Αυτό ήταν λοιπόν
Ένα ποίημα του Ώντεν, μεταφρασμένο από τον Κλείτο Κύρου σε μια παλιά Διαγώνιο
Αυτό ήταν λοιπόν.Τώρα πρέπει να ξεστολίσουμε το δέντρο
Ξαναβάζοντας τα στολίδια στα χαρτονιένια τους κουτιά-
Έσπασαν κιόλας μερικά –και να τα πάμε πάνω στη σοφίτα.
Οι πυράκανθοι και τα γκυ να ξεκρεμαστούν και να καούν
Και τα παιδιά να ετοιμαστούν για το σχολείο. Υπάρχουν αρκετά
Απομεινάρια, να ξαναζεσταθούν, για την υπόλοιπη εβδομάδα –
Όχι, που έχουμε όρεξη πολλή, έχοντας πιεί υπερβολικά,
Τα βράδια μένοντας αργά, επιχειρώντας –αποτυχημένα, εντελώς –
Ν'αγαπήσουμε όλους τους συγγενείς μας και, γενικά, έχοντας
Υπερεκτιμήσει τις δυνάμεις μας. Ακόμη μια φορά
Όπως τις προηγούμενες χρονιές είδαμε τ' Όραμα τ'αληθινό και
Τίποτε
Δεν κάναμε απ' το να το χαρούμε μόνο σαν μια ευχάριστη
Δυνατότητα, κι ακόμη μια φορά Τον αποδιώξαμε, παρακαλώντας
Ωστόσο να διατελούμε ο ανυπάκουος θεράποντάς Του,
Το γιομάτο υποσχέσεις παιδί που δεν μπορεί να κρατήσει το λόγο
Του για πολύ.
Η γιορτή των Χριστουγέννων είναι κιόλας μια ανάμνηση που σβήνει,
Κιόλας αρχίζει ο νους αόριστα να αισθάνεται
Κάποια δυσάρεστη πνοή ενδοιασμού στη σκέψη
Της Σαρακοστής και της Μεγάλης Παρασκευής που,τέλος πάντων,
Δεν μπορεί να 'ναι μακριά. Όμως επί του παρόντος,
Είμαστε όλοι εδώ, πίσω στη μέτρια Αριστοτελική πολιτεία
Του καρικώματος και του Οκτώ και Τέταρτο, όπου η γεωμετρία
του Ευκλείδη
Και η μηχανική του Νεύτωνα θα λογαριάζονται στην πείρα τη
δική μας,
Και της κουζίνας το τραπέζι υπάρχει γιατί το σφουγκαρίζω εγώ.
Θαρρείς κι είχε μαζέψει στις γιορτές. Οι δρόμοι
Είναι πολύ πιο στενοί απ' ό,τι θυμόμασταν∙ είχαμε λησμονήσει
Πως το γραφείο ήταν τόσο καταθλιπτικό. Για όσους έχουν δει
Το Νήπιο, οσοδήποτε αμυδρά, οσοδήποτε δύσπιστα,
Ο Υπαρκτός Χρόνος είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο πιο δύσκολος
χρόνος απ' όλους
Γιατί τ' αθώα παιδιά που τόσο ταραγμένα ψιθύριζαν
Έξω από την κλειδωμένη πόρτα όπου ξέραν ότι βρίσκονται τα δώρα
Μεγάλωσαν σαν άνοιξε. Αναπολώντας τώρα εκείνη τη στιγμή
Μπορούμε να καταπνίξουμε τη χαρά, όμως η ενοχή συνειδητή
παραμένει:
Στη θύμηση του στάβλου όπου για μια φορά μες στη ζωή μας
Το κάθε τι έγινε ένα Εσύ και τίποτε δεν ήταν ένα Αυτό.
Κι εκλιπαρώντας την αίσθηση αλλ'αγνοώντας την αιτία,
Κάτι να βρούμε ψάχνουμε, οτιδήποτε, που να παρεμποδίζει
Την αυτο-αντανάκλαση μας, κι αυτό το κάτι φαίνεται
Πως θα ΄ναι κάποιος πόνος δυνατός. Κι έτσι, μια κι απαντήσαμε
τον Υιό,
Κάτι μας σπρώχνει από τότε πάντοτε να προσευχόμαστε και στον
Πατέρα∙
«Οδήγησον ημάς εις πειρασμόν και εις το πονηρόν δια την σωτηρίαν ημών».
Θε να 'ρθουν, σύμφωνοι, μην ανησυχείς∙ ίσως με μια μορφή
Που δεν προσμέναμε και, σίγουρα με μια δύναμη
Πιο τρομερή απ' όσο γίνεται να φανταστούμε. Στο μεταξύ
Υπάρχουνε λογαριασμοί να εξοφληθούν, μηχανές να επισκευαστούν,
Ανώμαλα ρήματα να διαβαστούν, ο Χρόνος ο Υπαρκτός να λυτρωθεί
Απ' την ασημαντότητα. Το ευτυχισμένο πρωινό τελείωσε,
Η νύχτα της αγωνίας δεν έφτασε ακόμη∙ η ώρα είναι μεσημέρι:
Όταν το πνεύμα πρέπει να γυμνάσει της αγαλλίασης τις κλίμακες του
Ο Θεός δε θα γελάσει κανέναν, μήτε και τον κόσμο του θριάμβου του.