Αλώνια τα σαλόνια. Ελευθεροτυπία, 1991
Η αργή σύγκλιση δυο ασυνάντητων εχθρών: της Υψηλής Τέχνης και του Λαϊκού Γούστου. Ένα παλιό κείμενο που ψηφιοποιείται πρώτη φορά.
Πήρα χθες αυτό το γράμμα:
«Έντιμε πλην όμως Ελαφρέ Κύριε, το παρακάνετε. Βγάζετε βόλτα τις ζωές της Πλαθ, του Μπαρτ, του Τσετ Μπέικερ και προσπαθείτε να μας πείσετε ότι αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ο τρόπος που μέθαγαν, ψωνίζονταν και έκαναν παρτούζες. Για τις υπερωρίες φανατικής αγαμίας μπροστά στις λευκές σελίδες ούτε λέξη. Τι ωφελεί να κλείνετε το μάτι στο lifestyle συγγραφέων και μουσικών;
Νομίζετε ότι όποιος το μιμείται γίνεται και αυτός δημιουργός; Ή, με το να δείχνετε πόσο απροσπέλαστοι (ή αξιοθρήνητοι) είναι, ενισχύετε το δικό σας τρεμάμενο sense of balance. Η μετάφραση του Δάντη και του Μιχαήλ Αγγέλου για την οποία κόπτεσθε, χρειάζεται το λιώσιμο κάποιων παντελονιών κάτω από στενάζοντες, εργαζόμενους κώλους και όχι banana split και κόκες στις παραλίες.
Με υποψιασμένη συμπάθεια,
Κ. Μεσ.
Νέο Ψυχικό Αττικής
Απάντηση:
Αγαπητέ,
Νιώθω λίγο σαν τον MC Νεκτάριο, αλλά πρέπει να σ’ απαντήσω, γιατί αυτό το γράμμα το ’χω στείλει πολλές φορές στον εαυτό μου.
Καταρχήν έχεις δίκιο. Ωστόσο, την Πλαθ και τον Μικελάντζελο τους έχω αγαπήσει πρωτίστως για την ποίησή τους (και μάλιστα πριν γίνω δήμοσιογράφος). Τώρα ασχολούμαι με τα ανέκδοτα της ζωής τους, γιατί το βρίσκω καλό για μια εφημερίδα. Τα γεγονότα, το αίσθημα και το έργο τους — με τον καιρό έγιναν ένα.
Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος: Μ’ αρέσει η ποίηση, αλλά μ’ αρέσει και η μαζική κουλτούρα (από Μαντόνα μέχρι Arrested Development). Μ’ αρέσει ο τρόπος που παίρνει στα σοβαρά τις απλοϊκές ιδέες κι εκδημοκρατίζει τη φαντασίωση.
Μέσα μου έχει γίνει μια αργή σύγκλιση αυτών που στο 19ο αιώνα ήταν ασυνάντητοι εχθροί: της Υψηλής Τέχνης και του Λαϊκού Γούστου. Οι χωριάτες ανέβηκαν (κι ακούνε Μότσαρτ στο παλάτι), οι αριστοκράτες κατέβηκαν (κι ακούνε charts στην πλατεία).
Ώρες ώρες μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω τη Χαμηλωμένη Aesthetica απ’ την Υψωμένη Vulgaria! Με αποτέλεσμα να σπουδαρχιδίζω για προϊόντα φτηνά και να κουτσομπολεύω για δημιουργήματα λεπτά.
Αυτή τη διάχυση των συνόρων του γούστου μπορεί να τη δεις παντού — όχι μόνο σε μένα. Όπως έγραφε τις προάλλες η Guardian: «Τίποτα δεν είναι πια τόσο υψηλό για να σταθεί υπεράνω της εκλαΐκευσης».
Συμπληρώνω: Και τίποτα δεν είναι πια τόσο λαϊκό για να μην το ζαχαρώσουν οι μεταμοντέρνοι αισθητές: Ο Σαίξπηρ γίνεται διαφημιστική ατάκα, ο Μπετόβεν διάλειμμα στο baseball, ο Βαν Γκογκ promoter μπίρας — και αντιστρόφως: η ακαδημαϊκός Camille Paglia υμνεί τη Μαντόνα, η Μπάλτσα τραγουδάει ρεμπέτικα και η διαφήμιση αποκτάει μουσείο.
Συμφωνώ ότι αυτό το νευρικό, υστερόβουλο αγκάλιασμα Αισθητικής και Χυδαιότητας θα βλάψει την αισθητική (η χυδαιότητα τι έχει να φοβάται;) Στην ουσία, αυτό το αγκάλιασμα είναι ο θρίαμβος του όχλου, ο εκδημοκρατισμός του γούστου μέσω της πολτοποίησής του.
Αλλά προτιμώ να έχω (δημοσιογραφική) επαφή με αυτό που είναι ο κόσμος μας σήμερα — παρά να ζω σ’ ένα αριστοκρατικό κελί «φανατικής αγαμίας».
Δεν υπάρχει αμφιβολία, βέβαια, ότι ο κόσμος προχωράει απ’ τους αγάμητους. Τους πείσμονες, τα αγύριστα μυαλά. Όσους συνομιλούν με το αόρατο, το ξεχασμένο, το φαινομενικά νεκρό. Προχωράει από τους αριστοκράτες και τους έγκλειστους.
Αλλά εγώ, αγαπητέ, δεν μπορώ να ’μαι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μου φτάνει να ’μαι ένας δημοσιογράφος «έντιμος πλην όμως ελαφρός».
Την ώρα που μιλάμε το σακίδιό μου για το νησί. Και μακάρι στις παραλίες με τους Incognito στο Walkman (για κόκες ας μη μιλήσω) να μπορούσα να διάβαζα καλομεταφρασμένα μερικά σονέτα του Μικελάντζελο.
Ελευθεροτυπία, 1991, Στήλη «Επιλογές».
Με ελαφρό έντιτνγκ.