Δύο ζακυνθινές φίλες
Η φωτογράφος Αγγελίνα Βάλβη εγκατέλειψε την Αθήνα πριν από μερικά χρόνια για να εγκατασταθεί στο νησί απ' όπου κατάγεται.
Η ραδιοφωνική παραγωγός Τίνα Σούλη (Dana Semitecolo) ζει μόνιμα στη Ζάκυνθο.
Αγγελίνα Βάλβη, Τίνα Σούλη.
"Η μέρα φεύγει, το Kefalonian έρχεται. €5.60 το εισητήριο στην κοινοπραξία."
[Αγγελική Βάλβη. 21.12.2013]
"Περνάω απ'το μαγαζί μιας αγαπημένης Ζακυνθινοπούλας. Όμορφη, με καστανά μάτια τεράστια, της πάει το μπλε το ουρανί, μα την ερωτεύτηκα πραγματικά όταν την είδα να φορά μια φορά κάτι σαν τσεμπέρι στο κεφάλι - πώς το δένουν αυτό μερικές και τους πάει με ξεπερνά. Ένυγουέη. Πετυχαίνω τη μαμά της και μιλάμε και είναι απολαυστικό. "Της έλεγα" μου λέει, "να σπουδάσει, γιατι εγώ δε σπούδασα. Της έλεγα να μη γυρίσει στο νησί, αλλ'αυτή γύρισε. Όπως της έλεγα, όταν ερωτευτεί, να πέσει στα πατώματα". Δε νοιώθω καλά από το μεσημέρι. Πήγα βούτηξα στη θάλασσα, τίποτα. Σφουγγάρισα, κοίταζα το πάτωμα - ανοιχτόχρωμος γρανίτης, αδιανόητο παίδεμα. Σέρνομαι από το απόγευμα και θα κοιμηθώ κάπως ήσυχη διότι απλά νησί και έρωτες στο κεφάλι μου είναι άλλες ήπειροι. Αλλά από εκείνη την ώρα σκέφτομαι πως ωραία θα ήταν να το ξήλωνα."
[Αγγελίνα Βάλβη. 04.08.2015]
"Αφ'ότου ήρθα στο νησί τον Αύγουστο του '12, τα καλοκαίρια, αφού ψηθώ και κουραστώ, πάω κολύμπι αργά το ηλιοβασίλεμα, μέρα παρά μέρα, αναλόγως. Ανήκω σε μια μειοψηφία που της λείπει η μελανίνη και ενώ η ζέστη αντέχεται χωρίς αρκουδίσια - δεν πά 'να καίνε τα τσιμέντα κι ας στάζει ο ιδρώτας νερό - ο ήλιος είναι σκατά φίλος. Μέχρι μισαωράκι αντέχω, ίσα να παράγω λίγη D και φευγω να κρυφτώ, εντελώς αντικοινωνική φυσικά. Τις τελευταίες μέρες πηγαίνω βραδυνό, σήμερα μεταμεσονύχτιο. Έχω να δω τόσο κόσμο στη θάλασσα, που εδώ στο Νότιο Ιόνιο φτάνει τριάντα βαθμούς τώρα που μιλάμε, ξερωγώ, καμιά δεκαετία. Σκεφτόμουν - τί να σκεφτώ δηλαδή, που ανοίγεις τα μάτια κάτω απ'το νερό μία η ώρα το βράδυ και βλέπεις τη σκιά σου, και τ'ανοίγεις έξω κλάσματα μετά και πέφτουν αστέρια ρε φίλε, κι είναι η νύχτα ολόφωτη. Τί να σκεφτώ. Όχι πες. Τί. Βλέπω τις παρέες Ζακυνθινών φεγγαροφωτισμένες ν'αναφωνούνε "Α, πράμα" - να, αυτό ας πούμε, είναι από τις αγαπημένες μου ζακυνθινές ατάκες. Είναι από τις φορές σε όλη μου τη διαμονή/διαδρομή εδώ που νιώθω να ανταμοίβομαι χειροπιαστά, που θέλω να πιάσω το σκατόνησο και να το εξαφανίσω στις αγκαλιές. Έχω επί ώρες ένα κρυσταλλωμένο χαμόγελο (το ίδιο κρυσταλλωμένο με αυτό του χειμερινού μπάνιου, μα εκείνο κρατάει λιγότερο, σφίγγεται μετά), σαν να βρήκα τον προορισμό της ζωής μου. Ας είναι. Έτσι θα τον πάω τον Αύγουστο φέτος, νύχτες και νερά. Πράμα. Πράμα. Καλά, ήμουν και σε αποστολή να μάθω Ζακυνθινά και δε τα πάω άσχημα, μη με ξεσυνερίζεστε. Είμαι απλώς ένα ταλαιπωρημένο πρώην κορίτσι της πόλης."
[Αγγελίνα Βάλβη. 02.08.2015]
"Right, the ones who know me a bit better know I've long wanted to do a photo research thing on this island, my father, roots etc etc. Today I found out for the first time in, well, 33 yrs, father's b-day was indeed this very day, if my sources are correct. Why he never celebrated, why I never found out before, there's still lots of why's I doubt I will ever answer. Erm, photo: not instagram obviously, and i dunno who took it. I'm guessing a girlfriend, who I should be thankful to for having this considerably early-years shot. (Seems to me he's intentionally ignoring the photographer, looking elsewhere/ showing off his side profile? And some part of me can't help thinking, If I had the opportunity to shoot him, this whole game would be over in 2 secs :)) So, birth-date mystery solved, quite something."
[Αγγελική Βάλβη. 17.12.2012]
"Πολύ πρόσφατα ξεκίνησα να ταξιδεύω χωρίς φωτογραφική. Δεν αντέχω ούτε το βάρος πια, ούτε έχει νόημα να εκφραστώ φωτογραφικά εκτός ελάχιστων στιγμών, για να είμαι ειλικρινής. Προχθές ωστόσο, ερχόμενη στο νησί πάλι, την πήρα μαζί και να, κάπως έτσι μας βλέπετε μπαίνοντας στο λιμάνι. Είμαστε προσωρινά στο Τζάντε το λοιπό για όσους μας αγαπάνε κ´ απολαμβάνουμε το φθινόπωρο και εδώ όσο μας κρατήσει, αν και ως έννοια περισσότερο. Η φωτό δεν έχει κάτι άξιο λόγου, έχει όμως ολίγη από αυτή την Περσεφόνεια αύρα, που αν δεν την είχε, δε θα'τανε φθινόπωρο και δη το δικό μου φετινό φθινόπωρο. Στον ορίζοντα φαίνεται η Τέρρα, φάτσα-κάρτα, σαν κοιμισμένο ζώο. Η κοιμισμένη πόλη-λόφος. Ο λόφος-έμβλημα, που αναγνωρισμένος ως τέτοιος σπουδαίος φυσικά, βουλιάζει ήσυχα στις υγρασίες αιώνων. Η βαθύτερη επιθυμία μου εξυπακούεται, είναι να μή βλέπω και να μήν ακούω θάλασσες πιά, ρίζες σε μετάκινούμενο νησί αποκλείεται να βγάλω, γι'αυτό βέβαια πάλι με τα καράβια θα τρέχω. Δεν υπάρχει θεός. Το ξέραμε, θα μου πείτε."
[Αγγελίνα Βάλβη. 11.10.2014]
Όνειρο, η έξοδος τσι Αγορές! (Το έγλεπα το όνειρο το έγλεπα το θάμα!)
της Dana Semitecolo
Άκου να σε χαρώ ένα όνειρο που έγλεπα εψές!
Εκαθόμουνα λέει και θάμαζα τη μπελέτσα μου σε έναν καθρέφτη και σ' ένα καιρό ακούω φασαρία όξω στη μπασία. Κοζάρω από το παρεθύρι και γλέπω το σέμπρο μας μ' έναν βαστάζο που έφερνε νοβιτά. "Ετοιμαστείτε, θα βγουμε όξω, τσι Αγορές!", έλεε.
Κάνω έτσι, ανοίγω το παρεθύρι, τσι ρωτάω: "Ορέ βεραμέντε θα βγουμε ή μπαρτζολετάρεις;" "Μα τ' Άγιο Λείψανο, ναίσκε Κυρά μου! Όρντινα του Πρεβεδούρου να ετοιμαστούμε ούλοι μας!", μου λέει εκειός, ο βαστάζος και πως να μην τον αφιδευτώ, με τέτοιο όρκο; Να χαρείς!
Φωνάζω τση Πηγής, τση δούλας μου, τση δίνω και ρεγάλο να τσι πάει για τη νοβιτά, βεραμέντε, δελέγκου και μετά ευτούνοι, πάνε καλιά τσους κι η Πηγούλα που τον αγάπαε τον βαστάζο τσι φώναζε: "Μπαμπάκια η ρούγα σας!".
Έρχεται απάνου η Πηγή, τηνε βάνω με πλένει, με σενιάρει, φωνάζει και τον Άντζουλο να ετοιμάσει τη λεντίκα μου, να βγω κι εγώ στον Πλατύφορο για τσι αγορές.
Σ' ένα καιρό, ξεκινάμε με τσι λεντίκες και από τα άλλα αρχοντικά το γύρω και επηγαίναμε στο Φόρο. Κάνω έτσι να σιάξω τα βελέσια μου, να 'μαι σεστάδα, τι να ειδώ; Ξεκουρβουλωμάρα! Δεν εφόρια παπούτσια, εφόρια κάτι κλαρόνια τρούπια! Κόβω ένα σάρτο όξω από τη λεντικά και μπαίνω σε μία καντουνάδα αλλά δεν ημπόρια να τρέξω με τα κλαρόνια!
Και να 'ναι, τσι παραθύρες κόσμος και να γελάει μ' εμένανε που έτρεχα μήτε μουρλή να πάω στο αρχοντικό μου και να με κογιονάρουνε! Από ένα δίπατο μου 'ρθε και καθικιά μες στα μούτρα κι από ένα άλλο, μου κάμανε το βελέσι μουσκίδια, με μπροκολόζουμο. Κι όλο εγελάγανε με το κάζο μου!
Φτάνω με τα πολλά στο αρχοντικό να βρω την Πηγή να τηνε τσουρομαδήσω που μ' άφηκε και βγήκα όξω με τα κλαρόνια τσης. Πουθενά η βουρλισμένη, εκρυβότουνα! Τηνε βρίσκω στο κατώι, κρυμμένη, πάω να τση δώκω χαρμπετία, "Μη με βαρείς Κυρά μου, να χαρείς ό,τι αγαπάς!", μου λέει το έρμο θυληκό και τηνε λυπήθηκα γιατί είμαι και πονετικιά κι ευτούνη κομμάτι σενσάδα, ο διάσκαντζος!
Έδωκα τόπο τση οργής μου και πισωπλάτησα να πάω στην κάμαρά μου κι εκείνη τη στιγμή, ακούω την Πηγούλα με ατζάρντο: "Κυρά μου, ήθελες άστε ντουε να βγεις τσι αγορές και δεν εγνοιάστηκες αν είσαι ποδεμένη μήτε αν είναι η νοβιτά βέρα ή σε κογιονάρουνε ο σέμπρος και ο βαστάζος..." Κι έδε κει εκατάλαβα την πάρτε που μου εκάμανε, σέμπρος, βαστάζος και μην το γελάς, ακόμα κι εκειός ο ίδιος ο Πρεβεδούρος!
"Α μόντε!" εφώναξα και ξύπνησα από το σκόρσο! Κι όποιος νογάει και είναι γκιούστος, τονε παρακαλώ να μου το εξηγήσει τ' όνειρο! Γιατί, μεγάλη σύγχηση έλαβα και με ζώνουνε τα φίδια μην πα' και μου βγει!
[από katrougiali.blogspot.gr]