TO BLOG ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΥ
Facebook Twitter

'Οταν εγώ δεν θα αισθάνομαι τίποτα, θα αισθάνεσαι εσύ







'Οταν εγώ δεν θα αισθάνομαι τίποτα, θα αισθάνεσαι εσύ


Σε αντίθεση με τον καθολικισμό, που απεικονίζει τον θάνατον σαν έναν σκελετό, στην ορθοδοξία ο θάνατος είναι μια κοπέλα όνειρο, μ’ ένα φουστάνι μούρλια, μ’ ένα φτερό παγωνιού στο κεφάλι, να σέρνει χορό με μαντιλάκι μπροστά και πίσω ν’ ακολουθούν νέοι, γέροι, γυναίκες, μωρά. Καλαματιανό. Έτσι, όταν εγώ δεν θα αισθάνομαι τίποτα, θα αισθάνεσαι εσύ. «Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν»

― Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, συνέντευξη στο Τέταρτο, ολόκληρη εδώ

Λαγνεία, καρκίνος, γυμνοί άντρες Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Ένα μωρό κοιμάται μακάριο στη σκιά ενός φοίνικα, σήμερα στην Κρήτη. Μια αχτίνα τού καίει λίγο το πρόσωπο. Η μαμά του τραβάει την ξαπλώστρα, απαλά, μη το ξυπνήσει.



 

Η λαγνεία και ο καρκίνος Facebook Twitter
Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

Ένας άντρας διαβάζει στα Φαλάσαρνα το βιβλιαράκι του, χθες.



 


Ο ΠΟΘΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ

δφ
Ανί Ερνό

Διάβασα φέτος 2-3 βιβλία της Ανί Ερνό, όταν χτύπησα το πόδι μου. Δεν ξέρω τι να πω. Δεν μπόρεσα να τα αφήσω (τα δύο ήταν και συντομότατα), ακόμη όμως δεν ξέρω τι αίσθηση ακριβώς μού άφησαν. Κάτι απροσδιόριστο. Ίσως επειδή ήταν πολύ καινούριο, ενώ μοιάζει παμπάλαιο. Ίσως επειδή φαινόταν απλό, ενώ είναι σύνθετο. Σίγουρα όμως έχουν μια ποιητική ωμότητα που ποτέ δεν γίνεται γκροτέσκα, ως συνήθως, ή ποζάτη, ως συνηθέστερα. Έχει δηλαδή, δική της φωνή, πράγμα θεμελιώδες.

Το διαπιστώνω διαβάζοντας το νέο της  κείμενο σήμερα στο Νew Yorker, με τίτλο «Περί πόθου και καρκίνου». Έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για την αρρώστια και τις συναισθηματικές επιπλοκές της, πρώτη φορά διαβάζω όμως κάτι τόσο απελευθερωτικά σοκαριστικό.

Μεταφράζω την αρχή του, πολύ πρόχειρα (κι ενδεχομένως με λάθη)

Το 2004, η βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας Annie Ernaux ανέλαβε να γράψει για μια σειρά φωτογραφιών που τράβηξε κατά τη διάρκεια μιας έντονης σεξουαλικής σχέσης που είχε,  η οποία συνέπεσε με τις χημειοθεραπείες της για  καρκίνο του μαστού. Βλέποντας τις εικόνες, οι οποίες δείχνουν ρούχα πεταμένα στα πλακάκια της κουζίνας και σελίδες με γραπτά που έχουν πέσει από τα τραπέζια στην άτακτη ορμή του έρωτα, η Ernaux θέτει ερωτήματα σχετικά με την επιθυμία, την τέχνη και τη θνητότητα. 

ΕΙΔΑ ΤΟ ΦΥΛΟ του Μ. για πρώτη φορά τη νύχτα της 22ας Ιανουαρίου 2003, στην είσοδο του σπιτιού μου, στις σκάλες που οδηγούν στα υπνοδωμάτια. Υπάρχει κάτι το εξαιρετικό την πρώτη φορά που βλέπεις το φύλο του άλλου, τα αποκαλυπτήρια αυτού που ήταν μέχρι τότε άγνωστο. Με αυτό λοιπόν θα ζήσουμε― θα ζήσουμε τον έρωτά μας. Ή όχι.

Είχαμε δειπνήσει μαζί σε ένα εστιατόριο που γνώριζε καλά στην οδό Σερβαντονί, κοντά στους κήπους του Λουξεμβούργου. Είχε μόλις εγκαταλείψει τη γυναίκα με την οποία ζούσε αρκετούς μήνες. Κατά τη διάρκεια του γεύματος, του είπα: «Θα ήθελα να σε πάω στη Βενετία», και αμέσως πρόσθεσα: «αλλά δεν μπορώ αυτή τη στιγμή, γιατί έχω καρκίνο του μαστού και την επόμενη εβδομάδα θα υποβληθώ σε εγχείρηση στο Ινστιτούτο Κιουρί». Δεν έδειξε κανένα από τα σημάδια -την σχεδόν ανεπαίσθητη σύσπαση, το ξαφνικό πάγωμα- με τα οποία ακόμη και οι πιο καλλιεργημένοι και ψύχραιμοι άνθρωποι αφήνουν να φανεί ο τρόμος τους, όταν τους λέω ότι έχω καρκίνο. Η μόνη φορά που φάνηκε να ενοχλείται ήταν όταν του αποκάλυψα ότι το νέο μου χτένισμα, το οποίο είχε επαινέσει πολλές φορές, ήταν περούκα και ότι είχα χάσει τα μαλλιά μου λόγω της χημειοθεραπείας. Αναμφίβολα απογοητεύτηκε, ακόμη και ταπεινώθηκε, όταν έμαθε ότι το αντικείμενο του θαυμασμού του ήταν μια περούκα.

(Τώρα μου έρχεται στο μυαλό ότι είπα στον Μ. «Έχω καρκίνο του μαστού» με τον ίδιο απότομο τρόπο που είχα πει σε ένα αγόρι καθολικής ανατροφής, στη δεκαετία του '60, «Είμαι έγκυος και θέλω έκτρωση» -για να τον πάρω από τα μούτρα, μη δίνοντάς του χρόνο να φυλάξει τα νώτα του και να προετοιμάσει την αντίδρασή του όταν θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια αβάσταχτη πραγματικότητα).

Μετά το δείπνο, πήγαμε σε ένα έρημο μπαρ στην Rue de Condé, με έναν μεγάλο Βούδα στην είσοδο. Κάποια στιγμή, μιλώντας το ίδιο ωμά όπως και εγώ όταν του είχα πει για τον καρκίνο μου, είπε: «Έχω να σου προτείνω κάτι ευθέως: έλα να περάσεις τη νύχτα μαζί μου στο ξενοδοχείο μου». Αρνήθηκα, επειδή είχα ραντεβού με τον αναισθησιολόγο το επόμενο πρωί, και αντ' αυτού τον προσκάλεσα στο σπίτι μου. Φεύγοντας, βάλαμε ένα νόμισμα στα πόδια του Βούδα. Πήραμε μαζί τον R.E.R. Το μόνο που θυμάμαι από τη διαδρομή είναι μια νεαρή, μοντέρνα ντυμένη μαύρη γυναίκα που καθόταν δίπλα μας και μιλούσε στο τηλέφωνο με ακουστικό, διαφωνώντας με τρόπο που χρησιμοποιεί κανείς μόνο με κάποιον κοντινό του άνθρωπο -σύζυγο, μητέρα, παιδί.

Δεν έβγαλα την περούκα μου στο κρεβάτι. Δεν ήθελα να δει το φαλακρό κρανίο μου. Η χημειοθεραπεία είχε αφήσει άτριχο και το εφηβαίο μου. Κοντά στη μασχάλη μου, προεξέχοντας κάτω από το δέρμα, υπήρχε κάτι που έμοιαζε με καπάκι από μπουκάλι μπύρας, ένας καθετήρας που είχε εμφυτευτεί εκεί στην αρχή της θεραπείας.

Αργότερα παραδέχτηκε ότι είχε ξαφνιαστεί από το εφηβαίο μου, τόσο γυμνό όσο ενός μικρού κοριτσιού. Δεν είχε ακούσει ποτέ γι' αυτή τη συνέπεια της χημειοθεραπείας -αλλά ποιος μιλάει ποτέ γι' αυτό; Ούτε εγώ το ήξερα, μέχρι που μου συνέβη. Δεν πρόσεξε εκείνο το βράδυ ότι δεν είχα ούτε βλεφαρίδες ούτε φρύδια, αν και η απουσία τους μου έδινε το απόκοσμο βλέμμα μιας κέρινης κούκλας.

Κάποια στιγμή, κοιτάζοντας το στήθος μου, με ρώτησε αν ο καρκίνος ήταν στο αριστερό μου στήθος. Ξαφνιάστηκα. Το δεξί ήταν εμφανώς πιο πρησμένο από το αριστερό λόγω του όγκου. Μάλλον δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το πιο όμορφο από τα δύο ήταν το καρκινικό.

Υπήρχε μια μεγάλη γλυκύτητα στην παραμονή μου στο Institut Curie για την επέμβαση, η οποία πραγματοποιήθηκε έξι ημέρες αργότερα. Ο όγκος και αρκετοί λεμφαδένες αφαιρέθηκαν. Η ανάλυση αυτών των ιστών θα μας έδειχνε αν θα έπρεπε να αφαιρεθεί αργότερα ολόκληρος ο μαστός. Ο Μ. περνούσε ώρες κρατώντας με στην αγκαλιά του. Τα χαμόγελα των νοσοκόμων και των βοηθών εξέφραζαν την επιδοκιμασία τους. Το Σάββατο, χιόνισε. Μπορούσα να δω τις λευκές στέγες από το κρεβάτι μου. Άκουγα τον ήχο των διαδηλώσεων ενάντια στον επικείμενο πόλεμο στο Ιράκ που έφτανε από τη λεωφόρο Saint-Michel και από τον διάδρομο τον καθαρό και τακτικό χτύπο του ασανσέρ που σταματούσε στον όροφο μου. Έγραψα στο ημερολόγιό μου ότι ένιωθα απείρως ευτυχισμένη.

Εξαιτίας του απόλυτα λείου σώματός μου, ο Μ. με αποκαλούσε γοργόνα του. Ο καθετήρας που ήταν σαν όγκος που προεξείχε από το στήθος μου έγινε «υπεράριθμο οστό».

α
Φωτ.: Ανί Ερνό

Το χολ, 6 Μαρτίου 2003: Ρούχα και παπούτσια διάσπαρτα κατά μήκος ενός διαδρόμου με μεγάλα, ωχρά πλακάκια. Σε πρώτο πλάνο, στα δεξιά, υπάρχει ένα κόκκινο πουλόβερ ή πουκάμισο και ένα μαύρο μπλουζάκι που φαίνεται να έχουν βγει και γυρίσει ανάποδα με μια κίνηση, μοιάζοντας με την προτομή ενός αγάλματος, με το στέρνο να αποκαλύπτεται και τα χέρια να κόβονται. Μια λευκή ετικέτα είναι φαίνεται στο μπλουζάκι. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται ένα κουβαριασμένο τζιν παντελόνι  με μια μαύρη ζώνη. Αριστερά του τζιν, η κόκκινη φόδρα ενός κόκκινου σακακιού πεταμένο στο πάτωμα σα ξεσκονόπανο. Πάνω του, ένα μπλε καρό μποξεράκι κι ένα άσπρο σουτιέν, που το ένα λουράκι του έχει πιαστεί στο τζιν. Πίσω, μια ανδρική μπότα  δίπλα σε μια τσαλακωμένη μπλε κάλτσα. Αρκετά μακριά και κάθετα μεταξύ τους στέκονται δύο μαύρες ψηλοτάκουνες γόβες. Ακόμα πιο μακριά, προεξέχοντας κάτω από το καλοριφέρ, βρίσκεται η μαύρη κηλίδα ενός πουλόβερ ή μιας φούστας. Στην άλλη πλευρά, δίπλα στον τοίχο, βρίσκεται ένας μικρός ασπρόμαυρος σωρός, που είναι αδύνατο να αναγνωριστεί. Στο βάθος διακρίνεται μια ντουλάπα και το κάτω μέρος μιας καμπαρντίνας, που η ζώνη της κρέμεται. 




_________________

H σαγήνη της Rolleiflex 

Η λαγνεία και ο καρκίνος Facebook Twitter
Σωκράτη Καψάσκη, Ο ζεστός μήνας Αύγουστος
Η λαγνεία και ο καρκίνος Facebook Twitter
Σωκράτη Καψάσκη, Ο ζεστός μήνας Αύγουστος

Στο Ζεστό Μήνα Αύγουστο του συμπατριώτη μου Καψάσκη (που μετέφρασε τον Οδυσσέα του Τζόις - άθλος!) και ήταν ιδιοκτήτης του πιο σπουδαίου κινηματογράφου για σινεφίλ που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα, του Studio, τέλος πάντων, κάνει την  εντυπωσιακή εμφάνισή της πέντε-έξι φορές η Rolleiflex 2.8. Tην κρατάει το ζιγκολό πλουσίων κυριών, που υποδύεται ο Πέτρος Φυσσούν (ψυχρός, κυνικός, ατσάλινος,  με αέρα Ρίπλεϊ) και βεβαίως ο φωτορεπόρτερ που φωτογραφίζει το πτώμα. Κάθε που εμφανίζεται το γλυκό μηχάνημα, χάνω την πλοκή, ζαλίζομαι λίγο, τρόπος του λέγειν.



 


Μια φωτογραφία που μού έστειλε ένας πολύ φίλος

Η λαγνεία και ο καρκίνος Facebook Twitter
Φωτ.: Ιδιωτική συλλογή

― Πόδια κότας βραστά.

― Θα τα φάει;

― Ναι, βέβαια, ετοιμάζεται να τα φάει.

― Κινέζος είναι;

― Όχι. Αλλά ούτε Έλληνας.

― Τού αρέσουν;

― Όχι ιδιαίτερα. Αλλά βοηθάνε στην πέψη κι έχει πρόβλημα

σ

 Φωτ.: Ιδιωτική συλλογή

― Τι πρόβλημα;

― Κάτι τον αναστάτωσε πολύ

― Τύπου;

― Ε, μόνο μια αναστάτωση επιτρέπεται να μας αναστατώνει

― Α, όχι φιλοσοφίες κούκλα μου, κι εσύ!

― Όταν κάποιος δικός μας πάει να πεθάνει

― Α, ζόρικο

― Μέχρι και εικονίσματα έχει, που δεν πιστεύει κιόλας





 


Ένα ξεδιάντροπα όμορφο ποίημα της Edna St. Vincent Millay

ς
Edna St. Vincent Millay

“What lips my lips have kissed, and where, and why”

What lips my lips have kissed, and where, and why,

I have forgotten, and what arms have lain

Under my head till morning; but the rain

Is full of ghosts tonight, that tap and sigh

Upon the glass and listen for reply,

And in my heart there stirs a quiet pain

For unremembered lads that not again

Will turn to me at midnight with a cry.

Thus in the winter stands the lonely tree,

Nor knows what birds have vanished one by one,

Yet knows its boughs more silent than before:

I cannot say what loves have come and gone,

I only know that summer sang in me

A little while, that in me sings no more.

     

― Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Vanity Fair τον Νοέμβριο του 1920

Η λαγνεία και ο καρκίνος Facebook Twitter
Ξεκίνησα χθες βράδυ να το κουτσομεταφράζω, αλλά νύσταζα πολύ, και σήμερα είπα, άσε καλύτερα να το κάνει κάποιος άλλος, δε χάθηκε ο κόσμος βρε αδερφέ... Φωτ.: Στάθης Τσαγκαρουσιάνος/ LIFO

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ