Τρυφερή είναι η νύχτα
Προχθές που είχε νέο φεγγάρι (διαυγές, συνεπώς ο μήνας θα κυλήσει δίχως βροχές, που έλεγε ο νόνος μου) δίψαγα για μια μπύρα ακόμη και προχώρησα εκεί που ήξερα ότι είναι μια παραθαλάσσια καντίνα.
ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ όπου παραθερίζω, μισή ώρα έξω από τα Χανιά, μετά το βραδινό φαΐ δεν έχει τίποτα να κάνεις. Βγαίνω πάντα μια βόλτα στα σοκάκια, παράλληλα και κάθετα στη θάλασσα. Θερινές κατοικίες για ντόπιους και ξενοδοχεία φτηνά με γύψινους αρχαίους θεούς για ηλικιωμένους Σκανδιναβούς, αλλά και δρόμοι με πολλά γιασεμιά, πικροδάφνες, συκιές, τριανταφυλλιές κι ελιές που ξέμειναν από εποικισμένους ελαιώνες.
Ανάμεσα στα σπίτια, χωράφια με καλαμιές και αγράμπελες (δεν έχουν από πού να πιαστούν, σέρνονται στο χώμα), γάτες με τα γατάκια τους, αυτοκίνητα παρκαρισμένα όπως όπως, ζευγάρια που κοιτάνε τηλεόραση στη ξέφραγη αυλή, μουριές.
Οι αλλαγές είναι αργές εδώ, αλλά συμβαίνουν. Το γωνιακό σπίτι όπου έμενε ένα υπέργηρο ζευγάρι ντόπιων πέρισυ έμεινε κλειστό.Φέτος είναι ζωσμένο με μια πράσινη λινάτσα- οικοδομικές εργασίες. Ήταν το highlight μου η στιγμή που πέρναγα από τη γωνία τους, κάθονταν κάτω από το γιασεμί της πόρτας, αμίλητοι, με τον ύπνο του λαγού, φωτισμένοι από το πράσινο νέον του εποχικού σούπερ μάρκετ, διαγωνίως. Το μπαρ δίπλα στα πεύκα δεν υπάρχει φέτος. Γίνεται ξενοδοχείο. Έχουν σκάψει ήδη τη γούβα της πισίνας.
Παλιά, κάπως λυπόμουνα όταν κάτι που ήξερα, άλλαζε. Τώρα συνήθισα. Έτσι θα πάει το πράγμα ― το παν θα ανατιναχθεί.
Προχθές που είχε νέο φεγγάρι (διαυγές, συνεπώς ο μήνας θα κυλήσει δίχως βροχές, που έλεγε ο νόνος μου) δίψαγα για μια μπύρα ακόμη και προχώρησα εκεί που ήξερα ότι είναι μια παραθαλάσσια καντίνα.
Άκουσα φωνές από μακριά, κραυγές, γέλια και μες στην αναμπουμπούλα, πίσω από τα γερτά κλαδιά των δέντρων μια φωταψία. Οι έφηβοι του νησιού είχαν διοργανώσει beach party μέσω ίντερνετ. Φερμένοι λεφούσια με μηχανάκια και το λεωφορείο της γραμμής ― μέσος όρος ηλικίας 15. Δεν έπιναν τίποτα, δεν έτρωγαν τίποτα, έξοδα μηδέν. Έκαναν νυχτερινό μπάνιο, έπαιζαν βόλει, τιτίβιζαν σε μικρές παρέες με ανυπόμονες κραυγούλες, κορίτσια δυο-δυο στα γιγαντιαία αρμυρίκια (μυστικά, μυστικά), δειλά αγόρια που μάρσαραν κοιτώντας τα από απόσταση, λίγοι τυχεροί που φλέρταραν ― Χριστέ μου, ήμουν κι εγώ κάποτε σε αυτή την ηλικία;
Δεν μ' έπαιρνε να μείνω. Γύρισα στα σοκάκια μου, σα δροσιά με ακολουθούσε η απλοϊκή τρικυμία των ορμονών τους, ευτυχώς που δεν έχω απωθημένα και μνησικακίες, έκανα κι εγώ αυτά που έπρεπε όταν έπρεπε, όμως πολύ έχω βαρεθεί την ηλικία μου, αυτά που λέω και κάνω με τους συνομίληκούς μου, όλο λεφτά και δύναμη, δύναμη και λεφτά, δήθεν πολιτική, δήθεν πραγματισμός, δήθεν επιβίωση― τι αδιέξοδο!
Το επόμενο πρωί ξημέρωσε αχνό, άσπρο, κατακαλόκαιρο. Είχε δίκιο ο νόνος μου. Τέρμα οι βροχές για φέτος.