Ο αποδεκατισμός των μιναδόρων. Μετά τα 60, οι διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους αμβλύνονται. Λίγη σημασία έχει πόσα ξέρεις ή πόσα έχεις. Σημασία έχει τι θυμάσαι κι αν ο δίπλα σου, το θυμάται κι αυτός.
Σήμερα είχαμε πανηγύρια στη γειτονιά. Γιόρταζε το άνθος του Άμμου, ο Άγιος Νεομάρτυρας Θεόφιλος ο Ζακύνθιος. Βγαίνοντας απ΄το σπίτι μου, έπεσα πάνω στη λιτανεία, που έκανε σλάλομ στα αυτοκίνητα. Στάθηκα πίσω από την κυρία που βλέπετε δεξιά, την αγαθή και άδολη Γ., η οποία δεν με πήρε χαμπάρι απορροφημένη από το σταυροκόπημα και τις παρακλήσεις που μουρμούραγε.
Για να είμαι ειλικρινής αγνοούσα τις επιδόσεις του νεομάρτυρα. Είχα ακούσει μόνο τις γυναίκες να λένε ότι τον βασάνισαν οι Τούρκοι, όταν ήταν ναυτικός και ταξίδευε στα καράβια. Για την ακρίβεια, τον έκαψαν στα 18 του χρόνια. Τα χριστιανικά σάιτ έχουν μερικές σκαμπρόζικες λεπτομέρειες: Ήταν ωραίος και σωματώδης («ρωμαλέος στο σώμα»). Το σάιτ Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (patrokosmas.gr) γράφει ότι «περιτμήθηκε με τη βία από τους Τούρκους, που θέλησαν να τον στείλουν δώρο στο παλάτι του Σουλτάνου». Αντιστάθηκε, δραπέτευσε και τα λοιπά. Κάτι σαν τράφικινγκ τη δεκαετία του 1630.
Ακολούθησα την φιλαρμονική, κι έφτασα στο καμπαναριό, όπου συνάντησα ένα μπάρμπα μου ελαιοχρωματιστή.
Εκεί ανέκαθεν πηγαίνουν οι λαϊκοί άνθρωποι της γειτονιάς μου για να πάρουν φρέσκο. Φυσάει πάντα από τη θάλασσα. Κάθονται ως αργά. Πειράζονται, λένε τα οικογενειακά τους και κουτσομπολεύουν. Ψαράδες, ναυτικοί ― γέροι πια και λίγοι.
«Εδώ μέχρι πρόπερσι, μαζευόντουσαν καμμία πενηνταριά».
«Πού πήγαν;»
«Πεθάνανε μονοκοπανιά οι μιναδόροι»
Μιλάει ένας παλιός φίλος του πατέρα μου, δίχως μασέλα, ναυτικός. Μασάει τα λόγια του και κάθε που γελάει είναι σα να αρχίζει να στροφάρει μια τουρμπίνα στα έγκατά του που αλέθει γάτες. Μου υπόσχεται ότι θα μου φέρει μια φωτογραφία από ένα γάμο, που η μάνα μου και ο πατέρας μου είναι νέοι, αγκαλιά.
«Σπάνιο», λέω.
«Πέθανε νέος» απαντάει και το θολό του μάτι σοβαρεύει. Kαι μετά κάτι ξαναλέει για τους μιναδόρους δίπλα.
Το «μιναδόρος» είναι ο τρυφερός μας τρόπος για να λέμε το «μαλάκας». Είναι γαλόνι φιλίας - ή μάλλον οικειότητας. Προέρχεται από την βενετσιάνικη ονομασία του μεταλλωρύχου (minador ) και φαντάζομαι ο παραλληλισμός γίνεται ανάμεσα στην παλινδρόμηση του κομπρεσέρ και το τάκα-τάκα της λάγνας παλάμης.
Όντως οι γέροι μιναδόροι έμνεσκαν αποδεκατισμένοι στο καμπαναριό, ενώ πάνω από την εκκλησία της Φανερωμένης (την ενορία του σωματώδους νεομάρτυρα) έσκαγαν λίγα αχαμνά πυροτεχνήματα, μονόχρωμες μονοκοντυλιές στον ουρανό -μια κούφια έκρηξη και πέντε έξι πράσινοι κροσσοί που σχημάτιζαν αδέξιες μαργαρίτες. Σα σκίτσο του Shringley (ή του Πολενάκη).
Είχα καιρό να νοιώσω τόση τρυφερότητα.
Μετά τα 60, οι διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους αμβλύνονται. Λίγη σημασία έχει πόσα ξέρεις ή πόσα έχεις. Σημασία έχει τι θυμάσαι κι αν ο δίπλα σου, το θυμάται κι αυτός. Δεν είναι θέμα νοσταλγίας, αλλά ιστορικότητας. Ξέρουμε πια ότι κάτι σπρώχνει τους πρωινούς στην έξοδο - κόσμος πάει κι έρχεται. Μια κοσμική παλάμη που μινάρει ατέρμονα, ξεχύνοντας αλλεπάλληλες , θνησιγενείς φαντασμαγορίες: τη ζωή μας.
«Μη γράψεις αυτά τα πράμματα!» με προειδοποίησε ο μπάρμπας μου, φεύγοντας.
«Έννοια σου» του είπα.