Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του όταν παίζει. Δεν κοιτάς αλλού. Δεν χαζεύει το βλέμμα σου. Σχεδόν δεν προσέχεις τους άλλους ηθοποιούς. Αναμένεις, σαν ερωτευμένος. Περιμένεις πότε θα μιλήσει ξανά, πότε θα έρθει η ώρα του μονολόγου του, παρατηρείς τις μικρές ταχυδακτυλουργικές κινήσεις των χεριών του, τον ιδιαίτερο και κάπως σερνάμενο τονισμό των λέξεων.
Ο Πάνος Παπαδόπουλος είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους και ιδιοσυγκρασιακούς ηθοποιούς της γενιάς του, και φέτος κλείνει δέκα χρόνια πορείας. Μιας πορείας τυχερής, η οποία ήδη από τον δεύτερό του χρόνο εκτός σχολής, με την παράσταση «Το έξυπνο πουλί», τον έβαλε δυναμικά στην κούρσα. Λένα Κιτσοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Παπαγεωργίου, Δημήτρης Καραντζάς, Άρης Μπινιάρης, Γιάννης Κακλέας: μέσα σε μόλις 10 χρόνια έχει καταφέρει να συνεργαστεί με μερικά από τα πιο λαμπρά ονόματα του ελληνικού θεάτρου.
Ένας νευρικός κόσμος, με άγχος και τεράστια ανάγκη για αγάπη, αυτός είναι ο κόσμος του Πάνου Παπαδόπουλου, ο οποίος μέσα από τα στραβοπατήματά του −τα οποία, όπως λέει, κυνηγά γιατί αυτά κρύβουν τη μεγαλύτερη αλήθεια− βουτά από το παράθυρο κατευθείαν προς τη μεγάλη τέχνη.
Τον συναντώ στο σπίτι του στους Αμπελόκηπους, το οποίο είναι περίπου όπως το φαντάζεστε, σαν σκηνικό της αγαπημένης και τα τελευταία χρόνια περίπου σταθερής του συνεργάτιδας, Λένας Κιτσοπούλου. Είναι περιτριγυρισμένος από τα αντικείμενα ενός κλασικού ελληνικού σπιτιού, το οποίο ένα νέο μάτι −το δικό του− αργά και μεθοδικά ξαναφτιάχνει με τα δικά του υλικά. Η βαριά ξύλινη τραπεζαρία του παππού του συναντά τις φιγούρες της Disney που συνέλεγε εμμονικά τα τελευταία χρόνια. Καθόμαστε στο σαλόνι και ξεκινά να μου μιλά για τον ήλιο. Παρότι όποιος τον έχει δει στη σκηνή θα περίμενε πως θα ζει σε ένα σπίτι σκοτεινό, με τις κουρτίνες πάντα κλειστές, εκείνος είναι σχεδόν συντετριμμένος που η συννεφιά της ημέρας μάς στερεί τον μεσημεριανό ήλιο. Κάθεται δίπλα μου κι όταν του το αναφέρω, μου λέει: «Τις μέρες που ξυπνάω και πρέπει να ανάψω το φως παθαίνω μεγάλη στεναχώρια. Είναι πολύ διαφορετικό να πίνεις τον καφέ σου σε ένα σκοτεινό μέρος και να τον πίνεις και να βλέπεις μια πιθανότητα ελπίδας έξω».
Όταν τον ρωτάω τι είναι αυτό που κάνει κάποια νέα παιδιά, σαν εκείνον, να στρέψουν το βλέμμα τους προς την υποκριτική, μου απαντά: «Έλλειμμα... Νομίζω είναι καθαρά κάποιο έλλειμμα, είμαστε ελλειμματικές προσωπικότητες». Ο ισχυρότερος λόγος που εντοπίζει εκείνος πίσω από την επιλογή του αυτή είναι μια πολύ ισχυρή ανάγκη για αποδοχή και αγάπη. Παρά τη μάσκα μισανθρωπισμού που τυλίγει πολλούς από τους ήρωές του, το χιούμορ τους δεν λέει παρά «πρόσεξέ με, αγάπησέ με».
«Θέλω πολύ τη συντροφιά, άμα περάσει ένα βράδυ και μείνω μέσα, παθαίνω κάτι, νομίζω ότι κάπου απέτυχα. Είμαστε κοινωνικά όντα, τι να τον κάνει ο άνθρωπος κατάμονος τον εαυτό του;». Αυτή την ικανοποίηση τού φέρνει και το θέατρο. «Δεν είναι μουσική, δεν είναι ποδοσφαιρικός αγώνας που μπορείς να τον δεις και από το σπίτι σου ή να τον ακούσεις. Για να κάνουμε θέατρο προαπαιτείται η κοινή παρουσία όλων, είναι ένα από τα ελάχιστα πράγματα που μας έχουν μείνει. Είναι αυτό που λέει τόσο τέλεια ο Ρίτσος, αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σαν να μην το έχω...». Γι’ αυτό τελικά επικοινωνεί τόσο με το έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό», στο οποίο πρωταγωνιστεί αυτές τις ημέρες, σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Ήταν μάλιστα ένα αγαπημένο του έργο από τη σχολή, και ήλπιζε πως κάποια στιγμή θα του δινόταν η ευκαιρία να το συναντήσει, αλλιώς, όπως μου λέει, θα την έφτιαχνε ο ίδιος.
«Ήταν πολύ συγκινητικό που ήρθε ο Θωμάς και μου το πρότεινε. Και ειδικά τον ρόλο του Βλαδίμηρου. Συνειδητοποιώ πως είναι τελικά ένα έργο περισσότερο για τη συντροφικότητα παρά για τη μοναξιά, γιατί αυτοί οι δύο χαρακτήρες, σε πείσμα των όσων διαδραματίζονται, επιμένουν να είναι μαζί. Με συγκινεί πάρα πολύ να παίζω πρόσωπα που έχουν την ακλόνητη πίστη ότι η ζωή τους αύριο πρόκειται να αλλάξει, ότι πρόκειται να συμβεί κάτι πολύ σημαντικό, ενώ εμείς ως θεατές γνωρίζουμε εξαρχής ότι το όνειρο αυτό είναι απραγματοποίητο. Ο Θωμάς μού είχε πει κάτι πολύ ωραίο με αφορμή αυτούς τους δύο ήρωες, ότι στην πραγματικότητα στις ανθρώπινες σχέσεις σε ενθουσιάζει στην αρχή ο άλλος, αλλά έπειτα είναι δική σου δουλειά να συντηρείς τη φλόγα για να μη σβήσει. Και αυτοί βρίσκουν πάντα τους τρόπους, όπως λέει ο Εστραγκόν στον Βλαδίμηρο, για να υπάρχουν. “Δεν τα καταφέρνουμε και άσχημα, όλο και βρίσκουμε κάτι για να νομίζουμε ότι υπάρχουμε”, λένε».
Ένας νευρικός κόσμος, με άγχος και τεράστια ανάγκη για αγάπη, αυτός είναι ο κόσμος του Πάνου Παπαδόπουλου, ο οποίος μέσα από τα στραβοπατήματά του −τα οποία, όπως λέει, κυνηγά γιατί αυτά κρύβουν τη μεγαλύτερη αλήθεια− βουτά από το παράθυρο κατευθείαν προς τη μεγάλη τέχνη. Παρότι μοιάζει να θεωρείται χάρισμα για έναν ηθοποιό το να μεταμορφώνεται ολοκληρωτικά από τον ένα ρόλο στον άλλο, εκείνος, του λέω, πιστεύω πως έχει μια συνέπεια στο παίξιμό του. Όπως μου εξηγεί, δεν νομίζει ότι γίνεται ποτέ κανείς κάποιος άλλος πάνω στη σκηνή, παρά μάλλον ακόμη περισσότερο ο εαυτός του, «γιατί πράγματα που φοβάσαι να ανακαλύψεις, τα βρίσκεις τελικά παίζοντας, κρυμμένα πίσω από έναν ρόλο. Μου φαίνεται ότι εμείς με τον εαυτό μας ανεβαίνουμε πάνω στη σκηνή, και πιστεύω σε προσωπικότητες αρκετά διαμορφωμένες, που γνωρίζουμε δηλαδή καλά τον εαυτό μας, ούτως ώστε να μπορούμε να σηκώσουμε στους ώμους μας το βάρος του εκάστοτε ρόλου».
Με ρωτάει πώς μου φάνηκε η ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ «Αγαπούσε τα λουλούδια περισσότερο», στην οποία πρωταγωνιστεί −δεν έχει καταφέρει ακόμη να τη δει− και η οποία έχει διαγράψει μια αξιοζήλευτη πορεία σε μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ, ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της Tribeca. Ο ίδιος δεν περίμενε ποτέ πως θα τον σκεφτόταν κάποιος για μια ταινία sci-fi. Του εκμυστηρεύομαι πως η ταινία ήταν οπτικά αδιανόητη, ο Βεσλεμές έχτισε ένα πανέμορφο κινηματογραφικό σύμπαν το οποίο τελικά απογειωνόταν μέσα από το λαμπερό και ανάλαφρο παίξιμο του Πάνου και των συμπρωταγωνιστών του.
Βρίσκει πως ζούμε σε μια εποχή στην οποία, ειδικά μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και το Instagram −στο οποίο δεν βρίσκεται−, υπάρχει μια υπερπροσφορά των ανθρώπων δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με αυτά που μπορούν να δώσουν πίσω. «Υπερπροσφερόμαστε, με μεγάλη λαχτάρα. Λέμε: Δες με. Αγάπα με. Έλα κοντά μου. Αλλά όταν κάποιος έρθει, αποσυρόμαστε. Διανύουμε νομίζω συνολικά μια εποχή απίστευτης απαισιοδοξίας, αλλά σκέφτομαι καμιά φορά και παρηγοριέμαι ότι αυτό θα μας οδηγήσει σε μια υπεραισιοδοξία, διότι, νομίζω η Δημουλά το είχε πει αυτό, τη μεγαλύτερη κατανάλωση της ελπίδας την κάνει ο απαισιόδοξος. Οπότε πιστεύω ειλικρινά ότι όλη αυτή η σκοτεινιά που περνάμε μοιραία θα μας οδηγήσει προς το φως. Είναι ακριβώς αυτό που συνέβαινε στους ήρωες στον “Γκοντό” και στη “Δεσποινίδα Μαργαρίτα”, είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν μια ακλόνητη πίστη ότι αύριο πρόκειται να συμβεί κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή τους». Ο Πάνος Παπαδόπουλος πιστεύει πως δεν είμαστε φτιαγμένοι για να παραμένουμε στο σκοτάδι, αλλά ότι όπως χτίζουμε όλο και πιο ψηλά σπίτια, έτσι θέλουμε να πηγαίνουμε όλο και πιο κοντά στο φως. Κι όσο μου τα λέει αυτά φαντάζομαι τον ήλιο σαν αράχνη να πλέκει τα πρωινά τις αισιόδοξες κορδέλες του πάνω στα έπιπλα του σπιτιού του.
Κλείνοντας μια ακόμη πολύ παραγωγική χρονιά, ο Πάνος στρέφει τώρα το ενδιαφέρον του στην ολοκλήρωση της πρώτης του σκηνοθετικής απόπειρας για τον κινηματογράφο, μιας κωμικής και ανάλαφρης ταινίας με τίτλο «Η αγάπη το βάζει στα πόδια». Ένα DIY, no-budget ταινιάκι, «μια κωμωδία, εκεί όπου ο Στάθης Ψάλτης συναντά τον Woody Allen», όπως το περιγράφει ο ίδιος, η οποία πράγματι καταφέρνει να σε κάνει να γελάσεις. Ταυτόχρονα σκηνοθετεί μαζί με τον Γιώργο Κατσή, με τον οποίο ξεκίνησαν μαζί στο Εθνικό, την παράσταση «Αντικείμενα», βασισμένη στην ιστορία των αδελφών Παπέν, δύο υπηρετριών στο Λε Μαν της Γαλλίας του 1933, που κατακρεούργησαν την εργοδότριά τους και την κόρη της, η οποία θα ανέβει τον Ιανουάριο στο θέατρο Ροές, δίνοντας του την ευκαιρία να επιστρέψει εκεί μαζί με τον Γιάννη Αποσκίτη, στη σταθερή του αγάπη, τους χαρακτήρες που διασχίζουν τη ζωή τους με την αστείρευτη δύναμη που τους δίνει η ελπίδα πως κάτι πρόκειται να συμβεί.
Βγαίνοντας από το σπίτι του, το όποιο φως της ημέρας έχει χαθεί, βρέχει και απέναντι από την πόρτα του ο παιδικός σταθμός είναι στολισμένος για τα Χριστούγεννα. Περπατώντας κάτω από γιορτινά λαμπάκια, με τα βρεγμένα φώτα του δρόμου να αντανακλώνται στο οδόστρωμα, κοιτάω την άδεια του γειτονιά που φέρνει σε κάτι από ταινία horror και σκέφτομαι: «Να που τελικά δεν ήταν και τόσο ξένος στο παράδοξο σύμπαν του Βεσλεμέ ο Πάνος Παπαδόπουλος».
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» εδώ