομαντισμός. Αν περάσεις το βράδυ, σούρουπο, ακόμα και μαλωμένος να είσαι με την κοπέλα σου, η συνείδησή σου θα σε κάνει να την πιάσεις και να τη φιλήσεις. Γιατί σου γεννάει τέτοιο συναίσθημα ο χώρος.
• Παρόλο που φαίνεται μακριά από τα μαγαζιά, δεν είναι, το έχουμε συνηθίσει. Είναι φοβερό πράγμα η συνήθεια. Και δύσκολα να περνάει κάποιος, όταν είναι συνηθισμένος σε κάτι, το ξεπερνάει. Με ρωτάνε συχνά «πώς ανεβαίνεις μέχρι εκεί;». Εγώ πάω στη Βαρβάκειο και ψωνίζω, ανάβω ένα τσιγάρο και φτάνω κάτω μέχρι να τελειώσει.
• Η τελευταία μόδα είναι οι φωτογραφίες ζευγαριών που έχουν μόλις παντρευτεί. Εκεί που πήγαιναν στη Σαντορίνη, έρχονται εδώ για να φωτογραφηθούν νύφες και γαμπροί. Έρχονται Γιαπωνέζοι και βγάζουν φωτογραφίες στα στενά και στα λουλούδια και υποκρίνονται ότι ντε και καλά είναι σε κάποιο νησί. Βλέπει ο άλλος το σκηνικό και το πιστεύει...
σχόλια