Αθήνα διαμαντόπετρα
Στα πέριξ του ΟΣΕ. Φωτογραφίες: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO
ΤΑ ΞΕΡΩ ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΕΡΗ. Εδώ είναι το σπίτι μιας θείας μου, οδός Ακομινάτου.... Το 1981, έμενα στη φοιτητική εστία της Πατησίων και ερχόμουν περπατητά― Πατησίων, Βερανζέρου. Ανέκαθεν, όσο θυμάμαι, ερχόντουσαν εδώ όσοι δεν χώραγαν αλλού. Στη Βερναζέρου υπήρχαν δύο μπορντέλα, είναι έρημα σήμερα, μια από τις φωτογραφίες είναι στην κλειστή είσοδο του ενός. Στην Ακομινάτου και πέριξ υπήρχαν από τότε μπαρ με γυναίκες― ένα στην είσοδο της θείας μου, ήξεραν τα παιδιά της, τα χαιρετούσαν όταν γύριζαν από το σχολείο με το μικρό τους όνομα.
Ήμουνα πάντα συμφιλιωμένος με την πορνεία (σεξεργασία την λένε σήμερα, αύριο κάπως αλλιώς), αν και πάντα μου δημιουργούσε ένα σφίξιμο. Ξέρω από ξινά και δεν κρίνω τα γούστα, αλλά ανθρώπους που πουλιούνται δεν αγόρασα ποτέ. Μού άρεσε λοιπόν εκείνη η ελευθεριότητα της Ομόνοιας, η αίσθηση ότι χώραγαν όλα, ότι όλοι στο βυθό της λαγνείας γινόμαστε ένα, αργά τη νύχτα, οι ισχυροί τιτρώσκονται και ταπεινώνονται οι αλαζόνες και τα απλά της ποιήσεως παιδιά με τις κορμάρες παίρνουν πίσω τα κλεμένα που τούς άρπαξε η διάχυτη αδικία. Για ένα παιδί που ψάχνεται, δειλό από την επαρχία, αυτά όλα στα πέριξ της Ομόνοιας και του Μεταξουργείου, ήταν ένα θέατρο της ωμότητας― ναι, θέατρο, αφού στην αυγή του λόγου υπάρχει η σάρκα· η πρώτη ποίηση γράφτηκε πριν τη γραφή με τα υγρά της συνουσίας.
Αλλά τα τελευταία χρόνια, οι συνουσίες φύγανε κι ήρθανε οι ουσίες ― ένας περιοδεύων θίασος, πότε στην Κλαυθμώνος, πότε δίπλα στο Μουσείο, πότε πάνω στην πλατεία, στη Ξούθου, σήμερα εδώ, αύριο κάπου πιο κρυμμένα. Ποτέ άλλοτε σ' αυτή την ένταση ούτε σ΄αυτή την εγκατάλειψη.
Κανείς δεν ξέρει πια το όνομα κανενός. Κουρέλια όλοι, κυριολεκτικά κάνουν προσκέφαλό τους τα σκουπίδια. Συνήθισα να βλέπω τους ανθρώπους να εκμηδενίζονται ― συνήθισε κι η κοινωνία. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις υπάρχει κάπου μια τέτοια περιοχή, σκουπίδι κάτω απ΄το χαλάκι, κανείς δεν νοιάζεται πραγματικά, αφού το θέλουν, άσ΄τους.
Δεν είναι πια και της μόδας να μιλάς γι' αυτά. Αλλά και να μίλαγες... Είναι όλα τόσο άρρωστα, όχι μόνο στην παραγωγή αλλά και στην πρόσληψη των media. Άθλιοι πολλοί δημοσιογράφοι, άθλιοι και πολλοί αναγνώστες τους. Οι υποκριτές της πολιτικής ορθότητας (που αγκομαχάνε στα σόσιαλ επιδεικνύοντας μια λουφαδόρικη «ενσυναίσθηση») θα σε ελέγξουν αν φαίνεται στις φωτογραφίες το πρόσωπό των εθισμένων ή αν τους αποκαλείς ορθά «τζάνκις» ή κάτι άλλο, αλλά επί της ουσίας, στα παλιά τους τα παπούτσια το γεγονός ότι 24 ώρες το 24ωρο, τα πρόσωπα αυτά λιώνουν εδώ, φλογισμένα για μια δόση, ζητιανεύοντας, πεθαίνοντας κυριολεκτικά στο πεζοδρόμιο, ξεγραμμένα από όλους: συγγενείς, κράτος, φίλους.
Στα ίδια μπαρ τρώμε και πίνουμε, εμείς οι υπόλοιποι, ευαίσθητοι κι αναίσθητοι, ακτιβιστές των ΜΚΟ και διεφθαρμένοι δημοσιογράφοι, τα ίδια μπάτζετ αρμέγουμε, το ίδιο εικονίδιο του publish πατάμε, και το μόνο που παίζεται στη συνείδηση όσων ποδοκυλιούνται στη σχιζοφρενική χοάνη του fb, είναι αν θα κάνουν like ή θα κράξουν― αραχτοί ούτως ή άλλως, μοιραίοι και άβουλοι τελικά.
Κι εγώ, αν δεν σκόνταφτα πάνω σε αυτά τα πρόσωπα τις μέρες που πάω στην επίσκεψή μου, ίσως δεν έδινα δεκάρα.
Η λύση όμως δεν είναι ακριβώς δουλειά δική μας, αλλά του κράτους. Ένας πολίτης, αν είναι κυνικός ή υποκριτής, μπορεί να κάνει ότι δεν βλέπει αυτή την κόλαση. Δεν μπορείς να τον πας στα δικαστήρια.
Το κράτος όμως; Έχει δικαίωμα να κάνει ότι δεν βλέπει τα πιο εξοντωμένα, τα πιο ευάλωτα παιδιά του;