Ηλεκτρισμένη 25η Μαρτίου στην Κεφαλονιά του 1850
Η εθνική πανήγυρις και η Κυβέρνησις
Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
Εφημερίς πολιτική και φιλολογική - εν Κεφαλληνίαι
Παρασκευή 30 Μαρτίου 1850
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων
*
‘Οσον υψηλή, μεγάλη, θεία, πλήρης λαμπρών αναμνήσεων και λαμπροτέρου προορισμού, είναι η 25 Μαρτίου δια την Ελληνική φυλήν, τόσο μάλλον φοβερά, τρομακτική, αποφράς και πλήρης απαισίων σκέψεων και απαισιωτέρου μέλλοντος, είναι δια τους εχθρούς του έθνους και του Θεού – όσον γενικωτέρα και θεοπρεπεστέρα εγίνετο προπαρασκευή κατά το ενεστώς έτος δια την ουράνιον και εθνικήν αυτήν πανήγυριν, τόσον περισσότερον στυγερωτέα και καταχθιονωτέρα ετεκταίνετο κατά του Ελληνισμού η επιβουλή εν κρυπτώ και εν παραβύστω υπό της μηχανορράφου Προστασίας και των ενταύθα ανδραπόδων της Ρωμιάνων και Σπαρτζίνων. […]
Το άλλοτε Δημοτικό Κατάστημα και σήμερον ιδιωτικόν οίκημα, έγινε πρώτον βορρά της λύσσης και της απελπισίας των – Αι αναμνήσεις του, φαίνεται, είναι ακόμη ζωηραί και καταβασανίζουν αεννάως την φαντασίαν των – Τα υλικά ερείπιά του πρωσοποποιουμένα παρουσιάζονται κατά πάσαν στιγμήν ενώπιόν των, πικραίνουν τας ηδονάς των και ταράττουν τον ύπνον των, ως αι θυσιασθείσαι αθώαι ψυχαί παρουσιάζονται φοβεραί, απειλητικαί και αιμοσταγείς ενώπιον των δολοφόνων των. Ο άδικος φονεύς φοβούμενος μήπως και μετά την σφαγήν εγερθή το θύμα του και εκδικηθή δια την μεγάλην ανομίαν και την ανήκουστον ανωσιουργίαν, τρέμει νυχθημερόν, ωχριά, ταράσσεται και τυραννείται από διηνεκείς σπασμοδίας – Η φαντασία του είναι όλη άδης και σκοτοδίνη – Το βλέμμα του άγριον και δαιμονιώδες – Το βάδισμά του αβέβαιον και αμφιρρεπές – σταματά προς στιγμήν, οπισθοδρομεί, στρέφεται αριστερώθεν, προχωρεί δεξιώθεν, αλλ΄ επί τέλους αναισθητών, σκληρομένος και γινόμενος άλλος εξ άλλου πίπτει και λυσσά ως και επ’ αυτών των αψύχων όντων νομίζων να σβέση το άγριον πάθος του και να εξαλείψη ως και τα ίχνη του φόβου και της κακουργίας του. Τοιαύτα τρομακτικά φαινόμενα και τοιαύτην φρικώδη εικόνα προσέφερεν η διαγωγή της Κυβερνήσεως και του δημίου της Σπαρτζίνη απέναντι της οικίας του άλλοτε Δημοτικού Καταστήματος μετά την ανακάλυψιν των εθνοκτόνων σχεδίων των.
Ενώ η οικία αύτη επροπαρασκευάζετο να πανηγυρίση την εθνοσωτήριον ημέραν με λαμπράς φωταψίας – ενώ εδαφνοστόλιζε και εκοσμούσεν εσωτερικώς τα τείχη της με εθνικάς εικόνας, αίφνις περιστοιχείται περί την μεσημβρίαν του Σαββάτου από Σπαρτζινικούς και Αστυνομικούς χωροφύλακας, ως από Τούρκους, Βανδάλους και Ούνους, οίτινες παραβιάζοντες το ιερότερον άσυλον της ιδιωτικής οικίας, εισέρχονται βιαίως εις αυτήν – εξόνουν δια της ισχύος και σχεδόν δια της λόγχης όλους τους παρευρισκομένους – εμποδίζουν τας περαιτέρω προετοιμασίας – καταλαμβάνουν τας εθνικάς εικόνας, τα έπιπλα και την οικοσκευήν όλην – και ιστάμενοι δύο εξ αυτών επί της θύρας ως κέρβεροι γρουνίζοντες και τρίζοντες τους οδόντας, εμπόδιζον την είσοδον εις άπαντας τους εισερχομένους. Εις μάτην διεμαρτύροντο οι κύριοι της οικίας κατά της ανήκουστου ληστρικής πράξεως! Εις μάτην απήτουν λόγον από την τουρκόφυλον γενεάν! Η σφοδροτέρα απειλή, η περιφρόνησις και το σαρδονικόν μειδίαμα ήτον η μόνη απάντησις. Εξ αυτής της στιγμής αποβάλλουσα πλέον το προσωπείον η κυβερνητική σπείρα, ήρχησε να εξηγή όλην της την δραστηριότητα, να τίθεται εις δυσεξήγητον, αλλά γελοίαν κίνησιν, να ετοιμάζη τους αγγλικούς στρατώνας, να θέτη εις πολεμικήν γραμμήν τα δίκροτα και τα ατμόπλοια, να προπαρασευάζη τα κανόνια, να διανέμη φουσέκια, και να οπλίζεται μετά μαχαιρών και ξύλων. Ούτε οι Ιουδαίοι όταν ετοιμάζοντο να συλλάβουν τον Ιησούν, ούτε οι Δαίμονες όταν ήκουον τας πύλας των συντριβομένας, επαρίστανον τόσον χλαλοήν, τόσην κίνησιν, τόσον κρότον, τόσην απελπισίαν και τόσην σκοτοδίνην. ‘Ελεγες ότι ήτον η τελευταία ώρα κατά την οποίαν την έσπρωχνεν ο Δαίμων του ολέθρου εις τον κρημνόν και το βάραθρον της απολείας.
Με τοιαύτα καταπληκτικά και σκανδαλώδη προηγούμενα παρήρχετο η παραμονή της λαμπράς πανηγύρεως. Ανέτειλε τέλος φαιδρά, τερψικάρδιος και γαληνιαία η 25 Μαρτίου· αλλ’ ο ουρανός της ήτο νεφελώδης και η ατμοσφαίρα της ομιχλώδης. Παρίστανεν εξ αυτής της ανατολής της την αντίθεσιν των οποίων έμελλε να παραγάγη φαινομένων – Προεμήνυεν εξ ενός την εθνικήν, την θρησκευτικήν, την ήσυχον, την αθώαν και την ουράνιον χαράν, ήτις ώφειλε να πληρώση τας αγνάς και Ελληνικάς του λαού καρδίας, και εξ’ ετέρου το σκοτεινόν, το ομιχλώδες, το ξενικόν, το κακούργον και ταραχώδες της Κυβερνήσεως. Αι από πρωίας ενάντιαι προπαρασκευαί αμφοτέρων των μερών, του λαού δηλ . και της Κυβερνήσεως εξέφραζον πιστά την αντίθεσιν των διαφόρων αυτών διαλογισμών και αισθημάτων. Ευθυμία, ενθουσιασμός, γενναιοφροσύνη, ευταξία και καρτερία εχαρακτήριζον όλας τας εκφράσεις και επιδείξεις του λαού – θυμία, απελπισία, βαρβαρότης, μισελληνισμός, αταξία και φιλοτουρκισμός εχαρακτήριζον όλα τα κινήματα της Κυβερνήσεως.
‘Απας ο λαός και επί της θαλάσσης και επί της ξηράς αμίλλετο πως κάλλιον να εκφράση τον ιερόν και εθνικόν ενθουσιασμόν του – άπασα η κυβερνητική σπείρα αμίλλετο πως κάλλιον να υπηρετήση τους στυγερούς τού ξένου σκοπούς και να δείξη την δουλοφροσύνην της εις τον δουλοφρονέστερον Σπαρτζίνην. Οι άξιοι και από αγνόν πατριωτισμόν ναυταί μας, ητοιμάζοντο να ανυψώσωσι την εθνικήν σημαίαν και να την χαιρετήσωσι με κανονοβολισμούς – η δε Κυβέρνησις επί ποινή προστίμου και απειλή καταδιωγμού, διέταττε την ανύψωσιν μόνης της Αγγλοενετικής και εμπόδιζε πάσαν επίδειξιν κανονοβολισμών· και ο ‘Ελληνας πρόξενος, ο κομψός ούτος μάγειρος του γυναικείου φύλου, επαναλαμβάνων την ηχώ των κυβερνητικών διαταγών, και παραβαίνων τα καθήκοντά του απηγόρευσε πάσαν επίδειξιν εις δύο πλοία ηγκυροβολημένα εις τον λιμένα μας.
Οι πλείστοι των φιλογενεστάτων εμπόρων μας, η τάξις εκ των θυσιών ή του εγωισμού της οποίας εξαρτάται κατά μέγα μέρος η μέλλουσα τύχη μας, και οι πλήρεις εθνικών αισθημάτων τεχνήται, η σταθερά και η απέναντι τοσούτων εχθρικών προσβολών ατρόμητος αυτή φάλαγξ, εδαφνοστόλιζον τα καταστήματα και τα εργαστήριά των, εκοσμούσαν αυτά με τας εικόνας των ενδόξων του έθνους ηρώων, και προητοίμαζον τα πάντα δια λαμπράν περί το εσπέρας φωταψίαν – η δε Κυβέρνησις γινομένη και από αυτούς τους ληστάς ληστρικοτέρα, και από βανδάλους βανδαλικωτέρα και από τούρκους τουρκικωτέρα, απέλυσε τους χωροφύλακάς της, αυτά τα ανθρωπόμορφα θηρία, οίτινες διατρέχοντες ως μαινόμενοι την πόλιν, εντεύθεν ήρπαζον βιαίως εθνικάς σημαίας, εδώθεν εσύντριβον ωραίας εικόνας, εκεί απέσπον και καταπατούσαν τας ανθοδέσμας, εδώ έθετον βέβηλον χείρα επί του στήθους των τεχνητών και εξέσχιζον τα σημαιοφόρα φύλλα της δάφνης, αλλαχού εξύβριζον ως η μισόχριστος της ημισελήνου γενεά και εθνισμόν, και θρησκείαν, και πατρίδα, και Θεόν, και αγίους· εις άλλο μέρος εξεγύμνωναν τας λόγχας και απειλούσαν την σφαγήν και την ερήμωσιν.
Η άνηβος, αλλά διάπυρος από τον θείον του εθνισμού έρωτα νεολαία, η ισάγγελος και απ’ αυτήν την αθωότητα αθωοτέρα αύτη ομάς, εκ του στόματος της οποίας κατήρτηται ο αγνότερος και ειλικρινέστερος εθνικός ύμνος, προπαρασκεύασε με πολλήν καλλονήν και ευκοσμίαν επί τούτου οίκημα δια λαμπράν φωταψίαν. – Η δε Κυβέρνησις απεκδυόμενη πάσαν αιδώ, και κατασκοτισμένη από την μέθην της μανίας της, απεκατέστη ενταύθα και του ευήθους ευηθεστέρα, και του μωρού μωροτέρα. Ο ίδιος Αστυνόμος περί το εσπέρας εκχέον σιέλους από του στόματός του, διέταξε τους δορυφόρους του να εξώσουν τους νέους, να σβέσουν τα φώτα και να σφαλίσουν το οίκημα. Τα παιδία διαμαρτυρούμενα κατά της αλγερινικής αυτής βίας και κράζοντα Ζήτω η ‘Ενωσις – Κάτω η προστασία, εξήρχοντο και απεχαιρετούσαν τον Αστυνόμον με το γιούχα και με σφυριγμούς.