κάποιος από τους Ρουμάνους έπαιζε από συνήθεια το ίδιο κομμάτι
και μεταμόρφωνε πάλι τους δήμους της Αμερικάνικης Πρεσβείας
τους μεταμόρφωνε πάλι σε χάδι./λένα πλάτωνος
M' έπιασε τρεμούλα με την τελετή ορκομωσίας του νέου μας πλανητάρχη. Όλα μύριζαν ράβδους χρυσού και κονκισταδόρες κρυμμένους σε ατσαλάκωτα κοστούμια και υψηλή ραπτική. Από την εποχή του Κροίσου τα είχα τα πρώτα πεπτικά με το ευγενές μέταλλο - μέχρι βέρα στο δεξί το θεωρούσα ασφαλές, αν κι εκεί θα προτιμούσα τίποτε φο χωρίς επιπτώσεις. Το χρυσάφι ας το έχουν στα μαλλάκια τους οι ξανθιές αγαπημένες Παναγιές και τα δειλινά όταν ο ήλιος πάει να κοιμηθεί στη θάλασσα (σκέφτηκα από μέσα μου). Ξύπνησε κι η Τσέχα Σέλμα της Μπιόρκ στο ''Χορεύοντας στο σκοτάδι'' που μετρούσε τα εκατόν επτά βήματα μέχρι το σχοινί. Ξύπνησαν και οι στίχοι της Πλάτωνος με τους δήμιους της Αμερικάνικης πρεσβείας, ξύπνησε γενικώς ο κοιμισμένος μου Ευρωπαϊκός διαφωτισμός που τον είχα με βαλεριάνες εσχάτως.
Κι επειδή ο φόβος τρώει τα σωθικά, αλλά και φυλάει τα έρημα κατέβασα και την ''Αμερική'' του φίλου μου του Μποντριγιάρ, μήπως και μου πάρει το πάνω πάνω τρέμουλο και ξεχαστώ. Και στάθηκα εκεί που μιλάει για τη Νέα Υόρκη. «Τα προσωπεία που προσέδιδαν τα γηρατειά και ο θάνατος στους αρχαϊκούς πολιτισμούς, εδώ οι νέοι τα έχουν στα είκοσι, στα δώδεκα. Είναι όμως όπως η πόλη. Την ομορφιά που οι πολιτείες δεν έπαιρναν παρά με το πέρασμα των αιώνων, αυτή την απέκτησε μέσα σε πενήντα χρόνια.» (Jean Baudrillard. Αμερική, μτφ. Ν. Χρηστάκης, Futura,2000)
Και δεν ήξερα πραγματικά αν έπρεπε να γυρίσει η ψυχή μου απ' την Κούλουρη ή ν'αρχίσω να μετράω μέχρι το εκατόν επτά.
σχόλια