TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

Είμαστε οι επισκέπτες της ζωής: Η δύσθυμη «συνομιλία» της Χάνα Άρεντ με τον Τζορτζ Στάινερ

Είμαστε οι επισκέπτες της ζωής: Η δύσθυμη «συνομιλία» της Χάνα Άρεντ με τον Τζορτζ Στάινερ

Ξεφυλλίζω δυο εξαιρετικά βιβλία που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από δυο επιφανείς στοχαστές της Εβραϊκής διασποράς

 

Στη γη, όλοι φιλοξενούμενοι είμαστε: Η δύσθυμη «συνομιλία» της Χάνα Άρεντ και του Τζορτζ Στάινερ Facebook Twitter
Ατελιέ LIFO

 

Διάβασα καπάκι δυο απολαυστικά βιβλία, που ομονοούν σε κάτι που μοιάζει παραδοξολογία. Το «Ένα μακρύ Σάββατο» του Τζωρτζ Στάινερ (εκδ. Δώμα) και το «Τρεις συζητήσεις» της Χάννα Άρεντ (εκδ. Μάγμα). Δυο βιβλία συνεντεύξεων με δυο επιφανείς στοχαστές της Εβραϊκής διασποράς, μαύρα πρόβατα αμφότερα για το κράτος του Ισραήλ, που ισχυρίζονται ότι το να μην έχεις πατρίδα δεν είναι κάτι δυστυχές· αντιθέτως! Είναι μια ευλογημένη περιπλάνηση...

Σε μια εποχή βίαιων εκριζώσεων, αυτό ίσως ακούγεται σκανδαλώδες, έχει όμως αρχαίο ίχνος, όπως θα δούμε. 

Ας ακούσουμε πρώτα, τον εκπληκτικό Στάινερ (με την αστραφτερή, πλούσια, ατρόμητη γλώσσα): 


ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΛΕΝΕ πως το να είσαι ξεριζωμένος σημαίνει ότι δεν διαθέτεις εσωτερικό κέντρο βάρους, ότι δεν έχεις πραγματικό δέσιμο με τη γη και τους νεκρούς —ο αγαπημένος Μπαρρές!—, ότι δεν γνωρίζεις την οικογένεια των προγόνων σου. Σημαίνει ότι είσαι αυτό που ο Χίτλερ ονόμασε, προσβλητικά και κοροϊδευτικά, «άνθρωπος του αέρα» («Luftmensch» στα γερμανικά).

Εμένα πάλι μ' αρέσει ο άνεμος, μ’ αρέσει πάρα πολύ. Δεν με πειράζει καθόλου να είμαι Luftmensch. Μου επιτρέπει να διασχίζω τους ωκεανούς, τις ηπείρους, και ν’ ανακαλύπτω λιγάκι αυτό τον συγκλονιστικό Κόσμο μες στον οποίο ζούμε για τόσο λίγο, Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζω πολύ καλά ότι για την πλειονότητα των ανθρώπων (και είναι απολύτως δικαίωμά τους) η επιθυμία για ένα κομμάτι γης, για μια εστία, είναι ένα πάθος εξαιρετικά βαθύ. Το σέβομαι αυτό, δεν είμαι βλάκας. Αλλά συχνά υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: ο σωβινισμός, το φυλετικό μίσος, ο φόβος του Άλλου. Το ότι πενήντα και παραπάνω χρόνια μετά το Άουσβιτς εξακολουθούν να ξεσπούν φυλετικές συγκρούσεις στα Βαλκάνια, στην Αφρική·  ότι παντού επικρατεί ένας παλαβός φόβος για τον γείτονά σου που είναι από άλλη φυλή (λέξη που, ασφαλώς, δεν σημαίνει τίποτα) ή από άλλη εθνοφυλετική ομάδα, γιατί θα πέσει η αξία του σπιτιού σου... όλα αυτά είναι χυδαία πράγματα, έτσι δεν είναι; Κατανοητά μεν, αλλά πάντως χυδαία. Ο άνθρωπος είναι ζώο χωροκτητικό. Βίαιο, τρομαγμένο. Αλλά, για όνομα του Θεού, πρέπει τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να απελευθερωθούμε απ’ αυτό το πράγμα. (...)

Η εβραϊκή συνθήκη είναι εντελώς μυστηριώδης. Αναλογιστείτε πόσο προικισμένος λαός ήταν οι Έλληνες. Θεέ μου! Αναλογιστείτε τους Ρωμαίους, που διαμόρφωσαν τον κόσμο, αναλογιστείτε τους αρχαίους Αιγύπτιους, που διαμόρφωσαν τον άνθρωπο. Κι όμως! Όλοι τους εξαφανίστηκαν. Όλοι!

Το ερώτημα που θέτω λοιπόν είναι: Εμείς γιατί επιβιώσαμε; Σε τελική ανάλυση, θα μπορούσαμε να είχαμε αποδεχτεί τον χριστιανισμό, τον Μεσσία, ό,τι θέλετε. Το είχαν προβλέψει, άλλωστε, και κάποιοι Εβραίοι προφήτες. Θα μπορούσαμε να είχαμε αφομοιωθεί εδώ και πολύ καιρό. Γιατί να επιβιώσουμε; Και γιατί επιβιώσαμε μετά και από τη Σοά, το Ολοκαύτωμα; Η μόνη μου απάντηση είναι μια απάντηση τραγικά αντισιωνιστική. Ξέρω ότι το Ισραήλ είναι ένα θαύμα αναντίρρητο. Ενδέχεται τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου να υποχρεωθούν μια μέρα να βρουν εκεί —και μόνον εκεί— καταφύγιο. Το ξέρω. Προσωπικά, όμως, δεν μπορώ να το αποδεχτώ, γιατί πιστεύω ότι ο Εβραίος έχει μια αποστολή: να είναι ένας προσκυνητής της φιλοξενίας. Να είναι παντού φιλοξενούμενος και να προσπαθεί, σιγά-σιγά, όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, να κάνει τον Άνθρωπο να καταλάβει ότι σ’ αυτήν τη γη όλοι φιλοξενούμενοι είμαστε. Να διδάξει στους συμπολίτες της ζωής ότι η δύσκολη τέχνη τού να είσαι παντού στο σπίτι σου είναι απαραίτητη. Να συνεισφέρεις στην κάθε κοινότητα που σε φιλοξενεί. Κι όταν έρθει η ώρα, να ετοιμάσεις τις βαλίτσες σου και να ξαναφύγεις. (...)

― Το θέμα του εβραϊσμού, που σας κατατρύχει όλη σας τη ζωή, υπερβαίνει κατά πολύ το ζήτημα της ύπαρξης του Ισραήλ, το πώς ριζώνει ένα λαός σε ένα εθνικό κράτος, έτσι δεν είναι;

 Πρόκειται για κεφαλαιώδους σημασίας ερώτημα. Έχω μια λυσσαλέα περιφρόνηση για τους σιωνιστές του σαλονιού, που κηρύττουν τον σιωνισμό ενώ δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να πατήσουν ποτέ το πόδι τους στο Ισραήλ. Τη μόνη φορά που μου δόθηκε το τεράστιο προνόμιο να συναντήσω τον Μπεν Γκουριόν (η συνάντηση υπήρξε πολύ σύντομη), μου είπε: «Μονάχα ένα πράγμα μετράει: στείλτε μου τα παιδιά σας».

Είμαστε οι επισκέπτες της ζωής: Η δύσθυμη «συνομιλία» της Χάνα Άρεντ με τον Τζορτζ Στάινερ Facebook Twitter
Tζωρτζ Στάινερ

― Πράγμα που εσείς δεν κάνατε.

Δεν το έκανα. Κατά βάθος είμαι αντισιωνιστής. Εξηγούμαι — μολονότι, πολύ φοβάμαι, τα όσα θα πω τώρα κινδυνεύουν να γίνουν αντικείμενο άγριας παρανόησης, να ερμηνευτούν εντελώς λάθος. Για πολλές χιλιάδες χρόνια, λίγο-πολύ από την πρώτη καταστροφή του Ναού στην Ιερουσαλήμ και μετά, οι Εβραίοι δεν είχαν τα μέσα για να κακομεταχειριστούν, να βασανίσουν, να δημεύσουν την περιουσία
οποιοσδήποτε στον κόσμο. Κατά τη γνώμη μου, αυτή είναι η ανώτερη αριστοκρατία που μπορεί να υπάρξει. Όταν μου συστήνουν έναν Άγγλο δούκα, λέω μέσα μου: «Ο υπέρτατος βαθμός ευγενείας είναι να ανήκεις σε ένα λαό που ποτέ δεν ταπείνωσε έναν άλλο λαό. Που ποτέ δεν βασάνισε άλλο λαό». Όμως σήμερα το Ισραήλ πρέπει αναγκαστικά (θα υπογράμμιζα και θα επαναλάμβανα είκοσι φορές τη λέξη, αν ήταν δυνατό), πρέπει αναγκαστικά —μ’ άλλα λόγια, αναπόφευκτα, αδήριτα—να σκοτώνει και να βασανίζει προκειμένου να επιβιώσει. Το Ισραήλ πρέπει να συμπεριφέρεται όπως η υπόλοιπη, η λεγόμενη «κανονική» ανθρωπότητα. Ε λοιπόν, εγώ εκπροσωπώ έναν απεριόριστο ηθικό σνομπισμό, μια ολοκληρωτική ηθική αλαζονεία· με το να γίνουν ένας λαός σαν τους άλλους, οι Ισραηλινοί απεμπόλησαν τον τίτλο ευγενείας που τους αναγνώριζα.
Το Ισραήλ είναι ένα έθνος ανάμεσα σε άλλα έθνη, οπλισμένο μέχρι τα μπούνια. Και όταν βλέπω, πάνω απ’ το τείχος, την τεράστια ουρά των Παλαιστίνιων εργατών που προσπαθούν να πάνε στη δουλειά τους μες στο λιοπύρι, όταν βλέπω αναπόφευκτα την ταπείνωση των ανθρώπων σε αυτή την ουρά, λέω μέσα μου: «Όχι, είναι υπερβολικά μεγάλο το τίμημα». Το Ισραήλ μού απαντά: «Βούλωσέ το, ηλίθιε! Έλα εδώ! Ζήσε μαζί μας! Έλα να μοιραστείς τον κίνδυνο που μας απειλεί! Είμαστε η μόνη χώρα που θα δεχτεί τα παιδιά σου, εάν αναγκαστούν να αναζητήσουν κάπου καταφύγιο. Με ποιο δικαίωμα μας αραδιάζεις τις γλυκερές ηθικολογίες σου;». Και δεν έχω τι ν’ απαντήσω. Για ν’ απαντήσω, θα έπρεπε να βρίσκομαι εκεί, να είμαι σε μια γωνιά του δρόμου και να εκφωνώ από εκεί τα παράλογα λογύδριά μου, να ζω τους ίδιους καθημερινούς κινδύνους μ' εκείνους. Εφόσον δεν το κάνω αυτό, το μόνο που μου απομένει είναι να εξηγώ ποια είναι η προσωπική μου αντίληψη για την εβραϊκή αποστολή: να είσαι φιλοξενούμενος μεταξύ των ανθρώπων. Και ακόμα πιο τρομερό παράδοξο (που πραγματικά χαράζει το σημάδι του Κάιν πάνω στο μέτωπό μου) είναι το γεγονός ότι αυτό που με έσπρωξε προς τούτη την κατεύθυνση είναι η φράση του Χάιντεγκερ που λέει: «Είμαστε οι επισκέπτες της ζωής». Αυτή την εντυπωσιακή φράση διατύπωσε ο Χάιντεγκερ: ούτε εσείς ούτε εγώ δεν διαλέξαμε τον τόπο της γέννησής μας, τις περιστάσεις, την ιστορική εποχή στην οποία ανήκουμε, την αναπηρία μας ή την τέλεια υγεία μας... Είμαστε geworfen, λέει στα γερμανικά, είμαστε «πεταμένοι» στη ζωή. Κι αυτός που τον έχουνε πετάξει στη ζωή έχει, νομίζω, ένα καθήκον απέναντι της, έχει την υποχρέωση να φέρεται σαν φιλοξενούμενος. Τι πρέπει να κάνει ένας φιλοξενούμενος; Πρέπει, όπου και να βρίσκεται, να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους. Κι ένας καλός φιλοξενούμενος, ένας φιλοξενούμενος που αξίζει τη φιλοξενία που του προσφέρθηκε, αφήνει το δωμάτιό του λίγο πιο καθαρό, λίγο πιο ωραίο, λίγο πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι το βρήκε. Κι αν πρέπει να φύγει, ετοιμάζει τα μπαγκάζια του και φεύγει.


Πάμε τώρα στην Χάννα Άρεντ. Σε μια από τις τρείς συνεντεύξεις του βιβλίου της (στην εκπομπή Zur Person της γερμανικής τηλεόρασης, του 1964 - έχει αναρτηθεί και στο LIFO.gr πριν 3 χρόνια, δείτε την εδώ), διατυπώνει την ίδια θέση, με πιο κοφτή έκφραση, ομολογουμένως: 

χ
Ζur Person

ΧΑΝΑ ΑΡΕΝΤ: Στερούμενοι έναν «κόσμο», οι Εβραίοι της Διασποράς ανέπτυξαν -όπως συμβαίνει με όλους τους λαούς-παρίες- έναν ξεχωριστό δεσμό μεταξύ τους - έναν δεσμό που γνωρίζω πολύ καλά. Αυτό ακριβώς άλλαξε με την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

― Υπάρχει εδώ κάποια απώλεια για την οποία θρηνείτε;

Ναι, το τίμημα της ελευθερίας είναι ακριβό. Η εξόχως εβραϊκή ανθρωπινότητα που χαρακτηριζόταν από την «απώλεια του κόσμου» ήταν κάτι πολύ όμορφο. Είστε αρκετά νέος, δεν μπορείτε να ξέρετε για τι πράγμα μιλάω. Ήταν όντως κάτι πολύ όμορφο: αυτή η «ύπαρξη εκτός κοινωνικού δεσμού», αυτή η πλήρης απροκαταληψία που γνώρισα από πρώτο χέρι στο πρόσωπο της μητέρας μου, η οποία δεν δίστασε να την εξασκήσει εντός της ίδιας της εβραϊκής κοινωνίας. Όλα αυτά φυσικά έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα. Η απελευθέρωση έχει το τίμημά της. Κάποτε είχα πει στην ομιλία μου κατά την απονομή του βραβείου Λέσσινγκ...

― Στο Αμβούργο το 1959...

Ναι, τότε είχα πει: «Όταν έρχεται η ώρα της απελευθέρωσης, ο ανθρωπισμός των ταπεινών και καταφρονεμένων δεν διαρκεί ποτέ πάνω από ένα λεπτό». Βλέπετε, έτσι συνέβη και σ' εμάς.

― Θα θέλατε να γυρίσετε πίσω τον χρόνο;

Όχι. Γνωρίζω ότι η ελευθερία έχει ένα τίμημα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι το πληρώνω με ευχαρίστηση.


Θέλετε και κάποιες άλλες  «συνομιλίες» των δύο βιβλίων; Ιδού!

Αφού κάποια στιγμή ο Στάινερ αναφερθεί πολύ απαξιωτικά στην Άρεντ, λέγοντας συγκεκριμένα:

Είχα την ατυχία να συναντήσω τη Χάννα Άρεντ... Ελάχιστο μέρος του έργου της, πιστεύω, είναι πρώτης τάξεως. Μια κυρία που γράφει έναν τεράστιο τόμο με θέμα τις ρίζες του ολοκληρωτισμού και δεν λέει ούτε μια λέξη για τον Στάλιν επειδή ο σύζυγός της ήταν σταλινικός κομμουνιστής...; Όχι, ευχαριστώ.

μιλά με γλώσσα που τσακίζει  για τον εραστή της Άρεντ, τον «τιτάνα της φιλοσοφίας» Μάρτιν Χάιντεγκερ. Είναι γνωστή η συμπόρευσή του Γερμανού φιλοσόφου με το ναζισμό, όπως και η κατοπινή του άρνηση να μεταμεληθεί. Πώς στέκεται απέναντι σε αυτό το αγκάθι ο Στάινερ;

Στα κείμενά σας παραπέμπετε διαρκώς στον Χάιντεγκερ. Και προφανώς γνωρίζετε για τη δημοσίευση των εγγράφων που αποδεικνύουν τη συμπόρευση του με τον ναζισμό την εποχή που ήταν πρύτανης του πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ. Αλλάζει αυτό σε κάτι την άποψή σας για τη φιλοσοφία του;

ΤΖΩΡΤΖ ΣΤΑΪΝΕΡ:  Φρονώ, κι αυτή ήταν η άποψη μου από τις πρώτες απόπειρές μου να διαβάσω το Είναι και χρόνος, ότι πρόκειται για έναν τιτάνα της φιλοσοφίας. Έναν γίγαντα. Έναν μοχθηρό γίγαντα. Δεν μπορώ να φανταστώ τη σκέψη του 20ού αιώνα —-είτε μιλάμε για τον Σαρτρ είτε για τον Λεβινάς είτε για την αποδόμηση— χωρίς τον Χάιντεγκερ. Είναι μακράν ο μεγαλύτερος όλων. Αναφορικά με τον ναζισμό του, η καλύτερη απάντηση ήταν αυτή που έδωσαν οι ίδιοι οι Ναζί: όταν οι ναζιστικές αρχές του Βερολίνου βρέθηκαν, το 1933-1934, αντιμέτωπες με τις φιλοδοξίες του ως πρύτανη, δήλωσαν: «Όχι, είναι Privatnazi». Δεν μεταφράζεται και πολύ εύκολα αυτό... «ιδιωτεύων ναζιστής», αν θέλετε. Τι πάει να πει αυτό; Σημαίνει ότι στον Χάιντεγκερ δεν υπάρχει ρατσισμός (αρκεί να θυμηθούμε εν προκειμένω ότι σχεδόν όλοι οι διδακτορικοί φοιτητές του ήταν Εβραίοι — ξεκινώντας από την ερωμένη του, τη Χάννα Άρεντ, και στη συνέχεια τον Μαρκούζε, τον Καρλ Λέβιτ, κ.λπ). Ούτε ίχνος. Πίστευε ότι αυτή η βιολογική διάσταση (που βέβαια ήταν ουσιώδες στοιχείο του ναζισμού) ήταν μια βλακεία και μισή. Αλλά ήταν ναζί πριν τους ναζί· και βέβαια η γυναίκα του —ένα φρικτό ον— ήταν ναζί πριν κι από εκείνον ακόμα.(...)
Αυτό δεν δικαιολογεί ούτε για μια στιγμή το, κατά τη γνώμη μου, αληθινό μυστήριο και το αληθινό έγκλημα: την άρνησή του, μετά τον πόλεμο, να πάρει θέση απέναντι στη Σοά, απέναντι στην πολιτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης, απέναντι στην απανθρωπιά που υπήρξε ο ναζισμός. Αντιθέτως, όπως πολύ καλά γνωρίζετε από το διαβόητο σχόλιό του, το 1953 εξακολουθούσε να μιλά για το μεγάλο χαμένο ιδανικό εκείνου του κινήματος.
Την καλύτερη εξήγηση, κατά τη γνώμη μου, την έδωσε ο αγαπημένος μαθητής του, ο διάδοχός του, ο Γκάνταμερ — που ήταν και ο ίδιος μεγάλος διανοητής. Βρισκόμασταν στο Φράιμπουργκ, στον εορτασμό των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Χάιντεγκερ, και εγώ με τον κύριο Νόλτεν —έναν νεοναζιστή, από ορισμένες απόψεις, ιστορικό— είμαστε στα πρόθυρα να πιαστούμε στα χέρια. Ο Γκάνταμερ, που από σωματικής απόψεως ήταν ένας γίγαντας, με πιάνει, πολύ ήρεμα, από τους ώμους και μου λέει: «Στάινερ! Στάινερ! Μην εξάπτεστε. Ό Μάρτιν ήταν ο μέγιστος των στοχαστών και ο ελάχιστος των ανθρώπων» . Ήταν μια έξοχη παρατήρηση. Αυτό βέβαια δεν δικαιολογεί τίποτα, αλλά είναι αναμφίβολα αλήθεια. Ο Χάιντεγκερ, ο Βάγκνερ... Και υπάρχουν κι άλλα παραδείγματα. (...)


Βλέπουμε λοιπόν εδώ, τον Στάινερ να ισχυρίζεται ότι συμβαίνει, όχι σπάνια, τιτάνες του πνεύματος να είναι ηθικά ανθρωπάκια. Το λέει σαφώς για τον Χάιντεγκερ, ίσως όχι τόσο εμφατικά, όπως ο Γκάνταμερ.

Παρεμφερής, αντιθετικά,  είναι η άποψη της Άρεντ για τον Άιχμαν: ότι ένας από τους στυγνότερους μαζικούς δολοφόνους της Ιστορίας, δεν εμφορείται αναγκαστικά από κάποιο δαιμονικό «μεγαλείο» ― μπορεί να είναι και ένας εξοργιστικά ηλίθιος γραφειοκράτης που απλώς εκτελεί διαταγές. Η περίφημη ρηχότητα του κακού.

Πώς συμβαίνει λοιπόν, η Άρεντ να ερωτεύεται τον «ελάχιστο των ανθρώπων» Χάιντεγκερ, να αποσιωπά σχεδόν τη ναζιστική εμπλοκή του και κατοπινά να τον «δικαιολογεί»; Μπορεί ο έρωτας να οδηγεί σε τέτοια στρέβλωση το κριτήριο μιας ευφυούς γυναίκας;

Στο θέμα αναφέρεται στο εξαιρετικό επίμετρο του βιβλίου της Άρεντ, ο Δημήτρης Μαρκόπουλος:


Η ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ

Ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή και το έργο της Άρεντ κατέχει, λοιπόν, η θυελλώδης σχέση της με τον Χάιντεγκερ: σχέση ακαδημαϊκή, ερωτική, συναδελφική, μια σχέση αλληλοθαυμασμού και συμπόνοιας της πρώτης προς τον δεύτερο. Ο παροιμιώδης τρόπος με τον οποίον αποφεύγει στις συνεντεύξεις της να ονοματίσει τον μέντορά της σχετίζεται ασφαλώς με τη μυστικότητα που ακόμη καλύπτει την προσωπική τους σχέση την εποχή εκείνη. Αυτό, ωστόσο, δεν φτάνει για να εξηγήσει πλήρως τα πράγματα. Αν ήδη από το 1932 η Άρεντ αποδοκιμάζει τις φημολογούμενες επαφές του Χάιντεγκερ με ναζιστικούς κύκλους και το 1933 εξοργίζεται με τη δημόσια πια στήριξή του στο καθεστώς και το «όραμα» του ναζισμού, όταν το 1950 θα ξανασμίξουν, εκείνη θα το βιώσει ως συμφιλίωση με το παρελθόν, μιλώντας για «την επιβεβαίωση μιας ολόκληρης ζωής»· θα μετριάσει την οργή της, αρκούμενη στη διαπίστωση ότι κάποιοι «άνθρωποι παγιδεύτηκαν από τις ίδιες τους τις ιδέες». Τα επόμενα χρόνια οι δυο στοχαστές θα συνεχίσουν να αλληλογραφούν, ενώ η Άρεντ θα αναλάβει να βοηθήσει τον -παραγκωνισμένο ακαδημαϊκά— Χάιντεγκερ να εκδώσει τα έργα του στις ΗΠΑ. Απέναντι στην εκκωφαντική του σιωπή για την, καθ’ όλα ντροπιαστική, ανάμειξή του στην πολιτική το 1933-34, θα μείνει και η ίδια σιωπηλή. Παρότι το 1969, στην ομιλία της για τα ογδοηκοστά γενέθλια του φιλοσόφου, θα ορίσει το «λάθος» εκείνης της περιόδου ως μια «απόδραση από την πραγματικότητα» -«την πραγματικότητα των κελιών της Γκεστάπο και της κόλασης των βασανιστηρίων των στρατοπέδων συγκέντρωσης»- θα δείξει πρωτόγνωρη (για το γενικότερο ύφος της) επιείκεια και θα επικαλεστεί το γενικό σχήμα της «έλξης προς τη τυραννία που μπορεί να αποδοθεί θεωρητικά σε πολλούς από τους μεγάλους στοχαστές». Θα συνταχθεί, έτσι, ρητά με όσους υποστηρικτές του Χάιντεγκερ παρομοιάζουν την ανάμειξη του τελευταίου στην πολιτική με την αντίστοιχη απόπειρα του Πλάτωνα να βγει απ’ το σπήλαιό του, επιχειρώντας να ταιριάξει τη θεωρία του με το τυραννικό καθεστώς των Συρακουσών. Μοιάζει συνεπώς να του δίνει εμμέσως συγχωροχάρτι για τις όποιες αμαρτίες του παρελθόντος.

Πρόκειται εδώ για κάποιου είδους τύφλωση εκ μέρους τής Άρεντ; Και ναι και όχι, θα λέγαμε. Πέραν των όποιων θεωρητικών ενστάσεων για το έργο του Χάιντεγκερ οποίες η Άρεντ είχε, κατά καιρούς, εκφράσει σε αρκετά κείμενά της-, η κρίση της για τις επιλογές του στο πεδίο της πρακτικής πολιτικής σκιάζεται στα τελευταία χρόνια της ζωής της από τον απεριόριστο θαυμασμό για τον στοχαστή Χάιντεγκερ και την άσβηστη φλόγα του έρωτα για τον άνδρα Χάιντεγκερ. Κι αυτό το τελευταίο μοιάζει κατανοητό, μα και συνάμα αντιφατικό: Κατανοητό μεν, αφού ο έρωτας ενέχει πάντοτε ένα στοιχείο ανορθολογικό, μια «απόδραση από την πραγματικότητα» που μπορεί να οδηγεί την ανθρώπινη κρίση στην τύφλωση· αντιφατικό, δε, διότι η αγάπη μεταξύ δυο πλασμάτων συνιστά μια δύναμη αντι-πολιτική, όπως υποστήριζε μετ’ επιτάσεως η ίδια η Άρεντ. Εδώ, λοιπόν, φτάνει να συγκρουστεί με τον ίδιο τον εαυτό της, να υπονομεύσει τη δική της στάση ζωής - για πρώτη και τελευταία, ίσως, φορά στη ζωή της. Εδώ η ευθυκρισία και η παρρησία, απαραίτητα στοιχεία μιας δημοκρατικής πολιτικής, πάνε περίπατο, χάριν της καταβύθισης στο βασίλειο του έρωτα - ενός «έρωτα από τον οποίον λείπει ο εξωτερικός κόσμος».

Αν, λοιπόν, φαντάζει παράταιρη μια τέτοια άφεση αμαρτιών, είναι γιατί, ενώ η Άρεντ υποστήριζε πάντοτε, με τόση θέρμη, την ανάγκη ανάληψης ευθύνης για τις πολιτικές πράξεις μας, ο Χάιντεγκερ αρνήθηκε να δώσει τον παραμικρό λογαριασμό στην ανθρωπότητα για τις επιλογές του. Όπως σημειώνει εύστοχα ο Τζορτζ Στάινερ: «Είναι η σιωπή του Χάιντεγκερ μετά το 1945, και όχι η σκοτεινή και αξιοθρήνητη ρητορική του 1933- 34, που αποτελεί πρόκληση για τη νοημοσύνη μας». Κι αν κάτι ίσως μπορεί να δικαιολογήσει τη σύμπλευση της Άρεντ με τη σιωπή αυτή, είναι το αίσθημα ότι «ο πόνος να ζει χωρίς εκείνον για το υπόλοιπο της ζωής της θα ήταν μεγαλύτερος από τον πόνο που της είχε ήδη προξενήσει».

Αγοράστε και τα δύο βιβλία και θα με θυμηθείτε. Το ένα (ο Στάινερ) πωλείται με έκπτωση και απο το LIFOShop, εδώ.

Ημερολόγιο

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ