Ντατούρα, η νάρκη και το σεξ
Δυο λόγια για το μυστικό μου κόλλημα με μια ταινία, εξαιτίας του δηλητηριώδους άνθους της: Την Ομίχλη κάτω απ' τον ήλιο, του Νίκου Λυγγούρη, ο οποίος αύριο έχει την τιμητική του.
ΕΧΩ ΕΝΑ ΚΟΛΛΗΜΑ με την Ντατούρα. Για πολλούς λόγους. Βασικά, υπάρχει ένα ολόκληρο δέντρο απέναντι από το πατρικό μου στο νησί. Και στα λιόμενα, παραδίπλα. Υπάρχουν εφτά ποικιλίες ντατούρα (έχουμε 2-3 στο νησί) όμως αυτό που με σκαλώνει είναι ο θάμνος της φωτογραφίας. Την τράβηξα σήμερα. Δεν ξέρω αν είναι Brugmansia Arborea ή Datura stramonium ― μικρό το κακό. Σημασία έχει ότι είναι ωραία λουλούδια κι άσπρα - και σημαίνουν θάνατο.
Τα λουλούδια της ήξερα ανέκαθεν ότι είναι δηλητηριώδη (περιέχουν ατροπίνη, σκοπολαμίνη και υοσκυαμίνη) - «αν τ΄αγγίξεις, θα πεθάνεις». Δεν ισχύει. Είναι όμως τοξικά όντως- στην ίδια αυλή, οι καλές γυναίκες καλλιεργούσαν μια σειρά αφιόνι (Παπαρούνα η Υπνοφόρος) για «να κοιμούνται τα μωρά όση ώρα πλένουνε».
Για χρόνια, το μπέρδευα με τη Μπελαντόνα. Αλλά ένα άρθρο που είχα διαβάσει φοιτητής στο Σύγχρονο Κινηματογράφο, με έκανε να ψάξω και να εντρυφήσω τρόπος του λέγειν στο είδος. Το άρθρο ήταν ένα σύντομο σημείωμα του Βακαλόπουλου για μια ταινία του Νίκου Λυγγούρη - το «Ομίχλη κάτω απ' τον ήλιο» (1980). Ήμουν αρρωστάκι και με το περιοδικό και με τους δυό γραφιάδες του και επιπλέον, χωρίς να αναφέρεται ρητά, υπήρχε κάτι queer στην ατμόσφαιρα της ταινίας - είχε δημοσιευτεί μόνο μια φωτογραφία στο περιοδικό, που με είλκυε χωρίς να ξέρω τους λόγους. Τώρα ξέρω. Υποδήλωνε μια ελευθεριότητα που δεν υπήρχε στην στενή αυλή που ζούσα. Οσμιζόμουνα την αταξία της στον αέρα. Κι έτρεχα πίσω από ό,τι μου έδινε υποσχέσεις αυτεπιβεβαίωσης σαν υπνωτισμένος.
Η υπόθεση της ταινίας: Χανιά, δεκαετία του ’70. Ο Ιππόλυτος, φοιτητής της Βοτανικής, για να μπορέσει να συνεχίσει ανενόχλητος τα πειράματά του με το φαρμακευτικό φυτό datura fastuosa, παντρεύεται τη χήρα του πεθαμένου καθηγητή του. Στο ίδιο σπίτι ζει και η ψυχοκόρη του καθηγητή, που –όπως και η χήρα– είναι ερωτευμένη μαζί του. Μια μέρα, ο Ιππόλυτος γνωρίζει ένα ζευγάρι μυστηριωδών Γερμανών που τον σαγηνεύουν αμφότεροι...
Την ταινία δεν την είδα ποτέ, δεν υπήρχε πουθενά όταν την έψαξα αργότερα, κάνοντας defragmentation στον εαυτό μου . Διάβασα όμως μια συνέντευξη του συμπαθέστατου Λυγγούρη, ο οποίος μένει μόνιμα στο Βερολίνο, στο Flix.gr. Λέει για την ταινία:
Αυτό το φιλμ το είχα κυριολεκτικά ξεχάσει. Πλην μιας δεκαεξάρας κόπιας, δεν υπήρχε επί χρόνια τίποτα. Η μοναδική κασέτα VHS που υπήρχε είχε σβηστεί κι αυτή κατά λάθος πριν πολλά χρόνια. Από την άλλη, για να πούμε την αλήθεια, ενώ η διαδικασία κατασκευής αυτής της ταινίας ήταν γεμάτη χαρά, η προβολή της το 1980 στο τότε Ελληνικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν μια εμπειρία πονεμένη κι απογοητευτική. Ηταν μια φριχτή εποχή όπου κυβερνούσε ένας λυσσασμένος, φανατισμένος εξώστης γεμάτος μίσος για τον συνάνθρωπο και την τέχνη. Ηταν επίσης μια εποχή γεμάτη σεξουαλική υποκρισία, σεμνοτυφία και καφρίλα. Υπήρξε από μεριά διαφόρων ομάδων τότε κατά την προβολή μια αποκρουστική και λυσσασμένη αντίδραση κατά με φωνές, ουρλιαχτά και γέλωτες. Ενα κοινό γεμάτο κακία και μιζέρια, ομοφοβικό και αρκετά αναλφάβητο γενικώς και ειδικώς, κινηματογραφικά και πολιτιστικά. Ακολούθησαν την επόμενη μέρα κατινίστικα άρθρα της Ροζίτας Σώκου στον κίτρινο τύπο της εποχής με ανόητους τίτλους όπως «Ταινία για ομοφυλοφίλους διχάζει το φεστιβάλ», η λίβελλοι σε εφημερίδες όπως η ΑΥΡΙΑΝΗ.
Υστερα από 15 χρόνια, όταν παιζόταν στο (επιτέλους) μεταλλαγμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία μου «Καρδιά Από Πέτρα» ένας Ελληνας σκηνοθέτης που ήταν μάρτυρας των γεγονότων του 1980 με πλησίασε και μου ζήτησε συγγνώμη και μου επιβεβαίωσε ότι τα επεισόδια εκείνα ήταν και λίγο οργανωμένα από πριν από άτομα που μισούσαν όχι μόνο την ομοφυλοφιλία αλλά και το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Τον άνθρωπο αυτό τον εκτιμώ μέχρι σήμερα.
Αυτά για να μην ξεχνάμε πως ήταν κάποτε η κατάσταση στην Ελλάδα.
Οταν πριν κάποιους μήνες βγήκε λοιπόν το DVD της «Ομίχλης» από την κόπια και το είδα συνέβη κάτι παράξενο. Υπήρχαν πράγματα που τα είχα τελείως ξεχάσει. Είχα να δω το φιλμ πάνω από 20 χρόνια. Προς μεγάλη μου έκπληξη, κι αυτό το λέω χωρίς πρόθεση αυτολιβανίσματος, βρήκα ότι το φιλμ δεν ήταν καθόλου για πέταμα. Το αντίθετο. Πολλά πράγματα μου φάνηκαν φρέσκα και «αχρονικά». Ήταν μια αθώα ταινία.
Μια φίλη που είδε πρόσφατα (για πρώτη φορά) την ταινία μου είπε ότι «αντέχει» στην σκόνη του χρόνου πολύ καλύτερα από άλλες ταινίες της εποχής εκείνης, όλες τους με «σπουδαία» θέματα, που έχουν γεράσει και δεν ενδιαφέρουν πια κανένα. Αυτό που μπορεί κανείς να καταλογίσει στο φιλμ είναι η καθοδήγηση των ηθοποιών. Λέω «ίσως» γιατί πλην της Νέλλης Αγγελίδου που ακολουθούσε το δικό της «επαγγελματικό» στυλ παιξίματος οι άλλοι ηθοποιοί έπαιζαν λιγότερο η περισσότερο τους εαυτούς τους. Δεν μας ενδιέφερε το σπουδαίο παίξιμο αλλά η εσωτερική ομορφιά του προσώπου. Και αυτή νομίζω είναι ορατή σε κάθε καρέ του φιλμ.
(...)
Στην ταινία δεν υπάρχει «ψυχολογία» ούτε ηθοποιία. Τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων τα έχει αναλάβει να τα εκφράσει η μουσική - και η φωτογραφία. Η μουσική είναι δηλαδή μία από τις πρωταγωνίστριες του φιλμ.
ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν συμβαίνει και σε άλλους ενήλικες, αλλά αφότου μεγάλωσα, βαραίνουν μέσα μου παράξενα, περισσότερο τέτοια έκκεντρα κολλήματα, παρά οι αναμενόμενες μνήμες. Νομίζω μάς διαμορφώνουν περισσότερο τα πράγματα που νομίζαμε ότι αποκαλύπτονται αποκλειστικά σε εμάς, και τα κρατήσαμε κατά κάποιον τρόπο μυστικά, παρά τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που κολυμπήσαμε στο ρεύμα τους σα ψάρια. Π.χ. για αυτή την ταινία, δεν έχω μιλήσει ποτέ σε κανέναν, αν και αυτά που διάβασα ή η μία φωτογραφία που είδα, λειτούργησαν ως προσωπικός κανόνας queer αυτοπροσδιορισμού. Έλεγα μέσα μου: «Να, έτσι ζουν τα χιπ παλιόπαιδα της Αθήνας, τολμηρά και ρηξικέλευθα, φοράνε άσπρα τζιν, έχουν κάτι πρόστυχο και πικρό ταυτόχρονα, είναι ανορθόδοξοι στο σεξ, αγαπούν τον ασπρόμαυρο κόκκο των 16 mm, μιλούν αργόσυρτα, πυκνά κι ακατανόητα, πίνουν πολύ και αγαπούν τη νάρκη, διότι ενδεχομένως έχουν κι αυτοί τραύματα όπως εσύ... τρέχα να τους φτάσεις».
Σκέψεις ενός παιδιού της επαρχίας!
Τώρα όμως που τα χρόνια πέρασαν και είμαι πάλι αυτό που ήμουν πάντα ―ένα παιδί του Αγίου και του ποταμιού― αυτές οι μοναχικές «φαντασίες» που ζύμωσαν ό,τι υπήρξα, ό,τι απέγινα, διεκδικούν ξανά ό,τι τους αναλογεί, ανεμπόδιστα. Έτσι κι αλλιώς, ό,τι έγινε, έγινε κι ας λένε πλέον οι μαλάκες ό,τι θέλουν.
Η ντατούρα του Λυγγούρη ήταν για μένα μια λανθάνουσα ευλογία, ένας αφανής αστερισμός που μου ΄φεξε στη μαύρη νύχτα. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να περιγράψω το κουλό φαινόμενο, να σημαίνει τόσα πολλά για κάποιον μια ταινία που δεν την είδε ποτέ!
Χαίρομαι λοιπόν, που ο ευγενής δημιουργός που λοιδωρήθηκε στα 80's, ζει και βασιλεύει και σε λίγες ώρες, αύριο Δευτέρα, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού θα παρουσιάσει στις 8 το βράδι, διαδικτυακά την ταινία του "Οι εραστές της Αξού" ― Μια μέρα απ’ τη ζωή του Γιώργου και της Μαρίας, Ελλάδα / Γερμανία 2007, 80 λεπτά, ελληνικά με γερμανικούς υπότιτλους.
(Υποσημείωση για τον Τ.: Έχω και στην Αθήνα μια Brugmansia Arborea. Μου την έδωσε ένα βράδυ στο Paleo το κορίτσι του Γιάννη Καϋμενάκη, που είναι κι αυτή απ' τη Ζάκυνθο. Πήγε να μαραθεί, μα σφύζει!)