TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Οδός Γερανίου


Οδός Γερανίου

Για τον Ηλία, τον θείο μου, που δούλεψε για λίγο λινοτύπης, στο μεσοδιάστημα των φυλακών και της εξορίας.

 

Οδός Γερανίου Facebook Twitter
Οδός Γερανίου. © Σπύρος Στάβερης

 

Ίσως είναι απαραίτητο εδώ να πούμε λίγα λόγια για το κτίριο. Το τυπογραφείο, που βρίσκεται στο σημείο όπου η rue de Beaulieu καταλήγει στην place du Mûrier, είχε εγκατασταθεί σε αυτό το σπίτι προς το τέλος της βασιλείας του Λουδοβίκου 14ου. 'Ετσι, οι χώροι ήταν διαμορφωμένοι από πολύ καιρό για τη λειτουργία αυτής της βιοτεχνίας. Το ισόγειο αποτελούνταν από ένα τεράστιο δωμάτιο που φωτιζόταν από το δρόμο με ένα παλιό τζαμωτό και ένα μεγάλο πλαίσιο που έβλεπε σε μια εσωτερική αυλή. Μπορούσες να φτάσεις στο γραφείο του αρχιμάστορα από ένα πλατύ πέρασμα. Αλλά στην επαρχία, οι τυπογραφικές εργασίες αποτελούν πάντα αντικείμενο τόσο  ζωηρής περιέργειας, που οι πελάτες προτιμούσαν να εισέρχονται από μια γυάλινη πόρτα στην πρόσοψη του καταστήματος, έστω κι αν έπρεπε να κατέβουν μερικά σκαλιά, καθώς το πάτωμα του εργαστηρίου βρισκόταν κάτω από το επίπεδο του πεζοδρομίου. 'Εκθαμβοι, οι περίεργοι δεν πτοούνταν από τα εμπόδια που συναντούσαν καθώς διάβαιναν τους διαδρόμους του εργαστηρίου.

Honoré de Balzac, Illusions perdues (1837 -1843)
 

***


Απόσπασμα από την περιγραφή σε "μπαλζακικό" ύφος της γειτονιάς των τυπογραφείων στο μυθιστόρημα Δύο φορές 'Ελληνας (2001) του Μένη Κουμανταρέα:

 

Ο τόπος που γινόταν η συζήτηση ένα υπόγειο στην οδό Γερανίου, αριστερά τρίτη πάροδος της Πειραιώς, κατεβαίνοντας από Ομόνοια. Χωρίσματα από χοντρό χαρτόνι πλακέ που το τελείωμά τους ήταν τζαμωτό, απομόνωνε τους τυπογράφους από τους διορθωτές οι οποίοι κατελάμβαναν τον μικρότερο χώρο. Αυτοί οι τελευταίοι δούλευαν σε δύο μακρόστενα τραπέζια ενωμένα που σχημάτιζαν ορθή γωνία, με λάμπες σπιράλ που δίπλωναν τους λαιμούς τους συγκεντρώνοντας το φωτισμό πάνω στα κείμενα. 'Αλλα καθαρογραμμένα, μερικά χτυπημένα στη μηχανή, τα περισσότερα γραμμένα βιαστικά με το χέρι, σωστοί γρίφοι. Δημοσιογράφοι και γιατροί δεν φημίζονται για τον γραφικό τους χαρακτήρα. Ο Ευγένιος, με τον βοηθό του Κωσμά Καμπουρίδη, που έκαναν την πρωινή βάρδια, είχαν γίνει σαΐνια στο να αποκρυπτογραφούν τα ορνιθοσκαλίσματα των συντακτών, προσθέτοντας τον δικό τους δαίδαλο από διορθώσεις, τις "τζιριτζάντζουλες" όπως τις αποκαλούσε ο Ευγένιος χαϊδευτικά. Από το διπλανό χώρο, που επικοινωνούσε με μια αυτοσχέδια πόρτα που δίπλωνε σαν φυσαρμόνικα, έφτανε ο θόρυβος των λινοτυπικών μηχανών σαν ένα μικρό εργοστάσιο. Οι λινοτύπες με μια γόπα μονίμως κρεμασμένη στο στόμα, σκυμμένοι πάνω στα πληκτρολόγια μετέφεραν στο μολύβι τα κείμενα των συντακτών, άλλα σε ημίμαυρα και μαύρα, κι άλλα σε λειψίας ή ελζεβίρ, χωρίς να λείπουν και τα αττικά. Ο κύλινδρος που τα μελάνωνε περνούσε πάνω από το τελάρο, κι άφηνε το αποτύπωμά τους στο δημοσιογραφικό χαρτί. Οι μαρμαράδες τα έλεγχαν δίνοντάς τα στη διπλανή αίθουσα για μια τελευταία διόρθωση, κι ύστερα προχωρούσαν στην εκτύπωση. 'Ενα αδιάκοπο βουητό καθόριζε τη ροή της εργασίας περνώντας μέσα από τα έμπειρα μελανωμένα χέρια τους. Κι αυτός ο θόρυβος μεγάλωνε όταν το ταχυπιεστήριο έπαιρνε μπρος, πράγμα που σήμαινε ότι είχε δρομολογηθεί πια ο ρυθμός της εκτύπωσης.  [...]
 

Οδός Γερανίου Facebook Twitter
Οδός Γερανίου. © Σπύρος Στάβερης


Η Γερανίου ξέχειλη. Φορτηγάκια σταθμευμένα με τις μηχανές τους αναμμένες να γρυλίζουν. Χαμάληδες σκυφτοί από το βάρος του χαρτιού να κουβαλάνε ντάνες πάνω στην πλάτη. Πλανόδιοι με καρότσια. Μικροκουβαλητές. Υπόγεια απ' όπου το αντιμόνιο αναβλύζει πνιγηρό. Ο Ευγένιος Ζαφειρίδης παραμερίζει τα εμπόδιο, στρίβει αριστερά, αμέσως έπειτα δεξιά και βγαίνει στην Πειραιώς. Με μέτωπο την Ομόνοια ανηφορίζει με βήμα που προσπαθεί να φανεί σταθερό μα που η ανάσα του δεν φτάνει. Με πρόφαση να διαβάσει τους τίτλους στις αθλητικές, κοντοστέκεται στα περίπτερα κι έπειτα ξαναπαίρνει την ανηφόρα. 'Εξω από την Πολυκλινική, γωνία Σωκράτους και Πειραιώς, αργοπορεί λίγο. Εδώ έχει φίλο τον πνευμονολόγο Μενέλαο Αναστασιάδη που τον κουράρει τα τελευταία χρόνια. Αποφρακτική πνευμονοπάθεια, έτσι λέγεται η πάθησή του, πάθηση καθόλου σπανια για όσους δουλεύουν σε τυπογραφεία. "Αν δεν το κόψεις το ρημάδι το τσιγάρο, Ευγένιε", έχει στ' αυτιά του τη φωνή του επιστήμονα, "δεν προβλέπω καλά τέλη". Και ποιος ξέρει τι τέλη έχουν οι ζωές... πεισμώνει. [...]

Οι δρόμοι στην Αθήνα σκοτεινοί. Οι άνθρωποι    στα σπίτια τους ετοιμάζονται γι' άλλη μία Πρωτοχρονιά. Ούτε χριστουγεννιάτικα δέντρα,οτύτε αναμμένα κεριά. 'Εχουν πάθει τόσα και τόσα που δεν το πολυπιστεύουν ότι ανατέλλουν χρόνοι ειρηνικοί. Τυλιγμένος στο πανωφόρι του - δώρο της Μάχης μετά το στρατιωτικό του - με σηκωμένο το γιακά, ο 'Αγγελος φεύγει απ' τη Μαίζωνος, περνά Βίκτωρος Ουγκώ, διασχίζει τη Βάθης, μπαίνει Μενάνδρου, περνά την Αγίου Κωνσταντίνου, φτάνει Πειραιώς, κι από κει Γερανίου. Τι να σου κάνει το πανωφοράκι, από τα πολλά μπαλώματα έφεξε, το κρύο μπαίνει απ' όλες τις μπάντες. Κατεβαίνει τα σκαλιά του τυπογραφείου με την ψυχή στο στόμα, στο τσίγκινο τασάκι - το ίδιο που χρησιμοποιούσε ο Ευγένιος - καίει ακοίμητο το τσιγάρο του Κοσμά. Βρίσκονται όλοι εκεί στο φουλ της δουλειάς. 'Ενας ολόκληρος κόσμος που διψά για πληροφόρηση. Χωρίς νέα η δημοσιογραφία φυτοζωεί. Χωρίς νεότερα πεθαίνει.

"Ψόφος!" τα δόντια του 'Αγγελου χτυπάνε ακόμα. "'Εχεις ώρα εδώ; 'Αργησα λίγο."

Ας όψεται η Μαιρούλα.

Ο Κοσμάς σηκώνει τα μάτια του που κολυμπάνε στη χαρτούρα.

"'Ελα μπράβο να ξεμπερδεύουμε, όπως πάει θα μας βρει ο καινούργιος χρόνος θαμμένους εδώ."

Ο λόγος που δουλεύουνε νύχτα είναι για να προλάβουν το αυριανό φύλλο, το τελευταίο της χρονιάς, που κυκλοφορεί με διπλές σελίδες και τον απολογισμό όχι μόνο του χρόνου που πέρασε αλλά και όλης της δεκαετίας. Μια ιδέα της διευθύνσεως που υλοποίησε η σύνταξη και που τώρα οι διορθωτές καλούνται να βάλουν μια τάξη στο χάος, προτού περάσει στα χέρια των τυπογράφων.

Ο 'Αγγελος κρεμά στον καλόγερο το πανωφόρι του, δεν βγάζει ακόμα το σακάκι του. Ο Κοσμάς σβήνει το τσιγάρο του και φτύνει κομματάκια από καπνό που έμειναν κολλημένα στα δόντια του.

"Δεν έγιναν και λίγα", σχολιάζει, "αν η δεκαετία του '40 είχε πόλεμο και συμμοριτοπόλεμο, τούτη εδώ έχει απ' όλα".

Ο 'Αγγελος περικυκλωμένος από χαρτιά, διαβάζει, ξεχωρίζει, διορθώνει.

"Κυριακή 2 Μαρτίου 1952: εξεδώθη η απόφασις δια την κομμουνιστική κατασκοπεία. Εις θάνατον δις: Μπελογιάννης και Ηλ. Αργυριάδης. Εις θάνατον άπαξ..." και ακολουθούν τα ονόματα των υπολοίπων.

Μένης Κουμανταρέας, Δύο φορές 'Ελληνας, Κέδρος, 27η έκδοση, 2001


Οδός Γερανίου Facebook Twitter
Οδός Γερανίου. © Σπύρος Στάβερης

Αλμανάκ

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ