Ιστορίες που μου είπε ο Τάκης
Ένα εβδομαδιαίο πολυπόστ με ένταση, κουτσομπολιό και υπαρξιακή πλακίτσα
07.55
Με τον καφέ, πριν ανοίξω την καταπακτή του λάπτοπ, διαβάζω Εντουάρ Λουί. Βασικά από περιέργεια. Τον έχουμε κάνει εξώφυλλο, όλοι μιλούν γι' αυτόν, έχει όλο το πακέτο (εκμοντερνίζει την έννοια του προλετάριου, ομοφυλόφιλος, ομορφόπαιδο, πολέμιος του σεξισμού κ.λπ.), για να δούμε... «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας». Σύντομο, αποσπασματικό, διαβάζεται σε μία ώρα. Μιλά για την προσπάθεια της μητέρας του (μιας φτωχής γυναίκας χωρίς ιδιαίτερες δεξιότητες) να ξεφύγει από τους κακοποιητικούς άντρες της και να κερδίσει την αξιοπρέπειά της.
Το θέμα είναι συγκινητικό. Η πλαισίωσή του σωστή, αν και πρόδηλα πονηρή –εκμεταλλεύεται, όπως όλοι μας πλέον, τη ρητορική της νέας προβληματικής για τον φεμινισμό, τα φύλα, τον σεξισμό– και υπενθυμίζει ορθά ότι ο μαρξισμός μπορεί να κατέρρευσε, αλλά οι προλετάριοι υπάρχουν.
Δεν διακρίνω όμως τη λογοτεχνική αξία του, παρά την εξομολογητική διάθεση που το διαπνέει. Αυτό που φαίνεται ως ξηρότητα του ύφους, αμεσότητα και προφορικότητα, εμένα μου φαίνεται γλώσσα πρώτου επιπέδου, αδέξια και αβαθής. Ο δραματικός τόνος (απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο στη μάνα του) συχνά ακούγεται σαν κακό μελό. Διαβάζεται με την ταχύτητα που διαβάζεις στα σόσιαλ κι αφήνει κάτι θαμπό ως αίσθηση, παρότι όσα λέει είναι γνώριμα και ειλικρινή – και δικές μου εμπειρίες.
Για να φτιαχτεί ένα καλό βιβλίο δεν αρκούν οι δυνατές εμπειρίες· δεν αρκεί καν να είναι σωστή η κλίση του βλέμματος· εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται είναι οι σωστές λέξεις στη σωστή θέση. Αυτό προαπαιτεί ένα είδος μαστοριάς κι ένα ισχυρό ένστικτο. Αυτό είναι που κάνει τις κουβέντες και τα παραμιλητά μας Τέχνη. Δεν διέκρινα κάτι τέτοιο στον Λουί.
Συμπερασματικά, δεν ψήθηκα.
08. 35
Συμπτωματικά, είδα τις προάλλες μια κυριολεκτικά εξωφρενική ταινία του 1971. Γερμανική . Είχε τίτλο Nicht der Homosexuelle ist pervers, sondern die Situation, in der er lebt, Δεν ειναι ο ομοφυλόφιλος διεστραμένος, αλλά η κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Τι τίτλος, ε; Υποτίθεται η ταινία προασπίζει τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, αλλά βασικά τους παρουσιάζει ως καρναβάλια, με τα κουδούνια να κρέμονται. Λειτουργεί ως παράσταση τσίρκου για μικροαστούς, που είναι και το target group της.
Από τη στιγμή που μέχρι κι ο αστείος κι επικίνδυνος Καμμένος ανεβάζει στα σόσιάλ του «Slash the Patriarchy», είμαι σίγουρος: Ο ακτιβισμός είναι ο νέος φερετζές του οπορτουνισμού, η νέα σημαία ευκαιρίας.
Μερικές σκηνές από την γελοία γερμανική ταινία:
09.10
Το βράδυ μένω ως αργά ξύπνιος. Για λόγους που αγνοώ, τότε είναι που κάνω τις πιο σβέλτες και διαυγείς σκέψεις. Στη ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ ύπνου και ξύπνου όλα σαν να απλοποιούνται. Το αίσθημα αυτό (της υπερδιέγερσης σε έναν κόσμο κοιμισμένο ολόγυρα) το έχoυν εκφράσει τέλεια τρεις ποιητές που αγαπώ πολύ.
09.37
Στην ακήρυχτη καραντίνα που ζούμε όλο σκέφτομαι ταξίδια. Πλήθος. Ψηλά στη λίστα, πάντα τα Nησιά Άραν. Δεν έχω πάει ποτέ.
Βασικά, με γοητεύει η μυθολογία τους. Τα αγάπησα λίγο ανορθόδοξα (από την ταινία «The end of the world»), μέσω όμως του Γέητς και του Συνγκ κοινώνησα της βαθύτερης ουσίας τους. Λέω κοινώνησα, όπως κοινωνούμε των μυστηρίων. Δεν είχα ποτέ κλίση σε θεοσοφίες και τα παρόμοια (όπως ο Γέητς), αλλά τον εμπιστεύομαι όταν βλέπει αυτούς τους τόπους ως κάτι πέραν των πέντε αισθήσεων – κατοικημένους από ξωτικά και οράματα. Οπότε δεν αρκεί μια βόλτα. Για να καταλάβεις τα Άραν, πρέπει σαν φάντασμα να πιεις «από την άχνα του κρασιού, ενώ οι χυδαίοι ουρανίσκοι πίνουν απ' το ποτήρι», όπως λέει στο Ψυχοσάββατο.
Πέραν των μυστηρίων, είναι κάτι ακόμη. Η απόμακρη φύση τους. Η σχετική μοναξιά τους. Η γαελική γλώσσα τους, σαν να κάνουν τραγουδιστές γαργάρες. Κάτι παράφορα σφριγηλό στις μεγαλόσωμες γυναίκες. Ο αέρας. Τα κύματα. Όλα σε υπερθετικό βαθμό. Πάνω απ' όλα, όμως, ο Συνγκ, αυτός ο γοητευτικός συγγραφέας που πέθανε στα 37 του χρόνια από την ασθένεια του Hodgkin. Αυτός τα ύμνησε πάνω απ' όλους. To 1897, μόλις είχε συνέλθει από το πρώτο χτύπημα της αρρώστιας (του αφαίρεσαν έναν πρησμένο λεμφαδένα στον λαιμό), πήγε στο ανεμόδαρτο Inishmaan και πέρασε εκεί τα επόμενα πέντε χρόνια της σύντομης ζωής του. Εκεί έγραψε και τα «Νησιά Άραν», που δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.
Ψάχνοντας λίγο στο YouTube, βλέπεις ότι γενικώς οι αλλαγές στα Νησιά Άραν είναι μικρές, ο τουρισμός υπό έλεγχο και οι άνθρωποι έχουν ακόμη δικό τους μπαϊράκι – όπως πάντα.
Τα «Νησιά Άραν» του Τζων Mίλλινγκτον Συνγκ είχαν αναγγελθεί από τις εκδόσεις Το Ροδακιό πριν από δώδεκα χρόνια. Λίγα συναρπαστικά αποσπάσματα είχαν προδημοσιευτεί στο πρόγραμμα της παράστασης «Καβαλάρηδες στη θάλασσα» (πάλι του Συνγκ) της Άννας Κοκκίνου το 2012. Ψηφιοποιούνται εδώ, πρώτη φορά.
ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΑΡΑΝ
[Του Τζων Μίλλινγκτον Συνγκ. Από την ανέκδοτη μετάφραση της Αλίνας Πασχαλίδη για τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Πρώτη δημοσίευση.]
ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ Άρανμορ, καθισμένος στο πλάι σ’ ένα τζάκι όπου σιγοκαίει τύρφη, κι αφουγκράζομαι ένα μουρμουρητό στα γαελικά, που ανεβαίνει από ένα μικρό καπηλειό κάτω απ’ την κάμαρά μου.
Το βαπόρι που έρχεται στα Άραν σαλπάρει με τη φουσκονεριά, κι ήταν η ώρα έξι σήμερα τα χαράματα όταν αφήσαμε πίσω μας την αποβάθρα του Γκώλγουεϊ, τυλιγμένη σε πυκνή ομίχλη.
Μια χαμηλή γραμμή στεριάς ξεχώριζε στην αρχή δεξιά μας, ανάμεσα στα κύματα και στην καταχνιά, μα, καθώς ξεμακραίναμε, χανόταν λίγο-λίγο απ’ τα μάτια μας, ώσπου στο τέλος δε βλέπαμε παρά μονάχα το πούσι που τύλιγε τα ξάρτια κι έναν μικρό κύκλο αφρού.
Οι ταξιδιώτες ήταν λιγοστοί· δύο άντρες που κουβαλούσαν γουρουνάκια, δεμένα χαλαρά μέσα σε τσουβάλια, τρία-τέσσερα κορίτσια που κάθονταν στο αμπάρι με τα κεφάλια χωμένα μες στις μαντίλες τους κι ένας χτίστης που πήγαινε να φτιάξει την προβλήτα στο Κιλρόναν κι έκοβε βόλτες πάνω κάτω, κουβεντιάζοντας μαζί μου.
Σε τρεις ώρες φάνηκαν τα νησιά Άραν. Στην αρχή πρόβαλε ένας σκοτεινός βράχος που υψωνόταν από τη θάλασσα ίσια μες στην ομίχλη· ύστερα, καθώς πλησιάζαμε, ένα ακτοφυλάκιο και το χωριό.
Λίγο αργότερα, σεργιάνιζα στο μοναδικό βατό δρόμο του νησιού, κοιτάζοντας πάνω απ’ τα χαμηλά τοιχάκια κι απ’ τις δυο μεριές τα πλατιά γυμνά βράχια. Τόσην ερημιά δεν έχω ξαναδεί. Σταχτιά νερά μούσκευαν τους ασβεστόλιθους και κάθε τόσο ξεχύνονται ορμητικά στο δρόμο που φιδογύριζε αδιάκοπα πάνω στα λοφάκια και ανοίγματα βράχων, διασχίζοντας τα λιγοστά χωραφάκια όπου βλάσταιναν πατάτες και αγριόχορτα κρυμμένα στις απάνεμες γωνιές. Κάθε φορά που τα σύννεφα αραίωναν, ξεχώριζα την άκρη της θάλασσας από κάτω στα δεξιά μου, και τη γυμνή ράχη του νησιού πάνωθέ μου απ’ την άλλη μεριά. Κάποτε συναντούσα κανένα μοναχικό παρεκκλήσι, ή σχολείο, κι άλλοτε μια σειρά πέτρινους στύλους με σταυρούς στην κορυφή και χαραγμένες λέξεις που παρακαλούσαν το διαβάτη να προσευχηθεί για την ψυχή του προσώπου που μνημόνευαν.
Λίγους ανθρώπους είδα· μα κάθε τόσο με προσπερνούσαν ψηλόκορμες κοπέλες που τραβούσαν για το Κιλρόναν και μου φώναζαν σαστισμένες με μια ελαφρά ξενική προφορά, πολύ διαφορετική από τη βαριά προφορά του Γκώλγουεϊ. Η βροχή και το κρύο έμοιαζαν να επηρεάζουν τη ζωντάνια τους, και καθώς περνούσαν βιαστικά με χαρούμενα γέλια και δυνατές κουβέντες στα γαελικά, άφηναν πίσω τους τους υγρούς όγκους των βράχων πιο έρημες από πριν.
ΜΙΑ ΚΗΔΕΙΑ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΑΡΑΝ
[Του Τζον Μίλλινγκτον Συνγκ. Από την ανέκδοτη μετάφραση της Αλίνας Πασχαλίδη για τις εκδόσεις Το Ροδακιό. Πρώτη δημοσίευση]
ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, μετά τη λειτουργία, έγινε η ταφή μιας γυναίκας. Ζούσε στο αγροτόσπιτο δίπλα στο δικό μας και όλο το πρωί έφτανε στ’ αυτιά μου ο πνιχτός απόηχος του μοιρολογιού. Δεν πήγα στο ξενύχτισμα της νεκρής από φόβο μήπως η παρουσία μου ενοχλήσει τους πικραμένους· όλο το προηγούμενο βράδυ, ωστόσο, άκουγα χτυπήματα σφυριού απ’ την αυλή, όπου, στη μέση μιας μικρής σύναξης αργόσχολων, οι στενοί συγγενείς κάρφωναν αργά-αργά την κάσα. Σήμερα, πριν από την κηδεία, κέρασαν Poteen κάποιους άντρες που έστεκαν στο δρόμο, και μου ’φεραν κι εμένα ένα ποτήρι στην κάμαρά μου. Ύστερα, κουβάλησαν έξω την κάσα τυλιγμένη σε καραβόπανο και στερεωμένη σε τρεις πασσάλους δεμένους με σχοινί στην κορυφή τους. Όπως κατηφορίζαμε τη χαμηλή ανατολική πλευρά του νησιού, όλοι σχεδόν οι άντρες, κι όλες οι γερόντισσες, με τα κεφάλια κουκουλωμένα σε σωφόρια, έβγαιναν κι ενώνονταν με την πομπή.
Όσο οι άντρες άνοιγαν τον τάφο, οι γυναίκες κάθισαν χάμω, ανάμεσα στις επίπεδες ταφόπλακες που τις έζωναν χλωμές πρώιμες φτέρες, και άρχισαν το άγριο μοιρολόι – τον θρήνο για τους νεκρούς. Η καθεμιά γυναίκα, την ώρα που έπιανε με τη σειρά της το νεκρικό σκοπό, έμοιαζε να βυθίζεται για λίγο σε βαθιά έκσταση πόνου, σειώντας μπρος πίσω όλο το κορμί της και σκύβοντας το μέτωπο στο χώμα, όσο καλούσε τη νεκρή με το μονότονο και λυγμικό τραγούδι.
Ολόγυρα στο κοιμητήρι ένα σωρό ρυτιδιασμένες γριές γυναίκες, με τα πρόσωπα κρυμμένα στα βαθυκόκκινα σωφόρια τους, λικνίζονταν στον ίδιο ρυθμό κι έψελναν μαζί με τους άλλους την άναρθρη ωδή για συνοδεία.
Το πρωινό ήταν ανέφελο, μα καθώς κατέβαζαν την κάσα στον λάκκο, αντήχησαν μπουμπουνητά και χαλάζι πήρε να σφυρίζει μες στις φτέρες.
Στο Ίνισμαν δεν μπορεί κανείς παρά να πιστέψει σε μια συμπόνια ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, και τη στιγμή που ο κεραυνός, σαν βασιλικό σήμαντρο θανάτου, σκέπασε τις φωνές των γυναικών, είδα τα πρόσωπα πλάι μου να πετρώνουνε από συγκίνηση.
Όταν η κάσα κατέβηκε στο λάκκο κι οι βροντές μάκρυναν πάνω απ’ τους λόφους του Κλέαρ, το μοιρολόι ξέσπασε ξανά, πιο μανιασμένο τώρα.
Ο άγριος αυτός θρήνος δεν είναι προσωπικό παράπονο για το θάνατο μιας γυναίκας που ’χε περάσει τα ογδόντα· φέρει εντός του την απόγνωση που κρύβεται στην καρδιά όλων των ντόπιων. Μέσα σ’ ετούτη την κραυγή του πόνου η εσωτερική συνείδηση των ανθρώπων του νησιού μοιάζει, για μια στιγμή, να γυμνώνεται και να αναπολεί τη διάθεση αυτών των πλασμάτων που νιώθουν κατάμονα μέσα σε ένα σύμπαν που τα μάχεται με ανέμους και φουρτούνες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι συνήθως σιωπηλοί, αλλά στην παρουσία του θανάτου ξεχνούν την επίφαση της αδιαφορίας ή της υπομονής κι ουρλιάζουν με απελπισία μπροστά στη φριχτή μοίρα που τους περιμένει όλους.
Προτού σκεπάσουνε την κάσα, ένας γέροντας γονάτισε πλάι στον τάφο και είπε μιαν απλή προσευχή για την πεθαμένη. Υπήρχε, ωστόσο, μια ειρωνεία στα λόγια εκείνα της εξιλέωσης και της καθολικής πίστης, έτσι καθώς ηχούσαν από μια φωνή βραχνή ακόμη απ’ τις κραυγές της παγανιστικής απόγνωσης.
Λίγο πιο πέρα από τον τάφο, είδα τις γερόντισσες που είχαν πει το μοιρολόι να κάθονται η μια πλάι στην άλλη στη σκιά του τοίχου δίπλα στα χαλάσματα της εκκλησιάς. Έκλαιγαν πάντα με λυγμούς, τσακισμένες απ’ το πένθος, κι όμως άρχιζαν σιγά- σιγά να ξαναπιάνουν την καθημερινή τους κουβεντούλα, ασπίδα στη φρίκη του κόσμου.
Όταν πια βγήκαμε όλοι απ’ το κοιμητήρι και δυο άντρες ξαναχτίσανε την τρύπα στον τοίχο, απ’ όπου είχαν μπάσει την κάσα, γυρίσαμε στο χωριό μιλώντας και χωρατεύοντας, σα να ερχόμασταν από περίπατο στο μόλο.
Ένας άντρας μού εκμυστηρεύτηκε ότι πολλές φορές στις κηδείες πίνουν και μεθούν για τα καλά.
«Δεν πάει πολύς καιρός», είπε, «που δύο άντρες έπεσαν ξεροί μέσα στο κοιμητήρι απ’ το μεθύσι. Είχε φουρτούνα εκείνη τη μέρα και δεν μπορούσαμε να φέρουμε γιατρό». Ο ένας από δαύτους δεν ματαξύπνησε, πήγε γραμμή στον άλλο κόσμο».
10.51
Είδα μια φωτογραφία που ανέβασε η Πωλίνα Σαρρή στο Ιnstagram της. Ήταν από το πρώτο τεύχος του «01», το πρώτο fashion editorial που έκανε για το περιοδικό. Έτος 1993. Η μόδα είχε αρχίσει να γίνεται επιθετικά σέξι, σαν να βγήκε από βαλκανικό πορνείο. Μαντόνα, Κλικ, διχτυωτές κάλτσες, πόζες σοφτ πορνό. Άρεσε σε όλους, το θεωρούσαν απελευθέρωση, ενώ πήγαινε ντουγρού στο κρεοπωλείο.
Στο πρώτο ραντεβού τής είπα για την Corinne Day κι αυτά που με γοήτευαν στο «Face» και στο «i-D». «Κατάλαβα, κατάλαβα», είπε, αλλά είχε ήδη πάρει την απόφασή της. Δεν στάθηκε στο νεορομαντικό street style των περιοδικών της Αλβιώνος –το έμπλεξε με όσα ζούσαμε στην πτωχαλαζονική Αθήνα της στιγμής–, γοητευμένη κι αυτή από τη γειτονιά των γραφείων μας, τη Βαρβάκειο, τις αμερικανικές αγορές, το πρώτο κύμα μεταναστών και προσφύγων. Τα περιδέραιά της ήταν οι αλυσίδες των πλανόδιων Ρωσοπόντιων – κυριολεκτικά.
Το αποτέλεσμα ήταν εκθαμβωτικό. Η Πωλίνα, δουλεύοντας πάντα με τον φωτογράφο Χάρη Χριστόπουλο, έδειξε τότε ότι η μόδα δεν είναι μόνο χρήματα και σεξ αλλά και ποίηση με τιποτένια πρώτη ύλη. Έφτιαξαν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει και κανένας άλλος δεν το αποτόλμησε έκτοτε.
Ωστόσο η μεγάλη ανατροπή ήρθε ένα βράδυ που ζητήσαμε από τα κορίτσια κάτω από το γραφείο, στην οδό Σωκράτους, να ανέβουν και να φωτογραφηθούν για να σαρκάσουμε την γκλαμουριά των άλλων. Τα μοντέλα τύπου Κουλιανού ήταν τότε η δόξα του φαντάρου αλλά και ολόκληρη η κοινωνία ζούσε σε ένα παραλήρημα τσίγκινου ηδονισμού. Επαρχιωτάκια έρχονταν στο Sotris και δίνανε όλο τον μισθό τους για να αγοράσουν ένα πουκάμισο. Τα περιοδικά λειτουργούσαν σαν χαλασμένη εξάτμιση διψαλέου κάγκουρα.
Είπα του Στάβερη: «Τι δουλειά έχουμε εμείς με τα σκηνικά αυτά; Εμείς ξέρουμε τη Μερόπη, τις φίλες μας, τα κορίτσια κάτω... Ε, αυτά να φωτογραφίσουμε. Αν θέλουν».
Ήθελαν. Και πολύ. Στήσαμε ένα άσπρο πανί στο γραφείο και ανέβαιναν μία-μία. Μόνο μία αρνήθηκε να ανέβει. Η «Σοφία, η Μακεδόνισσα». Ήρθε από την Ευριπίδου, αλλά στεκόταν στην είσοδό μας, αμετακίνητη. «Φέρτε εδώ τα σεντόνια σας, στήστε ό,τι θέλετε, εγώ δεν ανεβαίνω». Όπως και έγινε.
Γελάω όταν διάφοροι ανίδεοι, θέλοντας να με μειώσουν, λένε ότι το «01» ήταν ένα περιοδικό σαν το «Κλικ». Δεν λέω ότι έβγαζα και το «New Yorker», σίγουρα όμως φτηνό, λιγούρικο ή αγράμματο δεν υπήρξε ποτέ. Όπως και τα παιδιά που το στελέχωναν – Στέρεο Νόβα, Στάβερης, Πολιτάκης, Παπαϊωάννου, ακόμα και η Σώτη, που ήταν ένα κορίτσι εκρηκτικού ταλέντου κ.λπ.
Την ίδια τακτική μειωτικού συμψηφισμού ακολουθούν τώρα με τη LiFO – την τσουβαλιάζουν, για να ξεμπερδεύουν, στα λεγόμενα lifestyle έντυπα - κάτι υπέρκομψοι επικριτές των πάντων, εκδότες παπαπιτοπαπί, καβάλα στο ηθικό τους πλεονέκτημα. Είδαμε τα χαΐρια τους και δαύτων...
12.06
Με απασχολεί πολύ τι θα κάνουμε με τους Έλληνες ράπερ ως μέσο. Τώρα ιδίως, που όλο και συχνότερα μπλέκονται σε ζοριλίκια και παρανομίες. Να τους αγνοήσουμε θα ήταν η εύκολη οδός. Αλλά όχι η σωστή. Να τους ακυρώσουμε, επίσης λάθος («Αυτά είναι τα νέα μπουζούκια – με σκυλάδικα θα ασχολούμαστε;»). Η λαϊκή μουσική δεν είναι εγκυκλοπαίδεια. Ούτε σαλόνι. Ούτε Κοινοβούλιο. Έχετε αναρωτηθεί πώς πρωτακούστηκαν τα χασικλίδικα του Μάρκου στην Αθήνα του Παγκάλου;
Δεν είναι εύκολο να ξεγράψεις αυτό που «συγκινεί» τη συντριπτική πλειοψηφία των νέων Ελλήνων – έστω αυτήν τη φλώρικη πλειοψηφία της μεσαίας τάξης που καταναλώνει τα σεξιστικά καφριλίκια του ραπ ως αμοιβαίο αυνανισμό στο Τinder.
Αλλά δεν χρειάζεται και να τσιμπάς στη ρητορική τους. Καταλαβαίνω την αμηχανία που προκαλούν, έτσι όπως η διαφάνεια των social media, την ίδια ώρα που τους φτιάχνει, τους ξεβρακώνει επίσης. Δεν είναι έντεχνοι, αλλά ούτε και gangsta poets. Μερικοί ίσως ζουν ζόρικα, αλλά οι περισσότεροι αποπνέουν μια ανέξοδη βαρβατίλα, τον κομπασμό του μετακάγκουρα, ονειρώξεις βίας, παρά βία αληθινή. Τα stories τους στο Instagram μυρίζουν μπάφο και γάλα. Θέλουν λεφτά, σεξ, γρήγορα αυτοκίνητα –ποιος λαϊκός έφηβος δεν τα ήθελε αυτά ανέκαθεν;–, αλλά ταυτόχρονα φαίνονται σαν καρτούν.
Γελάς. Αλλά έτσι θα γέλαγες αν οι κούτσαβοι του ρεμπέτικου ανέβαζαν κι αυτοί Ιnstagram stories.
Πρόβλημα λοιπόν. Το οποίο αναφύεται κάθε που σκάνε νέα ιδιώματα, από τους λούμπεν ή τους απέξω – μέχρι να γίνουν όλα πάλι ίσιωμα.
(Η μαγική λέξη ενσωμάτωση)
14.59
Σε ένα ασήμαντο ιταλικό φιλμ του 1974 με τίτλο O δρόμος των μπαμπουίνων (1974), γυρισμένο στην Ερυθραία, είδα χθες το σπίτι διακοπών που θα ήθελα. Αποικιακού στυλ, φθαρμένο κάπως απ' το αλάτι, θαμπό πετρόλ χρώμα, ξύλινο όλο, σκιασμένο από μουσραμπίγιες. Αυτά που έψαχνε ο διευθυντής του «World of Interiors».
(Συχνά βλέπω άκυρα φιλμ στο λάπτοπ για να αποφορτίζεται ο νους, ενώ εγώ παρατηρώ τα δικά μου.)
16.41
Ένα άλλο ωραιοάσχημο φιλμ που ειδα το Σ/Κ ήταν το «La Route de Salina» (1970), με τη Μimsy Farmer και το αγορίστικο λουκ της που ήταν τότε της μόδας, τη Ρίτα Χέιγουορθ λίγο πριν πάθει Αλτσχάιμερ (φαίνεται εδώ ότι κοντοζυγώνει) κι έναν τυπάκο κάπως ατσούμπαλο, που πέθανε νωρίς. Είναι στο ύφος της χίπικης καλτίλας του «Μοre» που είχε γυριστεί την ίδια χρονιά, αλλά με καταπληκτικά άδεια ακρογιάλια στα Κανάρια Νησιά, υπέρ πάντων. Και βεβαίως Κριστόφ στη μουσική. Πιο χίψτερ, πεθαίνεις.
Αναρωτιέμαι, γιατί βλέπω όλες αυτές τις σαχλαμάρες; Είναι απλή, χοντροκομμένη νοσταλγία; Ψάχνω να δω τι με διαμόρφωσε; Ηδονίζομαι να ανακαλύπτω αρετές στις ξεχασμένες δευτεράντζες; Ή θέλω να αποδείξω ότι κινούμαι πέραν του καλού γούστου από μαγκιά και ρίσκο, επειδή την έχω φάει την καλλιέπεια με το κουτάλι – συμφορά από την πολλή πόζα;
Για να δούμε μια σκηνή με λίγο σεξ:
19.12
Επειδή έλεγα πριν για τον Εντουάρ Λουί και είναι, νομίζω, μεγάλη μιζέρια να 'σαι party pooper, αναρωτήθηκα μήπως κάτι μου διαφεύγει. Μήπως το ύφος του δεν είναι φτωχό κι αδέξιο, αλλά λακωνικό και μοντέρνο. Κι αντιπαρέβαλα περιπτώσεις συγγραφέων με μιλητό, «γυμνό» ύφος, που μ' αρέσουν. Π.χ. ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς (που ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού στο Πάτερσον). Καμία σχέση με Λουί, απλώς τον θυμήθηκα. Ήταν μεγάλη αγάπη της νιότης μου. «Δουλειά του ποιητή είναι να μη μιλάει με ασαφείς έννοιες αλλά να γράφει συγκεκριμένα· έτσι όπως ένας γιατρός δουλεύει πάνω απ’ τον άρρωστο, πάνω απ’ το πράγμα που βρίσκεται μπροστά του – κι απ' το επιμέρους ν' ανακαλύπτει το παγκόσμιο» είχε γράψει στην Αυτοβιογραφία του.
Κατέβασα από το ράφι ένα «ιερό» για μένα βιβλίο του και για να περάσει η ώρα μετέφρασα ένα σύντομο πεζό του, χωρίς αξιώσεις.
►►►
Danse pseudomacabre
Toυ Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς. Mετάφραση: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΕΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ είναι αναπόφευκτο να γίνει. Υπερασπίζομαι τη φυσικότητα κάθε παραμόρφωσης που ενδέχεται να πάθει η σάρκα – κάθε αρρώστια, κάθε ακρωτηριασμό. Προκαλώ οποιονδήποτε διανοηθεί να προσβάλει τη νοημοσύνη μου, υποβαθμίζοντας αυτό που λέω στην έκφραση μιας ρηχής νοσηρότητας, να αποδείξει ότι η υγεία και μόνον η υγεία είναι αναπόφευκτη. Μέχρι τότε, η επίθεσή του εναντίον μου θα είναι ηλίθια.
Allons! Commençons la danse.
To τηλέφωνο χτυπάει. Είμαι ανακαθισμένος, ξύπνιος στο κρεβάτι, χωρίς έκπληξη, σχεδόν αδιάφορος, με μια αβάσταχτη αίσθηση θανάτου να πλακώνει το στήθος μου, σαν να 'χω έρθει εδώ απρόθυμα απ' τον τάφο μου, όπου μια περίεργη νοσταλγία ολοένα με τραβάει πίσω – μια αίσθηση σαν το τέλος του παντός. Η γυναίκα μου κοιμάται, κουλουριασμένη στο προσκέφαλό της. Χριστέ μου, πώς θα μπορέσω ποτέ ν' αποχωριστώ αυτόν τον πολύτιμο σύντροφο, να εκμηδενιστώ, να τον εκμηδενίσω; Πώς μπορεί ένας άντρας να ζήσει αντιμετωπίζοντας αυτή την καθημερινή αβεβαιότητα; Πώς μπορεί ένας άντρας να μην τρελαθεί από θλίψη, από φόβο;
Αναρωτιέμαι τι ώρα είναι. Ένα ταξί έχει ξεκινήσει κι έρχεται τώρα. Νταν νταν, νταν. Oριστικό. Τρεις ακριβώς.
Το φεγγάρι είναι χαμηλά – η σιωπηλή του φλόγα σχεδόν στο ίδιο ύψος με τα δέντρα, με τα μπουμπούκια της τριανταφυλλιάς, πάνω στη χλόη.
Οι δρόμοι είναι φωτισμένοι απ' τo φεγγάρι και την άχρηστη λάμψη των μοβ και κίτρινων φανών του δρόμου, που κρέμονται απ' το σκοτάδι, καθένας πάνω απ' τον μικρό του στρογγυλό ανθόκηπο.Γρήγορα, γρήγορα, γρήγορα! Πάνω! Πεθαίνει! Ω! Θεέ μου! Θεέ μου, τι θα κάνω χωρίς αυτόν; Δεν θα ζήσω! Δεν, θα – δεν...
Τι πρόσωπο! Ανεμοπύρωμα! Δεν φαίνεται τόσο άσχημο – σε λίγες μέρες το φεγγάρι θα 'ναι γεμάτο.
Γρήγορα! Γίνετε μάρτυρας του γνήσιου της υπογραφής – είναι η επιθυμία του. Ένας μεγάλος όγκος λίπους – ένας τριαντάχρονος άντρας που κάθεται, κρέμεται, επιπλέει όρθιος στη μέση του βουλιαγμένου σουμιέ ενός διπλού κρεβατιού, τα μακριά του μαλλιά μια παστωμένη μάζα, το κορμί του τυλιγμένο με μια χνουδωτή καφετιά μάλλινη νυχτικιά, ένα κορδόνι γύρω απ' την κοιλιά, ένα παχύ πρόσωπο, ολόκληρη η δεξιά μεριά του ένα βρόμικο μενεξεδένιο χρώμα, πρησμένο, γεμάτο φουσκάλες με υγρό, το δεξί μάτι κλεισμένο απ' το πρήξιμο. Τρέμει ανεξέλεγκτα απ' την ταραχή: ένα χαρτί πάνω στα ασταθή του γόνατα, μια πένα στο χέρι του. Γίνετε μάρτυρας του γνήσιου της υπογραφής! Θα είναι νόμιμη; Ναι, φυσικά. Υπογράφει. Υπογράφω μετά απ' αυτόν. Όταν ο Σκοτσέζος τρελαθεί, γίνεται χειρότερος και από Λατίνο. Η μύτη αμέτοχη. Τόσο μικρή μύτη.
Θεέ μου, είμαι τελειωμένος.
Θεέ μου, τι θα κάνω χωρίς αυτόν;
Παράκληση να σωπάσετε, κυρία. Τι τρόπος είναι αυτός να μιλάτε σ’ ένα δωμάτιο αρρώστου; Θέλετε να τον αποτελειώσετε; Δώστε του μια ευκαιρία – αν έχετε την καλοσύνη.
Θα πεθάνει, γιατρέ; Είναι μόνο λίγες μέρες που αρρώστησε. Χτες άρχισε το μάτι του να κλείνει. Ποτέ δεν είχε αρρωστήσει στη ζωή του. Δεν έχει κανέναν εκτός απ’ τον πατέρα του κι εμένα. Δεν πρόκειται να ζήσω χωρίς αυτόν.
Φυσικά, όταν ένας άντρας σαν κι αυτόν, που βράζει το αίμα του, πάθει ανεμοπύρωμα...
Νομίζετε ότι είναι ανεμοπύρωμα;Πόσα κιλά ζυγίζει;
Εκατόν δέκα.
Τριάντα οχτώ και τέσσερα. Δεν είναι κακή θερμοκρασία.
Δεν θα πεθάνει; Με δουλεύετε, γιατρέ;
Για ποίο λόγο; Το φεγγάρι πάει στη δύση του. Σχεδόν καθόλου πια. Μόνο οι Σκοτσέζοι έχουν τόσο μικρές μύτες. Ακολουθήστε αυτές τις οδηγίες. Σας έχω γράψει τι πρέπει να κάνετε.
Ξανά το φεγγάρι. Ξανά. Και γιατί όχι ξανά; Είναι ένας χορός. Οτιδήποτε κάνει μια τρίχα να έχει άλλο πάχος από μιαν άλλη είναι μια πρόσκληση σε χορό. Είτε χορός είτε εκμηδένιση. Μπορεί να είναι μόνο ο χορός ή ΕΝΑΣ. Έτσι, την άλλη νύχτα, μπαίνω σ’ ένα άλλο σπίτι. Κι έτσι ξανακάνω τον κόπο να γράψω εκείνο που έχω ήδη γράψει, και να ανασύρω έτσι άλλο ένα ανθρώπινο πλάσμα από τη λήθη, για να υπηρετήσει τη μουσική μου.
Είναι ένα μωρό. Υπάρχει ένας φως στη γωνία ενός τεθλασμένου διαδρόμου. Έvας άντρας με μυτερό γένι πηγαίνει μπροστά. Έντονο ξενικό ιδίωμα. Ολλανδός. Περνάμε από τον διάδρομο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η κουζίνα. Στην κουζίνα στρίβουμε δεξιά. Κάποιος κάθεται πίσω απ’ την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Μια μύτη, ένα μάτι ξεπροβάλλει – μια τσαλακωμένη μύτη, ένα σπηλαιώδες μάτι. Στρίβουμε πάλι δεξιά από μια άλλη πόρτα και προχωράμε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Είμαστε στο δωμάτιο του αρρώστου. Ένα κρεβάτι έχει φράξει τον διάδρομο, κάνοντας όλη αυτή την παράκαμψη αναγκαστική.
Ω! Ήρθατε, γιατρέ; Αγγλίδα. Η νοσοκόμα, υποθέτω.
Το μωρό είναι μέσα σ' έναν μπόγο από σεντόνια και ανάκατες κουβέρτες, το κεφάλι του σ’ ένα μαξιλάρι. Το αριστερό μάτι του παιδιού κλειστό, το δεξί λιγάκι ανοιχτό. Με κάθε ανάσα βγάζει ένα σιγανό, παραπονιάρικο κλαψούρισμα. Δεν θα 'ναι πάνω από λίγων εβδομάδων.
Νομίζετε ότι έχει χάσει τις αισθήσεις του, γιατρέ;
Ναι.
Θα ζήσει;
Είναι η μητέρα του. Μια μεγαλόσωμη ξανθιά με γλυκά μάτια, μεγάλα, γεμάτα στήθη. Μια τρυφερή, ευγενική γυναίκα με τίποτα το χυδαίο στην ομορφιά της. Μια μπλε βαμβακερή ρόμπα απ την κορυφή ως τα νύχια.
Αν ζήσει, θα γίνει καθυστερημένο μάλλον. Ή θα μείνει παράλυτο – ή και τα δυο μαζί. Είναι καλύτερα γι' αυτό να πεθάνει.
Να λοιπόν που συμβαίνει! Το κλαψούρισμα έχει σταματήσει.Τα χείλη είναι μελανά, το στόμα σουφρώνει για κάποιο, λες, διαβολικό φιλί. Συσπάται, συσπάται όλο και πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, πάνω κάτω. Το σώμα σιγά-σιγά γίνεται άκαμπτο κι αρχίζει να διπλώνεται σαν λουλούδι που κλείνει. Το αριστερό μάτι ανοίγει αργά. Ο βολβός έχει γυρίσει ανάποδα κι η κόρη έχει χαθεί γυρισμένη προς την άκρη της μύτης. Το δεξί μάτι μένει ανοιχτό, καρφωμένο να κοιτάζει μπροστά. Μηνιγγίτις. Οξεία.
Τα χέρια σηκώνονται από το πλάι αργά, όλο και πιο πολύ, σαν να χαλαρώνουν μετά από έναν τρελό χορό, οι παλάμες σφιγμένες, οι καρποί λυγισμένοι. Τα χέρια είναι τώρα πεσμένα το 'να πάνω στ' άλλο, σταυρωμένα στους καρπούς. Τα πόδια είναι μαζεμένα, σαν το παιδί να 'χει κάτσει σταυροπόδι. Το σώμα κρατάει αυτήν τη στάση, η κοιλιά του μωρού γουργουρίζει με μια πολύ μεγάλη σύσπαση. Η αναπνοή έχει σταματήσει Το σώμα είναι άκαμπτο, μελανιασμένο. Χαλαρώνει αργά, το κλαψούρισμα αρχίζει πάλι. Το αριστερό βλέφαρο πέφτει και κλείνει.
Αρχίνησε μ' αυτό το μάτι. Ήτανε λατρεμένο μωρό! Κανονικό σε όλα του. Θήλαζε. Δεν το 'χω βγάλει έξω καθόλου. Είναι μόλις έξι εβδομάδων. Πώς μπορεί να το 'παθε;
Το μυτερό γένι πλησιάζει. Είναι μόλυνση – έτσι δεν είναι, γιατρέ;
Ναι.
Μα δεν τo πήγα πουθενά. Πώς το 'παθε;
Πρέπει να το άρπαξε από κάποιον που το παίρνει αγκαλιά – μπορεί από κάποιον από σας.
Θα πεθάνει;
Νομίζω πως ναι.
Ω! Προσεύχομαι στον Θεό να το πάρει.
Έχετε άλλα παιδιά;»
Ένα κορίτσι πέντε χρονών, κι αυτό το αγόρι.
Θα πρέπει να περιμένουμε.
Ξανά η νύχτα. Το γένι μ' ακολουθεί ως την πόρτα. Κλείνει την πόρτα προσεκτικά! Είμαστε μόνοι μες στη νύχτα.
Είναι μόλυνση;
Ναι.
Η γυναίκα μου είναι καθολική, εγώ όχι. Το ετοίμασε για βάφτιση! Χύνουν νερό μ' ένα κανάτι στο κεφάλι του – να, έτσι. Κυλάει στο πρόσωπό του, εκεί όπου βαφτίζουν κάθε λογής μωρά· μέσα στο μάτι του ίσως. Αστείο πράμα.
― THE FARMERS’ DAUGHTERS - The Collected Stories of William Carlos Williams, εκδ. New Directions
21.26
Ο Τσόκος το 1953. Βρήκα τη φωτογραφία του, τυχαία χθες. Αγράμματος, οξύθυμος, καλόκαρδος. Ήρθε από τα Στροφάδια, με τον σεισμό. Στα ερείπια που φαίνονται πίσω του χτίστηκε το κελί όπου έζησε μέχρι το βαθύ του γήρας. Δίπλα στο σπίτι μας. Είχε χαμηλό τοίχο, κληματαριά και κρεμασμένο ένα μεγάλο κλουβί με παπαγάλο που είχε μάθει να τραγουδάει τη «Ραμόνα». Τα καλοκαίρια, σκαρφαλώναμε και τον ρωτάγαμε: «Παπαγάλε, θες μαϊντανό;». Αυτό, περιέργως, εξόργιζε το πουλί, που άρχιζε να κρώζει στο άκρατο σιωπητήριο του καταμεσήμερου μέχρι ο Τσόκος να μάς μπουγελώσει.
Το λές και παλιά ευτυχία, αν θες να υπέρβάλλεις λίγο...
23.01
Ποτέ μην κοιτάς αφ' υψηλού τη λαϊκή κουλτούρα, διανοούμενε της πλάκας. Δες ένα ποιηματάκι που βρήκα σε ένα παλιό «Ρομάντσο». Η «χαμηλή φωνή», που τόσο άρεσε στον Αναγνωστάκη, σε ένα περιοδικό για νοικοκυρές. Στα υπόγεια ρεύματα όπου σμίγουν η Lower Aesthetica με την Upper Vulgaria δημιουργείται το παμπάλαιο καινούριο.
Τα ξαναλέμε!