Τέταρτη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα
Όλες μαζί οι επιστολές θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα μικρό βιβλίο από τις Εκδόσεις της LIFO
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Παρεπίδημος διασποράς προς Ευστάθιον.
Μετά φόβου και ιδρώτος εκπόνησα συνταγμάτιον εσχάτως για τις οπτήριες μορφές και θεώρητρα σημεία των έργων του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, όταν καθ’ οδόν ανακάλυψα ότι δεν έχουμε σχεδόν καθόλου φιλοσοφία στα νέα ελληνικά. Σχολιαστές και υπομνηματογράφους έχουμε ανάριθμους και ευκλεείς, αλλά φιλοσόφους που να στοχάζονται επί της δυνατότητας του σκέπτεσθαι, ξέχασέ το.
Μερικά ψελλίσματα εδώ κι εκεί, κάποια απελπισμένα επιγράμματα εγκατεσπαρμένα σε έξι αιώνες, διαξιφισμοί επί παραδοξολογημάτων, κοκκορομαχίες επί προσώπων, μαχαιρώματα για το περιβόητο γλωσσικό, απερείσια σοφίσματα και δοξάσματα περί ελληνικότητος, όλα ασύναπτα, ασύρραπτα και ατάσθαλα. Το τελευταίο μάλιστα ιλαροπαίγνιο περί ελληνικότητας έχει κάποια υπέρ λόγον αξία διότι είναι μέγα επίτευγμα να λογομαχείς για κάτι που γνωρίζεις ότι δεν μπορείς να προσδιορίσεις –εξ ορισμού και εξ υπαρχής.
Μόνο όσοι θέλουν να ζουν σε μια αιώνια εφηβολάγνα σύγχυση μαίνονται να προσδιορίσουν την ταυτότητα που δεν θα μπορούσαν ποτέ να προσδιορίσουν. Η γιαγιά με την αγράμματη θυμοσοφία της δεν είχε ποτέ καμιά αμφιβολία ότι πολύ καιρό πριν ήταν Γραική, όπως έλεγε. Εμείς εδώ στα Ολύμπια, προσέθετε, νικήσαμε τον Σουφαράπη και τον Μπραΐμη μαζί. Να το αίμα, ποτάμι. Ο Αλφειός, βούρκος κατακόκκινος. Μετά από αυτό, μόνο Έλληνες, τίποτε άλλο. Και την αλλαγή αυτή την χαρακτήριζε με μια λέξη που δεν έχω ξανακούσει ποτέ και ψάχνω ακόμα σε όλα τα λεξικά, την αποκαλούσε «ανανόηση». Ναι, σε λέω, επέμενε, πάθαμε ανανόηση και γενήκαμε Έλληνες. Τρέχα γύρευε βέβαια τι ήθελε να πει η μάντισσα εκείνη. Δεν έχω ιδέα ούτε καιρό να ψάχνω τα λεξικά.
Θαύμαζα την οξυδέρκεια της αγράμματης να μιλάει για την ιστορία σαν να έγινε χτες και να επηρέαζε τη ζωή της τώρα. Με σεργιάνιζε στον κάμπο του Αλφειού για να μου δείχνει τη ζάλη πέτρα, το ύψωμα όπου οι μανάδες μαζεύονταν για να βλέπουν τα παιδιά τους στους αγώνες, ή τον Άγιο Ανδρέα, που έδιωξε τους Βούλγαρους από την Πάτρα, έχει κάμποσα φεγγάρια τώρα, αλλά όχι πολλά, πριν τη μέρα μου βέβαια, πολέμησε και η Παναγία μαζί τους πάνω στα τείχια, γι’ αυτό και νίκησαν, ή για εκείνον τον Φράγκο τον Ντζεφρέ, που χόρευε σαν ντελικανής και τραγουδούσε σαν τον Νίκο Γούναρη, αυτόν που έφτιαξε τη Γλαρέντζα, παλιόφραγκος, φίδι κολοβό, κολασμένος, θεομπαίχτης, γυναικάς ο μαλαγάνας, έφτιαχνε κάστρα για να σπιτώνει τις αμορόζες του, αψηφούσε τους παπάδες ο ζερζεβούλης, πέθανε άκληρος αλλά άφησε πολλά αποπαίδια στα κρυφά, ο αμοριασμένος ο παππούς σου πρέπει να ήτανε σπορά του, αλλά κι άλλοι πολλοί.
Τι λες, γελούσα εγώ. Μα πότε τον είδες; Μου τα έχει πει χαρτί και καλαμάρι η νόνα μου, απαντούσε. Κι εκείνη πού τα έμαθε; Ήξερε τα πάντα για τον τόπο από τη γιαγιά της. Και πότε έζησε αυτός ο Φράγκος, ρωτούσα. Πολύ πριν τη μέρα μου, έλεγε αγκουσεμένη, πριν τον Κολοκοτρώνη. Για να καταλάβεις, προτού φανεί η Τουρκιά.
Οι κουβέντες αυτές με την αρχόντισσα του χρόνου ήταν σχεδόν αυτονόητες και δεν τις επιχειρούσαμε συχνά, παρά μόνο όταν σεργιανώντας κάμπους και βουνά επισκεφτόμαστε τα παλάτια των παλιών, καθώς τα έλεγε. Για χρόνια μου έλεγε ότι γιόρταζαν τον προφήτη Ηλία δίπλα στα παλάτια των παλαιών Ελλήνων, στον Επικούριο Απόλλωνα. Και γιατί άφησαν τα παλάτια τους, ρωτούσα. Μόλις ήρθε ο πραγματικός θεός, έφυγαν και πήγαν κει πάνω, εκεί με τους ξανθούς ανθρώπους στον βορρά. Μας μείνανε τα παλάτια για να τους θυμόμαστε, μαζί με τον Προφήτη Ηλία που τα προσέχει.
Κι αφού έπαιρνε βαθιά ανάσα, έλεγε: Όλα καλά και ωραία μέχρι πούρθαν οι αρχαιόλογοι από την Αθήνα και φράξανε τον Επικούριο και τα Ολύμπια. Δεν μπορούσαμε να σιμώσουμε. Χλίψη, χλίψη. Το ίδιο κάνανε και με το κιούπι για το λάδι που είχα από τη γιαγιά μου. Το είδε μια Αθηναία, μια μέγαιρα, μια στρίγγλα και ήρθαν οι χωροφυλάκοι και το πήρανε. Το βάλανε στο μουσείο στα Ολύμπια και το γεμίσανε με άμμο. Ήτανε λέει παλιό, από κάτι ανθρώπες που τις λέγανε Μυκήνες. Πού ζούσανε αυτές και τι θέλανε στην Κρέστενα;
Πρέπει να μάθουμε να εκτιμούμε αυτό που έχουμε και αυτό που είμαστε πριν το χάσουμε. Γιατί πρέπει να το ξανακερδίζουμε μέσα από κρίσεις, στεναγμούς, ταλαιπωρίες, λιγοψυχίες, φόβους, παραιτήσεις, αποτυχίες, προδοσίες, καταστροφές και τα υπόλοιπα. Ταυτότητα σημαίνει ταύτιση και συνενσάρκωση. Οι παλιότεροι σου δίνουν τους συμβολικούς χάρτες κι εσύ μπαίνεις μέσα τους και σαλπάρεις. Ή δεν μπαίνεις και βρίσκεσαι σε συνεχή ανομία. Ή θέλεις να πας αλλού και διχάζεσαι ένοχος και φοβισμένος. Ή φεύγεις και δεν επιστρέφεις. Ή επιστρέφεις και δεν ξέρεις πού είσαι. Ή πηγαινοέρχεσαι και τραγουδάς μοναχικά άσματα και πένθιμους αποχαιρετισμούς. Ή τους αποδέχεσαι και υποτάσσεσαι στους διηνεκείς ενιαυτούς που φτιάχνουν τον βαθύ σου χρόνο. Όλα αυτά συντρέχουν κατά το μέτρον της ελλείψεως από αγάπη ή από αγωνία, κοινωνία παθημάτων, κατά τον Απόστολο. Συχνά αρνείσαι ό,τι πιο πολύ αγαπάς. Δεν καταδέχεσαι να αποδεχθείς τη συνέχεια που ενσωματώνεις άθελά σου και ολολύζεις και ολοφύρεσαι σέρνοντας με απελπισία και έξαρση το πτώμα του αγαπημένου σου Έκτορα.
Δεν είναι βέβαια μόνο ελληνική ψυχοπαθολογία οι παραδοξολογίες των σοφολογιώτατων να προσδιορίσουν μια ταυτότητα, που θα ήθελαν να έχουν αλλά φοβούνταν να αποκτήσουν. Εδώ όμως έχει κοπεί ο φιλοσοφικός λώρος και ο ειρμός της λαχτάρας. Συνεπώς, δεν φιλοσοφούμε γιατί δεν θέλουμε να εισέλθουμε στην επικράτεια του αβέβαιου και του απροσδιόριστου. Δεν φιλοσοφούμε και δεν φιλοκαλούμε επειδή δεν έχουμε πίστη σε τίποτε. Ούτε κατεχόμαστε από την αφροσύνη ή τον παραλογισμό της αμφιβολίας, που είναι τα βασιλικά ριζώματα κάθε θεολογίας. Μόνο άρνηση, καχυποψία και μισαλλοδοξία. Πόσο μακριά μπορείς να πορευτείς με αυτά;
Δεν συναγωνιζόμαστε, βλέπεις, με τα θεμελιώδη έργα του έλληνα λόγου. Δεν γράφουμε πλέον γόνιμη ποίηση, πέραν εκείνης των παρεξεσμένων λογοκλοπών, με λέξεις νοθογενείς και ξηροκακόζηλες, επειδή η γλώσσα της σημερινής σκέψης είναι παράγωγη, μυρίζει μετάφραση, δηλαδή εκτοπισμό, δεν συνομιλεί με τους βαθύρριζους ρυθμούς καμιάς φαντασιακής ειδωλοπλασίας, δεν συνδιαλέγεται με τους νεκρούς, δεν τους ανακαλεί στο είναι. Ποια είναι η πλέον νεόκοπη λέξη που μας κληροδότησε η σύγχρονη σκέψη; Ένα αδιατύπωτο ατόφιο ρήμα; Ένα άρρητο και άδολο επίρρημα; Ένα αυτοφυές ουσιαστικό, τέλος πάντων;
Διαβάζω τώρα από τις χειρόγραφες σημειώσεις μου: Η χαρά είναι καλλιτέχνις –πάει μόνο σε όσους ξέρουν να την τραγουδούν. Και το τραγούδι είναι χάρισμα –μια ειδική φιλοσοφική στάση. Αυτό μάλλον πρέπει να είναι δικό σου, αλλά δεν έχω κρατήσει παραπομπή.
Όσοι φιλοσοφούν ονειρεύονται την εντελέχεια των όντων, μετουσιωμένη, τετελεσμένη και οικοδέσποτη. Όταν ήμουν νέος και έπραττα νεανικά, έρρεπα προς το αναπάντεχο και το αιφνιδιαστικό. Το γήρας ουκ έρχεται μόνον βεβαίως και τώρα επιζητώ το συγκεκριμένο, το έμπρακτο, το ιδιοπαθές. Από το σύμπτωμα πρέπει να αποσπάσω το αναπόδραστο: αυτό που όλοι μπορούν να συμπεράνουν. Η φωτιά καίει. Το νερό δροσίζει. Η αγάπη ζαλίζει. Το θείον παραλογίζει. Υποθήκη προς εαυτόν: από την συνεκδοχή να ανασυγκροτείς το όλον. Και για να ξαναγυρίσω στα επίγεια, θυμάμαι την πυρακτωμένη κρητική παροιμία: άνδρα που δεν πουστίζει και γυναίκα που δεν πουτανίζει, πέψε τους στο διάολο. Ακραιφνής ελληνομανία εδώ.
Όπως έλεγε και η γιαγιά, ο πούχει κατωθεό έχει και πανωθεό. Εκτός αν το έλεγε ανάποδα: δεν θυμάμαι πλέον. Τι να εννοούσε τάχα;
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι εδώ, όπως και παντού, όταν έχει συννεφιά και πάει να βρέξει. Μου κρατάνε συντροφιά τα Κουαρτέτα του Νικόλαου Μάντζαρου. Eξακτίνωσις, άπλωσις, αλλοίωσις.
Χάρις και Πνεύμα μεθ’ ημών. Πρόθυμος και αμαρτάνων,
β.
_____
♦ Oι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο Τεύχος 3 του περιοδικού Φρέαρ.
♦ Αύριο η Πέμπτη Επιστολή