Το φόρτωμα της μουσικής κομψότητας
Ξαναδιαβάζοντας Ασλάνογλου
ΗΡΘΕ Η ΚΟΥΒΕΝΤΑ στον Ασλάνογλου. Είπα ότι, αν και με συγκινούν πολλά του ποιήματα, ξαναδιαβάζοντάς τον πρόσφατα, είδα οι στίχοι να παρασέρνονται από την ίδια τους τη μουσική.
― Είναι κακό αυτό; ρώτησε ο (σοβαρός) φίλος, λίγο επιτιμητικά.
Το σκέφτηκα μετά.
Ναι, είναι γενικό αυτό το πρόβλημα με οτιδήποτε έχει μέσα του ρυθμό. Χρειάζεται τιμόνι. Αν το βαρκάκι αφεθεί στο κύμα, θα εξοκέλλει στις ξέρες του νοήματος. Ο ποιητής ξέρει πού θέλει να πάει― πλοηγεί μεν στα μαύρα νερά του υποσυνείδητου, αλλά δεμένος στο κατάρτι. Κάθε εγκατάλειψη στη μουσική, ίσον θολά νοήματα. Της μεγάλης ποίησης οι χρησμοί, οι παραβολές και τα αινίγματα είναι κοφτά και σαφή· έχουν την παράξενη, μεταφυσική σχεδόν διαύγεια που ορισμένες φορές μάς πιάνει στη μεγάλη μας μέθη.
Είναι ωραίος ποιητής ο Ασλάνογλου, αλλά φέρει αυτό το μικρό φόρτωμα της μουσικής κομψότητας (το έχει κι ο Κανελλόπουλος στο σινεμά, από τη γενιά του), που δεν τον αφήνει να πιεί νερό, αν κι έχει φτάσει στην πηγή.
Προσωπικά, δεν μ' εμποδίζει αυτό το ελάττωμα να συγκινούμαι και από τον Ασλάνογλου και από τον Κανελλόπουλο. Τύποι αληθινοί που ψεύδιζαν μού έχουν φανεί πολύ πιο γοητευτικοί συγκριτικά με την εφιαλτική ορθοφωνία άλλων― π.χ. το κερένιο ζεύγος Μυράτ/ Ζουμπουλάκη: είχαν τόσο πολύ μαστιγώσει τη μουσική μέσα τους, που έμοιαζαν με ανδρείκελλα του Σαντ.