Σαγιάτ Νόβα, Το χρώμα του ροδιού: το εκτυφλωτικό αίνιγμα μιας ταινίας
Το αριστούργημα του Παρατζάνωφ επανακυκλοφορεί, ομορφότερο από ποτέ
Αξίζει να ξαναδεί κανείς την 4Κ κόπια του «Σαγιάτ Νόβα, Το χρώμα του ροδιού», που μόλις κυκλοφόρησε. Είναι σα να βλέπεις για πρώτη φορά την ταινία.
Από τις σακατεμένες κόπιες των θερινών της μεταπολίτευσης, μέχρι τη λάσπη των πρώτων dvd, το εικαστικό αυτό λεπτούργημα του Παρατζάνοφ είχε κακοποιηθεί όσο ελάχιστες άλλες ταινίες.
Τώρα λάμπει, αποκατεστημένο από τους μάστορες της Cineteca di Bologna. Τα μοναστήρια της Γεωργίας και της Αρμενίας αστράφτουν κάτω από τον ήλιο, τα λιωμένα ρόδια, οι πολύτιμοι λίθοι (λάπις λάζουλι, ζαφείρια και ρουμπίνια), τα πολυποίκιλτα χαλιά, τα ρούχα τα υφασμένα με πολύτιμες κλωστές και χάντρες, η χέννα στη παλάμη (σύμβολο του Ιρανού κατακτητή), τα τσόκαρα με πέτρες ελεφαντόδοντου στο χαμάμ, τα χόρτα και οι σκάλες που βάφτηκαν πρασινογάλαζα σαν σμαράγδια― όλα λάμπουν στα ιλιγγιώδη ταμπλό βιβάν, αυτού του μεγάλου σκηνοθέτη που πίστεψε στην ποίηση της εικόνας δίχως κανένα δισταγμό και όριο και ταλαιπωρήθηκε από τη στενόμυαλη εποχή του.
Το είδα απανωτά δυό φορές, απόψε, πράγμα που δεν συνηθίζω... Κυρίως για να αποκωδικοποιήσω τον πυκνό συμβολισμό του μέσω των σχολιαστών.
Έβγαλα με το κινητο μερικές φωτογραφίες που το αδικούν...
Αυτή η έκδοση παρουσιάζει το φιλμ που βρίσκεται πιο κοντά στο αρχικό όραμα του Parajanov, σε μια αποκατάσταση που φέρνει νέα ζωή σε έναν από τους πιο αινιγματικούς διαλογισμούς του κινηματογράφου για την τέχνη και την ομορφιά.
― Criterion Collection
ΔΕΙΤΕ ΤΟ TRAILER
Η πίστη μου είναι δυνατή σαν το γρανίτη
H κριτική που είχε γράψει ο Βασίλης Ραφαηλίδης για την ταινία, όταν είχε κυκλοφορήσει πρώτη φορά στην Ελλάδα:
Η πίστη μου είναι δυνατή σαν το γρανίτη. Είναι στίχοι του Αρμένη ποιητή Αρούθιν Σαγιαντίν (1712-1795), γνωστού με το παρατσούκλι Σάγιατ Νόβα, που σημαίνει «ο βασιλιάς του τραγουδιού». Όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, ο Σαγιαντίν ήταν ένας βασιλιάς χωρίς βασίλειο, κι όπως όλοι οι Αρμένιοι, ένας άνθρωπος ξεχασμένος πάνω στο Αραράτ απ' την εποχή του Νώε.
Ο μύθος διάλεξε την Αρμενία για να στεγάσει στα οροπέδιά της αυτούς που σώθηκαν απ' το βιβλικό κατακλυσμό. Και η Ιστορία, που συχνά συμμαχεί με το μύθο, δεν εννοεί να αφήσει το μύθο του κατακλυσμού στη μυθική του ησυχία: τον κάνει «ιστορική πράξη» κάθε τόσο, με ιδιαίτερη προτίμηση τη γύρω από το Αραράτ περιοχή της χώρας των Αρμενίων, ενός πανάρχαιου ινδοευρω- παϊκού λαού, που η Ιστορία τον γνωρίζει τουλάχιστον απ' τον 6ο π.Χ. αιώνα. Η Αρμενία ήταν και παραμένει η χώρα των βιβλικών καταστροφών, που δεν κατάφερε να φτιάξει τη δική της κιβωτό!
Μονοφυσίτες απ' τη... φύση τους, οι Αρμένιοι δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν πώς γίνεται και τα «φυσικά» πράγματα κόβονται στα δύο: στα δύο έκοψαν κάποτε οι πατέρες της εκκλησίας τη «φύση» του Θεού, αλλά οι Αρμένιοι δε δέχθηκαν ποτέ αυτόν τον τεμαχισμό: ο Θεός δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος και Θεός. Πρέπει να ξέρουμε να διαλέγουμε. Και η μονοφυσιτική αρμενική χριστιανική εκκλησία διάλεξε τη θεϊκή φύση του θεού, ίσως γιατί από το ύψος τού Αραράτ έβλεπε καλύτερα τι γίνεται από πάνω προς την πλευρά του ουρανού.
Στα δύο, επίσης, έκοψαν κάποτε και τη χώρα της Αρμενίας. Άλλο σκάνδαλο, διόλου μεταφυσικό αυτό. Στα δύο ακόμα έκοψαν οι Τούρκοι το κορμί του Αρμένη: απ' τη μια το ενοχλητικό «ξερό» κεφάλι του που, λόγω μονοφυσιτικής περί ανατομίας αντίληψης, ήθελε να το κρατήσει καλά στερεωμένο στους ώμους του, κι απ' την άλλη το «υπόλοιπο του σώματος», που ως υπόλοιπον, όπως όλα τα υπόλοιπα, χάνει το μονοφυσιτικό του νόημα.
Τώρα, ο «Αρμενικός Απελευθερωτικός Στρατός», κι αυτός μονοφυσιτικός, δηλαδή ενοποιητικός, προσπαθεί να δημιουργήσει μια καινούργια κιβωτό του Νώε, που κάποτε ελπίζει να την κάνει να καθίσει πάνω στο Αραράτ. Προς το παρόν, ωστόσο, την περιφέρει από λιμάνι σε λιμάνι κι από δολοφονία σε δολοφονία, προσπαθώντας να φτιάξει με τα κομμένα κεφάλια των «διφυσιτών» μια καινούργια μονοφυσιτική κιβωτό. Πώς να το κάνουμε, ο μονοφυσιτισμός, κι όχι μόνο στη θεολογία, είναι η ίδια η λογική και την απαίτηση για τον «ενοποιούντα Λόγο» οι Αρμένιοι την κληρονόμησαν απ' τους Έλληνες, εννοείται τους αρχαίους, γιατί για τους νέους ο «ενοποιών Λόγος» έπαψε να λειτουργεί εδώ και αιώνες.
Ο κατά κόσμον Σερκίς Παρατζανιάν και κατά κινηματογράφον Σεργκέι Παρατζάνοφ, είναι Αρμένης την καταγωγή, που γεννήθηκε, σπούδασε, ζει και (τώρα) δουλεύει στη γειτονική Γεωργία. Απ' το 1969, που γύρισε το Σάγιατ Νόβα (ελληνικός και ευρωπαϊκός τίτλος Το χρώμα τον ροδιού) μέχρι το 1973, δε δούλευε γιατί δεν μπορούσε, δηλαδή δεν του το επέτρεπαν λόγω «υπερβάλλοντος αισθητισμού». Η πρώτη του ταινία, Τα άλογα της φωτιάς (1965, ελληνικός και ευρωπαϊκός τίτλος Στη σκιά των λησμονημένων προγόνων), πέρασε σχετικά άνετα τις συμπληγάδες της λογοκρισίας. Γιατί, σ' αυτό το φιλμ αφενός το φολκλόρ ήταν ουκρανικό και αφετέρου υπήρχε μια δράση, ένα σενάριο, ένα μοντάζ — δηλαδή μια αφήγηση που είναι το καταρχήν ζητούμενο για έναν κινηματογράφο «λαϊκό». Αντίθετα, το Σάγιατ Νόβα είναι ένα «προκλητικά» αντιαφηγηματικό φιλμ, που όμως τα αφηγηματικά του στοιχεία συνιστούν τελικά μια άλλου είδους «πολυαξονική» αφήγηση, χωρίς χαρακτήρες και χωρίς καταστάσεις που κυοφορούν χαρακτήρες. Πρόκειται εδώ για τον εσωτερικό, μουσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό άξονα ενός ποιήματος. Και, βέβαια, δεν μπορεί να ζητάει κανείς από τους λογοκριτές απανταχού της Γης να καταλαβαίνουν από ποίηση. Αρκεί που καταλαβαίνουν από... σκοπιμότητες τούτοι οι ρινόκεροι.
Και η σκοπιμότητα υπαγόρευσε να κλειστεί ο Παρατζάνοφ στη φυλακή απ' το 1973 μέχρι το 1977, όχι σαν ομοφυλόφιλος, όπως λέχτηκε και γράφτηκε κατά κόρον εδώ στην «ανεκτική» δύση, που κόπτεται για την ελευθερία των ομοφυλόφιλων, κυρίως εκείνων που ζουν υπό σοσιαλιστικό καθεστώς, αλλά σαν κλέφτης. Πράγματι, ο Παρατζάνοφ έκλεψε μερικά κομμάτια απ' τους θησαυρούς της αρμενικής λαϊκής τέχνης, που κατακλύζουν από παντού τούτη την ταινία.
Κι εγώ στη θέση του θα τις έκλεβα. Πώς ν' αποφύγεις τον πειρασμό να μην ξαναστείλεις στα μουσεία, τούτα τα νεκροταφεία τού πνεύματος και της τέχνης, τουλάχιστον μερικά κομμάτια που όταν μπουν σε βιτρίνα, όταν ψεκαστούν με σκοροκτόνο, όταν πάρουν κωδικό αριθμό, όταν τεθούν στην «κοινή θέα» των ψαρίσιων ματιών των αργόσχολων, όταν η μαμά που ξεναγεί στο μουσείο λαϊκής τέχνης την κομψευόμενη κόρη της, της λέει: «Κοίτα τι ωραίο φόρεμα», όταν εν ολίγοις η απ' τη φύση της λειτουργική λαϊκή τέχνη μουμιοποιηθεί, πώς ν' αποφύγεις τον πειρασμό να «θέσεις σε κυκλοφορία» τη δουλειά του λαϊκού τεχνίτη, που, ο καημένος, αν ήξερε πως θα βαλσαμώσουν την ψυχή του οι «φιλότεχνοι», θα φρόντιζε να κάψει όλα τα έργα του.
Τούτο το φιλμ, που προηγείται της κλοπής, εξηγεί μια κλοπή: είναι τέτοια η αγάπη του Παρατζάνοφ για τη λαϊκή αρμενική τέχνη που θα δικαιολογούσε όχι μόνο την κλοπή αλλά και η κλοπή μετά φόνου που λέει ο λόγος. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ο Παρατζάνοφ είναι Αρμένης. Κι εδώ τούτος ο παθιασμένος Αρμένης παριστάνει τον Νώε που συμμαζεύει στην κιβωτό-ταινία του τα καλύτερα δείγματα μιας μεγάλης λαϊκής τέχνης, αυτά που πρέπει να σωθούν οπωσδήποτε από τον κατακλυσμό της βαρβαρότητας του βέβηλου βλέμματος των «επισκεπτών» του μουσείου, που το επισκέπτονται όπως περίπου και το διπλανό δημόσιο ουρητήριο: για την «ανάγκη» τους για ενημέρωση.
Ίσως, ακόμα, ο Αρμένης Παρατζάνοφ, σοβινιστής από αμυντική ανάγκη, όπως λίγο- πολύ όλοι οι Αρμένιοι, να βρήκε αυτόν τον προκλητικό τρόπο να πάρει μέρος στις δραστηριότητες του «Αρμενικού Απελευθερωτικού Στρατού».
Ο μονοφυσίτης Παρατζάνοφ φαίνεται πως τα κάνει και τα δυο. Πρέπει να του συγχωρήσουμε αυτή τη ματαιοδοξία, στην υπηρεσία της οποίας έχει βάλει όλα τα μέλη και όλες τις όψεις του σώματός του, πάλι σαν καλός μονοφυσίτης. Ο Παρατζάνοφ είναι στ' αλήθεια καλλιτέχνης, και οι αληθινοί καλλιτέχνες είναι απ' τη φύση τους μονοφυσίτες, δηλαδή ολοποιητικοί και ολοποιούντες τον κερματισμένο κόσμο μας. Άλλωστε, τον συγχώρεσαν και οι Σοβιετικοί που τον είχαν κλείσει φυλακή.
Σήμερα, ο «Παρατζάνοφ ο Ιδιόρρυθμος» δουλεύει και πάλι με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του στην ιδιόρρυθμη χώρα του, που την αγαπάει τόσο, ώστε να μη στέλνει από κει ούτε καν μια φωτογραφία του στο «εξωτερικό». Η φάτσα του παραμένει τόσο άγνωστη σ' εμάς όσο και τα κίνητρα αυτής της παράδοξης και προκλητικής συμπεριφοράς του.
Το Σάγιατ Νόβα, λοιπόν, είναι η ποιητική βιογραφία ενός ποιητή φτιαγμένη από έναν άλλον ποιητή. Ωστόσο, σημασία εδώ δεν έχουν οι δύο ποιητές ως προσωπικότητες. Αυτοί, απλώς είναι οι δύο υπερφορτισμένοι με ποιητικό ρεύμα πολύ υψηλής τάσεως πόλοι, ανάμεσα στους οποίους θα τιναχτεί ένα μαγικό τόξο: η ταινία. Ο ένας ποιητής μεταβιβάζει στον άλλον, μέσα απ' τους αιώνες, τα πριν από το λόγο ερεθίσματά του κι αυτός τα συλλαμβάνει με τις κεραίες του και τα κάνει χρώματα και εικόνες. Έτσι, η γραπτή ποίηση του Σάγιατ Νόβα γίνεται οπτική ποίηση από τον Σεργκέι Παρατζάνοφ όχι αναλογικά, γιατί τέτοια αναλογία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ανάμεσα σε δύο ριζικά διαφορετικούς κώδικες, αλλά προλογικά: ο Παρατζάνοφ «πιάνει» την ποίηση του Νόβα πριν αυτή κρυσταλλωθεί σε λόγο. Στην πραγματικότητα, αυτό που «πιάνει» είναι η ποιητική διάθεση ενός ποιητή, πριν αυτή η διάθεση γίνει ποίηση. Το φιλμ, δηλαδή, δεν είναι μια εικονοποίηση ποιημάτων, πράγμα που έχει γίνει πολλές φορές. Είναι μια μαγική επίκληση στο «πνεύμα του ποιητή», μια μαγική τελετή «σύλληψης» αυτού του πνεύματος με το φακό και μια αιχμαλωσία του πάνω στη σελιλόιντ.
Εγχείρημα πέρα για πέρα τρελό, που θα κατέληγε σίγουρα σε εντυπωσιακό φιάσκο, αν ο Παρατζάνοφ αφηνόταν σε μια εκλογίκευση, σ' ένα στοχασμό πάνω στην ποίηση ενός ποιητή ή πάνω στη ζωή του που κυοφόρησε αυτή τη συγκεκριμένη ποίηση, που, σημειωτέον, δεν τη γνωρίζουμε. Αυτοεγκαταλείπεται, λοιπόν, στα συναισθήματα που του δημιούργησε η βαθιά ερωτική του σχέση με την ποίηση του Νόβα και τα μεταπλάθει σε εικόνα, χωρίς καμιά φιλολογική δέσμευση. Έτσι, εμείς, οι θεατές που δε γνωρίζουμε ούτε τόν ποιητή ούτε την αρμένικη γλώσσα, γνωρίζουμε τελικά την ποίησή του, αυτή που πριν προλάβει να γίνει λόγος γίνεται εικόνα.
Η ποίηση, λοιπόν, είναι μία και δεν έχει καμιά σημασία αν εκφράζεται με τον έναν ή με τον άλλο κώδικα: η ποίηση παραμένει ποίηση, είτε γραπτή είτε μουσική είτε εικαστική είτε κινηματογραφική είναι. Η ποίηση είναι μια συναισθηματική, ψυχική και νοητική κατάσταση, δεν είναι «πράγμα» αναγνωρίσιμο από την ειδική υλική του υπόσταση. Είτε είσαι ποιητής στα πάντα είτε δεν είσαι πουθενά. Αν διάλεξες για την ποιητική σου έκφραση τον Α κι όχι τον Β κώδικα, ας πούμε το γραπτό λόγο κι όχι την κινούμενη εικόνα, αυτό είναι πρόβλημα ιδιοσυγκρασίας και ταμπεραμέντου, καθώς και μιας ειδικής έφεσης για τον έναν κι όχι για τον άλλο κώδικα, έφεσης που τη λέμε «ειδικό ταλέντο». Όταν πράγματι είσαι ποιητής, θα βρεις τη γλώσσα σου, που μπορεί, τελικά, να είναι η ίδια σου η συμπεριφορά, που δεν καταλήγει σε καμία από τις γνωστές μορφές τέχνης.
Ο Νίτσε αυτή την κατάσταση την ονομάζει «ζην ποιητικώς» και την προτείνει σαν το ιδανικό για τον ιδανικό κόσμο του μέλλοντος, όπου ηθική θα έχει αντικατασταθεί ολικά από την αισθητική κι όπου οι άνθρωποι θα είναι καλοί όχι απ' τον τρόμο της κόλασης, αλλά για να μην ασχημαίνουν με την κακότητά τους έναν κόσμο που είναι φυσικά όμορφος και κοινωνικά δύσμορφος. Η ποίηση είναι μια μορφή διαμαρτυρίας ενάντια στις κοινωνικές δυσπλασίες, για τις οποίες οι μόνοι που δεν ευθύνονται είναι οι ποιητές.
Τούτη η επικοινωνία του ποιητή Παρατζάνοφ με τον ποιητή Νόβα (να μη γίνει καμιά σύγχυση με το δικό μας Νόβα, που ο Κώστας Σταματίου τον βάφτισε «γαργάλατα» και το παρατσούκλι του 'μείνε), γίνεται με τη διαμεσολάβηση της λαϊκής τέχνης: είναι η «απρόσωπη» διαχρονική τέχνη, αυτή που δε φτιάχνεται με κανενός είδους αισθητική υστεροβουλία, και προπαντός όχι για να μπει στα μουσεία, που είναι το κύριο μέλημα των «έντεχνων» ζωγράφων. Είναι η τέχνη που «βγαίνει» απλά και φυσιολογικά, όπως η αναπνοή, και μένει κι ύστερα από την τελευταία πνοή του λαϊκού δημιουργού, όχι για να τον θυμούνται ή να τον θαυμάζουν ή να τον τιμούν οι «επιγενόμενοι», αλλά για να ενταχθεί στο «κοινωνικά κόρπους» και να αποτελέσει αδιάσπαστο μέρος του για το καλά και το συμφέρον της κοινωνίας και όχι του υστερόβουλου «έντεχνου» δημιουργού.
Το «πνεύμα» του Νόβα βρίσκεται, λοιπόν, μέσα στη λαϊκή τέχνη. Όπως και το «πνεύμα» του Παρατζάνοφ. Ο ομφάλιος λώρος ανάμεσά τους είναι κεντημένος από τις κεντήστρες, τις υφάντρες και τους χαλκωματάδες αιώνων. Τίποτα πιο απλό, λοιπόν, απ' το να μπορούν να επικοινωνούν δύο ποιητές τόσο απομακρυσμένοι στο χρόνο. Και δεν υπάρχει ίχνος μεταφυσικής σε τούτη την επικοινωνία.
Το φιλμ δεν έχει να αφηγηθεί καμιά ιστορία, ούτε καν την προσωπική ιστορία τού Σάγιατ Νόβα. Διότι η Ιστορία και της Αρμενίας και του Νόβα έχει ήδη γραφεί πάνω στη λαϊκή τέχνη. Που αρκεί να την κινηματογραφήσει κάποιος ως ποιητής, για να δει κι ο θεατής πως το «χρώμα του ροδιού», που λερώνει ένα άσπρο σεντόνι, δεν είναι παρά το αίμα ενός λαού, του λαού της Αρμενίας, που λερώνει την «άσπιλη» συνείδηση των σφαγέων του. Εδώ η ποίηση προσπαθεί να ξαναγράψει την Ιστορία με ποιητική δικαιοσύνη, που είναι η μόνη δυνατή δικαιοσύνη. Ο λαός της Αρμενίας ήταν και παραμένει ένας λαός ποιητών. «Μη νομίζεις ότι μπορείς εύκολα να με νικήσεις». Είναι η περήφανη θριαμβική κραυγή του ποιητή που στομώνει τα μαχαίρια των σφαγέων του λαού του.
Η Αρμενία είναι ένας σωρός βράχων. Στον ψηλότερο, το Αραράτ, πήγε και κάθισε η μυθική Κιβωτός του Νώε. Μετά το βιβλικό κατακλυσμό, η ζωή φύτρωσε ξανά εκεί.
Κανένας μύθος δεν είναι εντελώς μυθικός, όπως μας διδάσκει ο Λεβί-Στρος. Κι αυτό σημαίνει πως η άγονη Αρμενία μπορεί να μην παράγει τίποτα, παράγει όμως πνεύμα ανθρώπινο. Κι όπου υπάρχει πνεύμα (ανθρώπινο) υπάρχει και ζωή. Μετά τον καινούργιο κατακλυσμό που μας ετοιμάζουν, η καινούργια κιβωτός του Παρατζάνοφ, και των ποιητών απανταχού της οικουμένης ίσως αράξει και πάλι στο Αραράτ. Εκεί η ποίηση είναι ριζωμένη στα βράχια. Άλλωστε, εκεί κοντά, σ' έναν τέτοιο βράχο, ο Προμηθέας αντιστάθηκε στους θεούς.
-------
Kι ένα ποίημα του Σαγιάτ Νόνα (που πέθανε στις 22 Σεπτεμβρίου 1795, σε ηλικία 83 ετών), μεταφρασμένο στα αγγλικά από την Alice Stone Blackwell.
LOVE SONG
I SIGH not, while thou art my soul ! Fair one, thou art to me
A golden cup, with water filled of immortality.
I sit me down, that over me may fall thy shadow, sweet;
Thou art a gold-embroidered tent to shield me from the heat.
First hear my fault, and, if thou wilt, then slay this erring man;
Thou hast all power; to me thou art the Sultan and the Khan.
Thy waist is like a cypress-tree, sugar thy tongue, in sooth;
Thy lip is candy, and thy skin like Frankish satin smooth.
Thy teeth are pearls and diamonds, the gates of dulcet tones;
Thine eyes are gold-enamelled cups adorned with precious stones;
Thou art a rare and priceless gem, most wonderful to see;
A ruby rich of Mt. Bedakhsh, my love, thou art to me.
How can I bear this misery, unless my heart were stone ?
My tears are blood because of thee, my reason is o'erthrown.
A young vine in the garden fresh thou art to me, my fair,
Enshrined in greenness, and set round with roses everywhere.
I, like the love-lorn nightingale, would hover over thee.
A landscape of delight and love, my queen, thou art to me!
Lo, I am drunken with thy love ! I wake, but my heart sleeps.
The world is sated with the world; my heart its hunger keeps.
What shall I praise thee by, when naught is left on earth, save thee ?
Thou art a deer, a Pegasus sprung from the fiery sea !
Speak but one word, to say thou art Saïat Nova's* love,
And then what matters aught to me, in earth or heaven above ?
Thy rays have filled the world; thou art a shield that fronts the sun.
Thou dost exhale the perfume sweet of clove and cinnamon,
Of violet, rose, and marjoram ; to me, with love grown pale,
Thou art a red flower of the field, a lily of the vale !
___________________
* An Armenian minstrel often weaves his name into the last stanza of his song, in order that he may be known as its composer.