Τρίτη επιστολή του Βρασίδα Καραλή σε μένα
Όλες μαζί οι επιστολές θα εκδοθούν προσεχώς σε ένα μικρό βιβλίο από τις Εκδόσεις της LIFO
ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΡΙΤΗ
Ευστάθιε ευτύχει και ευπράγει,
όταν βασανίζομαι από ανιαρές αγρυπνίες, με πιάνουν οχληρές σκέψεις, ποικιλότεχνες και ακατάστατες, που δεν έχουν τελειωμό. Από τον βαθμό ένα της γραφής εκτινάσσομαι ή εκτροχιάζομαι στην απειρία των στοχαστικών αποκαταλλάξεων, μηδέν και παρακάτω. Για ποιον και με τι και με ποιον τρόπο, τα γνωστά τριλήμματα της ερμηνευτικής που πάντα με φέρνουν σε απόγνωση με την απλότητα και τη σαγήνη τους. Λοιπόν ερώτημα πρώτο: για ποιον γράφουμε. Δεύτερο ερώτημα: με ποιους τρόπους. Ερώτημα τρίτο: με ποιον σκοπό.
Δεν φανταζόμουνα ότι θα με λογοκρατούσαν τοιαύτα ερωτημάτια. Έχω διαβάσει αρκετά και ξέρω ότι όσες απαντήσεις και αν δώσουμε θα παραμείνουν αναπάντητα. Ό,τι και να πούμε, θα είναι μια υπεκφυγή. Μια ομολογία αποτυχίας, όπως δηλαδή είναι τα περισσότερα έργα και οι συλλογισμοί μας. Όσο περνάνε τα χρόνια πυκνώνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν, που έλεγε κι ο ποιητής, τόσο πολύ ώστε στο τέλος εσύ ο ίδιος δεν θέλεις πλέον να αθωωθείς και γίνεσαι μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εαυτού σου.
Οι επιτυχίες μας δεν μας ανήκουν, χάος και ορυμαγδός. Στα πνευματικά χρονικά γράφουμε και καταγράφουμε μόνο τη μεταθανάτια ζωή μας. Τα υπόλοιπα αφορούν το προσωπείο και τη σκηνή επί της οποίας αναγκάζεταί τις να διονυσιάζεται ή να κορυβαντιά. Γραφή σημαίνει χαρακτήρας –αν δεν πλάθεις χαραχτήρα, δεν πλάθεις ιστορία, δεν γίνεσαι ιστορία και κατά συνέπεια δεν εκμυστηρεύεσαι. Μόλις κατορθώσεις να μιλήσεις για τον εαυτό σου τότε κάνεις μυθιστορία, δηλαδή γίνεσαι ιστορία και μύθος. Εξάλλου, αποφεύγουμε να κάνουμε λογοτεχνία αλλά όταν το αποτολμούμε, σκοπός μας είναι να αληθεύουμε ψευδοφανώς –αλλά αυτό είναι μια παράπλευρη απώλεια που θα συζητήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο αν ποτέ ανταμώσουμε.
Τελικά, το ερώτημα είναι ποιανού φωνή ακούγεται να μιλάει και υποσημαίνει τη λαλιά μας. Σήμερα, ως γνωστόν όλα είναι αιχμαλωτισμένα σε θολομαγείες αυθεντικότητας, εφόσον επιτρέπεται να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου, το δέρμα, το φύλο, τη σεξουαλικότητά σου και όσα άλλα υποδεικνύουν ότι είσαι και θέλεις να παραμένεις μια υποσημείωση, λήμμα περιπτωσιολογίας, ένα απόκομμα.
Όλα τα ξεκίνησαν οι ανοικονόμητοι φραγκοδομιστές, που πέθαναν τον συγγραφέα, και στη συνέχεια όλοι πέθαναν προδημοσιεύοντας αυτοβιογραφίες. Διακήρυξαν τον θάνατο του αφηγηματικού εγώ, για να καταλήξουν να γράφουν φαντασιακές αναστάσεις του εγώ τους. Γιατί; Διότι για να αποτάξεις το εγώ πρέπει πρώτα να το συντάξεις. Μόνο αυτό που έχεις μπορείς να δώσεις, να προδώσεις ή να καταδώσεις. Ακόμα και αν δανειστείς μέσω μεταφορών κατ’ αναλογίαν, που έλεγε ο Φιλόσοφος, και πάλι θα κατορθώσεις να φέρεις αυτό που μόνο εσύ μπορείς να δώσεις, έναν ρυθμό, ένα φθογγόσημο, κάποιον ανεπανάληπτο κραδασμό, πριν και, μερικές φορές, μετά τη γλώσσα.
Η διαφορά μεταξύ ποιητή και σοφιστή, έλεγε ο Φιλόσοφος και πάλι, είναι ότι ο πρώτος δουλεύει με συνωνυμίες και ο δεύτερος με ομωνυμίες: μεγίστη και μοιραία διαφορά. Ειδάλλως καταλήγεις, όπως κατέληξαν απαξάπαντες οι δομιστές, οι αποδομιστές και οι μεταδομιστές απανταχού της γης: ο σιγαλός αιγιαλός εγέλα γάλα όλος, τουτέστιν ταυτολογίες, κενολεξίες, κουφολογίες και ηχηρά πολλά και βάναυσα ομοιοτέλευτα.
Γιατί ενόσω πολλοί μνημονεύουν Διονύσιο Σολωμό, κανένας δεν πράττει αυτό που εκείνος επιχείρησε, μεταμορφώνοντας τη γραφή σε μία αυθόρμητη αδιάκοπη προσπάθεια να σβήνη την προσωπικότητά του μέσα εις την απόλυτη αλήθεια. Τι είναι αλήθεια, θα ρωτήσεις. Ούτε ο Μεσσίας δεν μπόρεσε να απαντήσει στο πολύτροπο ερώτημα του Πιλάτου. Δεν μπορείς να ορίσεις και να αρθρώσεις την αλήθεια, γιατί μπορείς μόνο να την αναγνωρίσεις ή να σχετιστείς με αυτόν που αληθεύει. Η αλήθεια είναι σχέση, όχι ορισμός. Αν δεν κατορθώσεις να σχετιστείς με το αληθινό, δεν θα μπορέσεις ποτέ να αληθέψεις και να γίνεις οίος έσσι. Θα παραμείνεις ένα σύμπτωμα χωρίς ιστορία και επειδή δεν έχεις ιστορία, δεν μπορείς να εξιστορήσεις τον εαυτό σου. Διότι εν τέλει το μέγα ερώτημα δεν είναι ποιος κατέχει την αλήθεια, αλλά τις έστιν ο ποιών την αλήθεια –και αυτό είναι από το τέταρτο ευαγγέλιο, αν θυμάμαι καλά.
Ο Αριστείδης, ο Αυγουστίνος, ο Λιβάνιος, ο Ψελλός, ο Αβελάρδος, ο Ρουσσώ και ο Γκαίτε ιστοριομυθούσαν όταν έκαναν αυτοβιογραφία. Όπως έγραφε και ο Ηράκλειτος, διο καθ’ ό,τι αν αυτού της μνήμης κοινωνήσωμεν, αληθεύομεν. Α δε αν ιδιάσωμεν, ψευδόμεθα. Και το ψέμμα είναι πάντα γλυκό και εφήμερο. Τί σαγηνευτικό που είναι το παραμύθι! Δεν βγήκαμε ποτέ από τον παράδεισο, η πτώση δεν έγινε ποτέ, η εικών της αρρήτου δόξης παρέμεινε χωρίς στίγματα: δεν χάσαμε ποτέ το πρόσωπο με πρόσωπο. Μολοντούτο κάποιος ή κάτι λείπει από την εποχή της αθωότητάς μας –αλλά τι, γιατί και πώς; Η σκέψη υφίσταται για να αρθρώνει αβεβαιότητες. Τελικά, είχες δίκιο εξαντλητικό όταν έγραψες κάπου: Αυτολογοκρίνομαι διαρκώς. Πιστεύω πώς ό,τι δείξω ή πω από τις εμπειρίες μου, τις απεμπλουτίζει. Και παρερμηνεύεται –και το θυμάμαι συχνά αυτό.
Προσδοκώ μια μουσική μετουσίωση, μια μετάφραση των σιωπών σε φιλομουσία για να μπορέσουμε και πάλι να μιλήσουμε αληθεύοντας. Σε θυμάμαι και πάλι: Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα ταξίδι σ’ αυτό που ήταν. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα του. Ένα ταξίδι πίσω στο χώμα. Μέχρι τότε, προφάσεις, προσχήματα και προβολές: η γλώσσα μας θα κατοικηθεί από φαντάσματα και θα χάσουμε τη δύναμη να κοιτάμε τον ουρανό και τα καταχθόνια. Δεν θα γίνουμε ποτέ κρίκος συνδετικός ανάμεσα στη φανταστή και εμπειρική πραγματικότητα. Εκτοπλάσματα θα μείνουμε, χωρίς μνήμες, χωρίς σώμα, χωρίς αύριο. Αν όμως, αν όμως η σύγχυση εικονουργηθεί σε επιφάνεια, τότε μια ανελέητη μορφή μάς απολιθώνει. Το απόλυτο ωρίμασμα της ύπαρξης έρχεται σαν καταδίκη. Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας θεού ζώντος, φοβερόν και θαυματουργικόν, μόλις ολοκληρωθείς, σβήνεις, χάνεσαι. Χάος και ορυμαγδός.
Ω ναι, ναι, ακούω Tο Δαχτυλίδι της Μάννας του Καλομοίρη και παθαίνω ανατράνιση.
Εν γνώσει και ενσυνειδήτως,
β.
_______
♦ Oι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στο Τεύχος 3 του περιοδικού Φρέαρ.
♦ Αύριο η Τέταρτη Επιστολή