Η παραβολή της μωρής φιλενάδας
Είχαν αυτό το ύφος που έρχεται από την ασπρόμαυρη φαρσοκωμωδία, και τις επιβιώσεις της - το εμβαπτισμένο στο καμπ του Δαλιανίδη, τα καλιαρντά χτυπήματα του ώμου τύπου Μενεγάκη, τις Σμυρνιές κυρίες της αυλής, τους Σταύλους της Ερριέτας Ζαΐμη, το χέρι στη μέση με τη τσαχπινιά, τη gay ορατότητα, το αούα παραμάζωμα της Βλαχοπούλου, την Μαρινέλα σε συσκευασία Κούκλες, την αθυροστομία της Σπεράντζας Βρανά, το ύφος φιλενάδας στα χρονογραφήματα και πάει λέγοντας.
Μπορεί να πει κανεις ότι αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κωμωδίας, παραδοσιακά. Πράγμα λογικό. Απευθυνόταν σε ένα κοινό που όντως ζούσε σε αυλές, όντως έμαθε την ομορφιά μέσα από τις απομιμήσεις της, τη γνώση μέσα απ΄ το «Ρομάντσο», το diversity μέσα από τον Φίφη και την εγκαρδιότητα μέσα από το χυμαδιό. Oπότε, η μέθεξη μπορούσε να επέλθει μέσα από την ζέστη του παχνιού, με τρόπο, χοντροκομένο, της συνενοχής― «φτιάξε μωρή καφέ να στα πω, σα ντρόμπρα, απελεύθερη γυναίκα του γλεντιού που είμαι».
Υπήρξε και η εκπληκτική περίπτωση ενός βιβλίου, που με τα υλικά αυτά στάθηκε ένα αριστούργημα: «Το τρίτο στεφάνι». Και το οποίο εν μέρει αγαπήθηκε, παρεξηγημένα, λόγω της οικειότητας της γλώσσας του― ενώ η γλώσσα του είναι διαβρωτική σα το φαρμάκι. Έτσι εξηγούνται και οι πολλές ρηχές και φάλτσες μεταφορές του στην οθόνη.
Αυτά λοιπόν συνέβησαν σε μια Ελλάδα που υπήρχε και την εξέφραζαν.
Αναρρωτιέμαι: η επιβίωση αυτού του ύφους, το 2021, ποια υπαρκτή Ελλάδα εκφράζει; Να παραδεχτώ ότι ορισμένοι (τα μεσημεριανάδικα, τα μαζικά σίριαλ που απευθύνονται στο γερασμένο κοινό της τηλεόρασης, οι επιζήσαντες σταρ του καμπ, ο Ζαχαράτος κ.λπ.) έχουν πιο αργές ταχύτητες να δουν τη νέα εποχή, είτε γιατι δεν μπορούν είτε γιατί δεν τους συμφέρει.
Όμως ένας 25άρης κωμικός, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί επιλέγει να μιλάει σα καφετζού της Φίνος Φιλμς, εκβιάζοντας την εγγύτητα που είχαν όσες έπλεναν δίπλα δίπλα στη σκάφη, πλύστρες συναντημένες μέσω grindr, ένα θάλπος κλινικό, σα γδαρμένη τίγρη στα πόδια του κοκάκια.
Καλώς ή κακώς, οι αυλές χτιστήκανε, οι Σμυρνιές ραπάρουν - ακόμα κι ο αμανές τα έχει τα μπιτάκια του - αφρίζει στα γραμμένα χείλη σκυλάδων με χαλάουα.
Ναι, ξέρω, θέλει να φτάσει στην Πόλη από τον σύντομο το δρόμο, κλείνοντας το μάτι με μαργιολιά, ανακαλώντας μνήμες σιγουράκια, σαν ταινία του Μπουλμέτη με βιολιά από ζάχαρη, λέγοντας στο χαζό μυαλό, το αποκοιμισμένο, να χαλαρώσει― ότι είναι κουλ να είσαι κολλημένος και κακόγουστος και αργόστροφος και τελικά ψεύτης― ότι αυτή είναι η μοίρα του Έλληνα κωμικού: να κάνει τη μουρλή, να φωνάζει, να γλωσσοκοπανάει, να καλιαρντεύει, να μη ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται.
Ευτυχώς, υπάρχουν και νέοι κωμικοί που έχουν ξεφύγει από αυτή τη παγίδα. Έχουν δηλαδή ταλέντο. Και προσπαθούν να δουν τη νέα φάση γύρω τους και να δημιουργήσουν ένα νέο ύφος.
Αμήν και πότε.