Δεύτερη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα
Όλες μαζί οι επιστολές θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα μικρό βιβλίο από τις Εκδόσεις της LIFO
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Πλείστα χαίρειν, Ευστάθιε.
Το Σύδνεϋ υπάρχει και κινείται γύρω μας μέσα στη βραχύχρονη αλλά δαιμονιώδη ιστορία του. Ελάχιστοι την γνωρίζουν και ελαχιστότεροι ενδιαφέρονται να σκάψουν στις αφώτιστες διαδρομές της και να ανακαλέσουν τους νεκρούς που το έφτιαξαν. Σάββατο 5 Μαρτίου του 1803, η εφημερίδα The Sydney Gazette κυκλοφόρησε το πρώτο της φύλλο τονίζοντας τη σημασία of the utility of a paper in the colony. Με τέτοιες επίκαιρες ειδήσεις κρατώ το μυαλό μου ακραιφνές και εν εγρηγόρσει στη γη των Κιμμερίων.
Εν μέσω παρόμοιων καινοφανιών, παραμένω πιστός στις αρχετυπικές τελετουργίες της πατριάς και πήγα στον άγιο Κωνσταντίνο την προηγούμενη εβδομάδα, με τους περιορισμούς της καραντίνας, για να ανάψω ένα κερί, να μνημονεύσω τους νεκρούς, μάνα, πατέρα, αδελφό, τρεις φίλους και να ψιθυρίσω εκείνη την ωραία προσευχή από τον Καζαντζάκη: Μάνα όλων των μανάδων του κόσμου και λοιπά και λοιπά, ίσως μάλιστα και κανένα ιδιόμελο από τη Νεκρώσιμη ακολουθία, το αισθαντικό μου πάθος.
Βρήκα τη θύρα κλειδωτή και δύο κυρίες από την Κυπαρισσία να την κουρταλάνε μαινόμενες, φωνάζοντας στον υπερενηκοντούτη πάτερ Νεκτάριο: Ανοίξτε την πόρτα, πάτερ… Κερί θέλουμε να ανάψουμε. Δεν θα κάνουμε φονικό… Τι στεναχώρια… Μόνο όταν ήλθε η Βουγιουκλάκη και δεν μπορέσαμε να της μιλήσαμε, είχαμε τόση στεναχώρια. Κυρία Νίτσα, επεμβαίνω κι εγώ απρόσκλητος, από τότε που πέθανε η Αλίκη, είμαστε όλοι τόσο μόνοι… Τι; έκανε με έκπληξη. Πέθανε η Αλίκη; Ναι, είναι κάποια χρόνια τώρα. Παπά, άνοιξε καλέ την πόρτα, φώναξε ολοφυρόμενη. Θέλουμε να διαβάσουμε μνημόσυνο στην Βουγιουκλάκη.
Έμεινα ενεός, κατά το κοινώς λεγόμενον. Τις ξανάδα μετά από μια εβδομάδα στην ίδια θέση φέρνοντας κόλλυβα για την ψυχή της Αλίκης. Από μικρός πήγαινα σε κηδείες για να πάρω κόλλυβα κι έτσι δεν έχασα την ευκαιρία να ταπεινωθώ στην κυρία Νίτσα ζητώντας μια φούχτα σπερνά. Όπως βλέπεις, ο ειρμός του ποταμού δεν θα διακοπεί ποτέ, ενόσω τρώμε κόλλυβα στην εκκλησία. Από την Περσεφόνη ως τη Βουγιουκλάκη οι μονόμυθοι ζουν και βασιλεύουν.
Άκουγα σήμερα το πρωί Αιμίλιου Ριάδη, Εγκώμιο στον Μωρίς Ραβέλ, έργο για πιάνο, καθώς ξύπνησα σε μια πόλη καλυμμένη από πυκνή ομίχλη. Θυμόμουνα τα βυζαντινά κείμενα που διάβαζα στο Σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής Σχολής στην Ιπποκράτους, ο Τζέτζης, αχ ο Τζέτζης, με έχει συντρίψει άχρι του νυν, χειμώνας βαθύς, έβρεχε πολύ και πάνω από την Αθήνα μαύρα σύγνεφα φωτογραφίζανε την κοσμική θλίψη που κέρδιζε έδαφος υποδόρια και καταβρόχθιζε τις γόνιμες εξάρσεις της εποχής, φέρνοντάς μας με χορευτική απαλότητα στη νεοπλατωνική φαντασίωση που κυριαρχεί σήμερα.
Διάβασα, θυμάμαι, εκατόν δέκα από τους εκατόν εξήντα πέντε τόμους της Πατρολογίας μέσα σε δύο χρόνια, μέχρι που κατανοήσα τη ματαιότητα της μάθησης και το έριξα στους έρωτες, χωρίς ωστόσο να κάμω προκοπή κι εκεί. Ματαιότης ματαιοτήτων, στα είκοσί σου μόνο ματαιοπονείς και ματαιοϊδρώνεις. Θα αφήσω όμως τα τηνικαύτα στα ου φωνητά και στα εξ απορρήτων.
Άλλες εποχές τότε, επαμφοτερίζουσες και μεταξυλογικές. Οι αντίπαλοι είχαν παρουσία και ήταν οι άνθρωποι που αγαπούσαμε και μας είχαν πλάσει την προσωπικότητα. Η γενιά μου εμφανίστηκε αμέσως μετά από την παμφάγα εκείνη του Πολυτεχνείου και πριν εκείνη του σαρκοβόρου τίποτε, ενσαρκώνοντας μια τραγική και ανεπίγνωστη μεσοβασιλεία. Διαβάζαμε τότε πώς ο Μαρξ είχε πεθάνει και ο θεός ήταν χρόνια νεκρός και πως έπρεπε να ψηφίσουμε ΠΑΣΟΚ και Ανδρέα Παπανδρέου για να τους αναστήσουμε και τους δύο. Ωραίες εποχές, γεμάτες αυταπάτες, ανελέητες. Έχεις γράψει αρκετά επ’ αυτών με την αγάπη και την περιφρόνηση που τους αρμόζει.
Οι νεορθόδοξοι έδιναν, έπαιρναν κι έπαιρναν. Ο Στέλιος Ράμφος έγραφε επικά βιβλία εναντίον της Δύσης και ο Χρήστος Γιανναράς έγραφε λυρικά βιβλία εναντίον της Δύσης, και όλοι γενικώς έγραφαν πολλά, λυρικά και επικά εναντίον των πάντων και βαττολογούσαν σε ατελείωτες συνεντεύξεις. Ο Σαββόπουλος νόμιζε ότι η πανδέγμων γαία στροβιλιζόταν γύρω από τα τραγούδια του και εμείς, αχνούδιστοι, ευφάνταστοι και ευεπίφοροι, περιμέναμε την οριστική λύση των μυστικών της ιστορίας από τα δελτία ειδήσεων της ΕΡΤ, τα λογύδρια του Κώστα Λαλιώτη και τα σήριαλ της Αλλαγής. Βαβέλ και Βαβυλωνία ταυτοχρόνως που τα νομίζαμε Εδέμ και Ηλύσια πεδία. Και μια ωραία ερινύα, η Μελίνα, κανοναρχούσε του εκλεκτού θιάσου.
Κάπου κάπου άκουγες κάποιες φωνές ενοχλητικές που χάλαγαν τη μανέστρα των οπτασιασμών, από τον Χατζιδάκι, τον Τσαρούχη, χωρίς συνέχεια όμως, χωρίς ορίζοντα. Στο μεταξύ, όσοι δεν είχαν γίνει δημόσιοι υπάλληλοι ή δεν το είχαν ρίξει στα ναρκωτικά, είχαν σχεδόν όλοι φύγει για τις τέσσερις άκρες της γης. Τί θανάσιμη ερημιά σε μια χώρα μονοσάνδαλη που αναγορευόταν σε πολιτισμική υπερδύναμη! Έτσι πολλοί σκορπίσανε στην ξενιτειά, που τελικά ήταν η πιο φιλόξενη πατρίδα, αφού σε άφηνε να είσαι ο εαυτός σου και σου ζητούσε να δώσεις αυτό που εσύ μπορούσες και ήθελες να δώσεις. Για να δώσεις όμως έπρεπε να έχεις. Ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος, ως γνωστόν, και η καρδία εκ του περισσεύματος λαλεί. Ενώ στην πατρίδα οι ελλειμματικοί έδιναν από αυτά που δεν είχαν, δηλαδή έκλεβαν από τους άλλους και με τα δανεικά κι αγύριστα, έφτιαχναν μεγαλοφάνταστα περβόλια στον αέρα.
Έτσι λοιπόν εδώ εν γη αλλοτρία, μας έμειναν οι φίλοι και η γλώσσα, κι εκείνη η άγρια σολωμική ρήση με το αδυσώπητο o altra cosa, για να θυμίζει ότι η αποστολή μας ήταν να συναιρούμε τα ανόμοια και να αποτολμούμε μεγαλεπήβολες και αναπόδεικτες υποθέσεις εργασίας, ακόμα και αν κανείς στην πατρίδα δεν είχε καιρό να τις εξετάσει ή τη διάθεση να τις πλησιάσει. Πρέπει να ελπίζεις στη μεταθανάτια ζωή για να παραμείνεις ελληνίζων στη διασπορά. Γράφουμε κι εμείς λοιπόν στα τυφλά, λίγο απ’ όλα, προσπαθώντας να είμαστε σχετικοί με τους μεν χωρίς να αποσυσχετιζόμαστε από τους δε. Είμαστε οι κατεξοχήν άνθρωποι του μεταξύ και εξ αιτίας αυτού καταλήγουμε στο περίπου: λίγο απ’ όλα και τίποτε ολόκληρο.
Ψάχνουμε συνεπώς για μιαν εύκρατον αρμονία, μια μοιραία ισορροπία, που δεν μπορείς να κρατήσεις το ίσο της πάντα και που σε πάει πίσω στον δάσκαλο, τον Αδαμάντιο Κοραή, όστις αυτός βρίσκεται συνέχεια μπροστά μου. Για τη Διασπορά, ο Κοραής είναι το αρχέτυπο, ο πραγματικός νοσταλγός μιας πολιτείας που δεν είχε ποτέ ζήσει και τολμούσε μόνο να φανταστεί περπατώντας μοναχός στα ένδοξα Παρίσια, ζώντας ένα ονειροφύσημα που το ονόμαζε Ελλάδα και νόμιζε πως θα ήταν δημοκρατία και θα βασιζόταν στην αξιοκρατία και θα φρόντιζε τους πολίτες της. Τι βέβηλος άνθρωπος κι αυτός! Δεν φτάνει που πήγε να μας χαλάσει τη γλώσσα, θέλησε να μας χαλάσει και τη διαφωρικότητα, αν το γράφω σωστά αυτό.
Θυμάμαι ωστόσο εκείνη την ανεπανάληπτη αυτοβιογραφία του, τα συμβάματα της ζωής του, όπως έλεγε, ένα είδος που ελάχιστοι διακόνησαν στη γλώσσα μας. Για να γράψει όμως κανείς για τον εαυτό του πρέπει να έχει εαυτό, να μη θεωρεί το προσωπείο ως το πρόσωπό του, να μπορεί να διαχωρίσει ανάμεσα στο ουσιώδες και το συμβεβηκός, πράγμα δύσκολο γιατί δεν υπάρχει τίποτε γλυκύτερο από την αυταπάτη, τη μαγευτική παράκρουση, το δαιμονιακό ψήλωμα του νου, που προκαλεί η φιλαυτία και η έπαρση. Το κράτος των παραισθήσεων είναι ακατανίκητο. Του παραδίδεσαι χωρίς όρους, καθώς κυριεύει τον νου και δυναστεύει τη γλώσσα σου. Στο τέλος απομένεις με ονοματοποιΐες: αι μέλισσαι ζιζίζωσι, οι τέττιγες γρυλλίζωσι, οι βάτραχοι κοάζωσι, τα ποίμνια βελάζωσι –τον κολοφώνα της ασημίας.
Αυτά σκεφτόμουν σήμερα πριν αποστείλω την οποία σου έγραψα επιστολή, όπως έλεγε και ο Αδαμάντιος, ο άσπονδος εχθρός της επιδείξεως. Θα επιστρέψω σε αυτό. Το έχεις άλλωστε διαδηλώσει: αν με ρωτήσετε τι είναι αυτό που ομορφαίνει έναν άνθρωπο, θα σας πω: τον ομορφαίνει η αποτυχία. Με καταπραΰνει η ετερορρέπειά μας. Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμί. Προσπαθώ να ρίξω γέφυρες προς την επικράτειά σου και ωστόσο εκσφενδονίζομαι πίσω στον δέκατο όγδοο αιώνα. Τί να σημαίνει άραγε αυτό;
Σκαλκώτας, Η επιστροφή του Οδυσσέα. Ακούω και αναδρομώ στην εποχή που εισήχθη το αλφάβητο στα ελληνικά, πελασγίζω και λελεγίζω, κατά το κοινώς λεγόμενον.
Τυγχάνων ομογενής και συμπολίτης,
β.
____________
♦ Oι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο Τεύχος 3 του περιοδικού Φρέαρ.
♦ Αύριο η Τρίτη Επιστολή