Απροστάτευτη αθωότητα
Ταινία του Ντούσαν Μακαβέγιεφ (1968)
"Η ταινία ολοκληρώθηκε στις 3 Ιουνίου 1968. Την ίδια μέρα, τριάντα κτίρια καταλήφθηκαν στο Βελιγράδι από τριάντα χιλιάδες φοιτητές. Όλα όσα με είχαν απασχολήσει κατά τη διάρκεια του μοντάζ [...] είχαν ενσαρκωθεί στη ζωή, γίνονταν πραγματικότητα. Πριν από την τσεχική άνοιξη, τον γαλλικό Μάη ή τον Ιούνιο στη Γιουγκοσλαβία, ασφυκτιούσαμε από αδυναμία σε έναν κόσμο όπου η τεχνολογία καταλάμβανε όλο και περισσότερο χώρο. Ζούσαμε σε μια ξένη χώρα, σε μια χώρα που δεν ανήκε σε κανέναν, όπου βασίλευε ένας αόρατος τρόμος. Ονειρευόμασταν ένα νέο μέρος για να ζήσουμε. Ο Μάης και ο Ιούνης μας έδειξαν ότι είμαστε στο σπίτι μας εκεί που ζούμε, ότι οι χώρες μας ανήκουν σε εμάς". [...]
"Τι με χωρίζει από τον Aleksić; Τίποτα. Ο Aleksić είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος, ένα είδος εθνικού μνημείου, όπως ο στρατηγός ντε Γκωλ..'Η ο στρατάρχης Τίτο. Όχι, αν θέλετε, η μόνη ειρωνεία που υπάρχει είναι [...] ειρωνεία χωρίς απόσταση, [...] ειρωνεία με αγάπη [...]. Όσο για τα χρώματα, δεν υπάρχει καμία σαρκαστική πρόθεση από μένα. Είναι για να κάνω την ταινία πιο όμορφη, απλά για διακοσμητικούς λόγους. Μην ξεχνάτε τον υπότιτλο της ταινίας: "Μια παλιά καλή ταινία που βρέθηκε, διακοσμήθηκε εκ νέου και σχολιάστηκε από τον Dušan Makavejev".
Ντούσαν Μακαβέγιεφ (Cahiers du cinéma)
Olivier Rossignot
Culturopoing - 18.12.2023
Γυρισμένη το 1968, μεταξύ των ταινιών Μία ερωτική υπόθεση και Τα μυστήρια του οργανισμού, η Απροστάτευτη αθωότητα κατέχει μια μάλλον ιδιαίτερη θέση στη φιλμογραφία του Ντούσαν Μακαβέγιεφ: είναι η ταινία στην οποία αρχίζει να προσεγγίζει την πιο πειραματική της μορφή, η οποία σχετίζεται με το κολάζ, με ένα είδος μοντάζ που φαίνεται να ευνοεί τον αυτοσχεδιασμό και να ακολουθεί τη σειρά των ιδεών όπως αυτές έρχονται, αυθόρμητα. Στη συνέντευξή του στον Michel Ciment το 1968, εξέφρασε με σαφήνεια αυτή την "απουσία ιδεών" που προηγήθηκε της δημιουργίας της ταινίας, για την οποία έβαλε αγγελία σε ένα "πολύ αισθηματικό περιοδικό, του τύπου boulevard" και σε ένα "εβδομαδιαίο περιοδικό για ηλικιωμένους και εφήβους", αναζητώντας άτομα "με εξαιρετικά σωματικά και ηθικά προσόντα". Έπεσε πάνω σε μερικά εξωφρενικά πλάσματα, όπως ένας άντρας που μπορούσε να ράψει το δέρμα του ή ένας άλλος που μπορούσε να γράφει και με τα δύο χέρια του ταυτόχρονα. Αλλά καθοριστική αποδείχτηκε η συνάντησή του με τον Dragoljub Aleksić, έναν διάσημο ακροβάτη που είχε σημαδέψει την παιδική ηλικία του Μακαβέγιεφ, και που του παρείχε το ίδιο το θέμα της ταινίας του. Ο Aleksić του έδειξε μια ταινία που είχε γυρίσει 25 χρόνια νωρίτερα, εν μέσω του πολέμου, από την οποία όμως δεν είχε απομείνει κανένα ίχνος, ούτε και στην ταινιοθήκη. Όπως η εικόνα μέσα στην εικόνα, έτσι και η ταινία μέσα στην ταινία θα βρεθεί στο επίκεντρο μιας συναρπαστικής δημιουργικής κατασκευής.
Ο Makavejev θα πάρει σαν αφετηρία αυτό το χαμένο έργο και τη μοίρα του ακροβάτη για έναν ποιητικό και πολιτικό προβληματισμό γύρω από τον κινηματογράφο και τη θέση του καλλιτέχνη στην Ιστορία. Η ταινία Απροστάτευτη αθωότητα υιοθετεί τον τίτλο της ταινίας του 1942 και συνυφαίνει εικόνες από την ταινία και αρχειακό υλικό από την εποχή εκείνη, δημιουργώντας έναν ενιαίο κινηματογραφικό χρόνο που τα συγκεντρώνει όλα μαζί σαν ένα ονειρεμένο παρόν, μια περίεργη μη γραμμική χρονολογία όπου οι διαφορετικές περίοδοι επικαλύπτονται. Για να τονίσει την αίσθηση του ιλίγγου, η αρχική ταινία συνδύαζε μια μυθοπλαστική πλοκή με ντοκιμαντερίστικα στοιχεία. Ο Dragoljub Aleksić κινηματογραφούσε τον εαυτό του ως ακροβάτη. Αυτό που μπορεί να φαίνεται ως ένα παράξενα ετερογενές σύνολο, κινείται προς μια ενότητα που καταργεί τα φράγματα του χρόνου. Παραδόξως, η ρήξη δημιουργεί γραμμικότητα. Είναι ακόμη πιο όμορφο να σκεφτεί κανείς ότι το σενάριο δεν υπήρχε πριν, αλλά επιβλήθηκε στην αίθουσα του μοντάζ.
"Θα μπορούσα να κάνω ακόμα και τους νεκρούς να υποδεικνύουν στους ζωντανούς τι να κάνουν. Είναι μια μαγική πτυχή της ταινίας, ειδικά όταν ξέρεις ότι οι χαρακτήρες είναι αληθινοί (...) Προσπάθησα να δημιουργήσω έναν διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να ακούσω προσεκτικά το υλικό".
Αλλά αυτό που κάνει ο σκηνοθέτης πίσω από όλη αυτή την κατασκευή είναι, πάνω απ' όλα, να υμνεί τον καλλιτέχνη, τον διαφορετικό άνθρωπο - στον οποίο ταιριάζει εν τέλει απολύτως η διευκρίνηση "με εξαιρετικά σωματικά και ηθικά προσόντα" - τον εκκεντρικό, το πλάσμα, τον περιθωριακό που, τελικά, είναι ο μόνος ικανός να ρίξει φως σε μια περίοδο σκοταδισμού. Είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι ο Μακαβέγιεφ εντάσσεται εμμέσως ο ίδιος σε μία συνέχεια, ακολουθώντας εκείνους που δεν τα παρατάνε ποτέ (πόσο μάλλον όταν βρισκόμαστε στο 1968). Η αφελής πλοκή του 1942 στην Απροστάτευτη αθωότητα χρησιμεύει αριστουργηματικά στην ενσωμάτωση της μίας ταινίας μέσα στην άλλη, μέσα από την ιστορία ενός ερωτευμένου ακροβάτη - σαν alter ego του Aleksić - που καταδιώκεται, κατατρέχεται, μισείται, αλλά τελικά νικά στην αγκαλιά της αγαπημένης του - η ίδια σαν εκπρόσωπος του σκηνοθέτη. Εν μέσω πολέμου, αυτός ο ειλικρινής και υπεράνθρωπος ήρωας υμνούσε τα ιδανικά του έρωτα, την επίτευξη επικίνδυνων εκκεντρικών κατορθωμάτων και την ικανότητα να τεντώνεις ένα σκοινί από το ένα κτίριο στο άλλο. Ο Μακαβέγιεφ μιλάει θαυμάσια για την ποίηση του κινηματογράφου που έρχεται σε βοήθεια του Κακού, ακόμη περισσότερο όταν συνδυάζει τις περιπέτειες του ακροβάτη με αρχειακό υλικό από ερείπια και ανθρώπους σε καιρό πολέμου. Ο σκηνοθέτης μιλάει επομένως για επιβίωση, και για επιβίωση του κινηματογράφου ακόμη, όταν ξεθάβει ένα έργο που έχει εξαφανιστεί και φημολογείται ότι έχει χαθεί. Ας το πάμε παραπέρα: πριν συναντήσει τον Dragoljub Aleksić, η Απροστάτευτη αθωότητα δεν υπήρχε. Ο τίτλος δεν είναι ούτε αυτός αδιάφορος, καθώς ορίζει τελικά πολύ καλά την αθωότητα της ίδιας της Τέχνης, μια πρωτόγονη αθωότητα ως το απόλυτο καταφύγιο, η οποία, όπως κάθε αθωότητα, αντιμετωπίζει έναν θανάσιμο κίνδυνο.
Η ταινία Απροστάτευτη αθωότητα δεν μοιάζει με καμία άλλη: κινείται μεταξύ ανατροπής, ποίησης και ποπ πειραματισμού (κυρίως όταν ο σκηνοθέτης χρωματίζει παίζοντας στοιχεία από την αρχική ταινία ή όταν σχεδιάζει μοτίβα χαλιών και προσθέτει ζουμερά χείλη...) Ο Μακαβέγιεφ διασκεδάζει πολύ και το σινεμά του είναι κατ' εικόνα του, πάντα παιχνιδιάρικο. Καθώς οι χαρακτήρες αναλογίζονται το παρελθόν τους, ο ένας ως σχοινοβάτης, οι άλλοι ως ηθοποιοί, ο καθένας θυμάται την εμπειρία του ("είχα κερδίσει τον διαγωνισμό για τα πιο όμορφα πόδια", εκμυστηρεύεται μια από τις ηθοποιούς 30 χρόνια αργότερα) και μετράει τον χρόνο που πέρασε, τον χρόνο που μας αφήνει πλέον να παρατηρούμε το γερασμένο του σώμα. Με την Απροστάτευτη αθωότητα, ο κινηματογράφος εμφανίζεται περισσότερο από ποτέ ως πολιτικό και μεταφυσικό όπλο, όπλο κατά της καταπίεσης, όπλο κατά του θανάτου, όπλο κατά της λήθης.
Ντούσαν Μακαβέγιεφ, Απροστάτευτη αθωότητα (1968)