ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ, ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ
Σε μια ερημιά της Μακεδονίας χθες. Ένας δρόμος με λεύκες στ’ αδειανά χωράφια. Ένα σπίτι γκρεμισμένο από καιρό. Ένα παρεάκι σκύλων το φύλαγε ― τι φύλαγε; Όρμησαν στο αυτοκίνητο γαυγίζοντας. Σταμάτησα να τα χαζέψω. Πλησίασε ο τολμηρός. Όμορφος πολύ. Κατέβασε τ’ αυτιά, κούνησε την ουρά και γύρεψε τα χάδια.
Αυτό θέλω κι εγώ, του είπα… Πες το και στ΄ άλλα τα σκυλιά, να πλησιάσουν...