Καλοκαίρι. Περίληψη.
Φαγητά, φίλοι, βιβλία, αυτά.
Τα διόδια στον Ισθμό Κορίνθου. Εισιτήριο για την πρώτη μεγάλη απόδραση / Το θαύμα της Πελοποννήσου. Ποια Τοσκάνη; / Οι πλανόδιοι πωλητές ζαρζαβατικών στο δρόμο προς τη Μεσσηνία. Μα, κολοκύθες τον Αύγουστο; Ναι, κολοκύθες τον Αύγουστο / Ένα εξομολογητικό μεσημέρι στην Αρχαία Μεσσήνη. Στον γυρισμό η σκέψη πως, όταν κάτι έχει τελειώσει, μπορείς να το αφηγείσαι σαν ξένος, κι ας μένει η πίκρα εκεί σταθερά. Αυτό και μια μίνι θερμοπληξία / Ο Ερμής που νόμιζα πως είναι Πάνας στο Μουσείο / «Δοκιμαστής χωριάτικης σαλάτας», ας είναι αυτός ο μοναδικός μου τίτλος. Και θα δώσω τη μάχη μου εναντίον της προσθήκης παξιμαδιού στις χωριάτικες / Η πρώτη Δευτέρα που η δουλειά σου είναι να μετράς τα κύματα. Και την Τρίτη και την Τετάρτη το ίδιο έκανες / Η Άρνα Λακωνίας. Αγκαλιά με τον Γερο-Πλάτανο και κάθοδος στη Μάνη / Χίλιες και κάτι σελίδες παρέα με τον Μικρό Φίλο της Ντόνα Ταρτ. Το άφησες χρόνια αδιάβαστο. Κάπου σε κράτησαν και οι «μαζεμένες» κριτικές. Όμως τώρα, αυτόν τον Αύγουστο, είσαι βαθιά στον Νότο της Αμερικής με ένα παράξενο παιδί, βαθιά τραυματισμένο, και δίνεις μάχες με τους κακούς για να μείνεις στο τέλος πιο «μισός» απ’ ό,τι ξεκίνησες / Το ταξίδι στην Πελοπόννησο συνεχίζεται. Επόμενη στάση: Κουρούτα / Όσο όμορφο είναι το τοπίο της ελληνικής επαρχίας, άλλο τόσο άσχημες είναι οι πόλεις της. Ίσως είναι μια αντίδραση στην τόση ομορφιά / Πεύκα με βαλανιδιές, ελιές με πικροδάφνες, ένας ατελείωτος διάλογος με τον ουρανό και τη θάλασσα, πουλιά και πεταλούδες / Και ξαφνικά οι πόλεις. Τοπία εγκατάλειψης που γίνονται λίγο πιο τρομακτικά κατά της μεσημβρινές ώρες που δεν αντέχουν τα ψέματα και αποκαλύπτουν ακριβώς αυτό που είσαι / Τέλος πάντων. Για κάθε πόλη της επαρχίας που δεν είναι ωραία σε περιμένει στη γωνία ένας αρχαίος ναός, μια αρχαία πόλη, βυζαντινά τείχη, ρωμαϊκά οχυρά, πύργοι. Είναι νομίζω αρκετά / Τα λουτρά του Καϊάφα ήταν κλειστά για «γραφειοκρατικούς λόγους», το Μουσείο της Σπάρτης κλειστό τις Τρίτες, όμως η Αρχαία Ολυμπία υποδέχεται καθημερινά χιλιάδες επισκέπτες μέσα στον καύσωνα του Αυγούστου, εκτός από εμάς, που φτάσαμε μέχρι την είσοδο και φύγαμε τρομαγμένοι από τους 45 βαθμούς κελσίου / «Θα έρθουμε ξανά το φθινόπωρο αν δεν μπορείς να περιμένεις μέχρι την άνοιξη» / Να φέρω γλυκό; Όχι, καρπούζι. Πάντα καρπούζι μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου / Μια εμποροπανήγυρις δίπλα στη θάλασσα. Φωτάκια νέον, λούτρινα, μια έκθεση βιβλίου, ένα κλειστό beach bar, αφίσες που ανακοινώνουν την άφιξη της Έφης Θώδη τις επόμενες μέρες και μια μεγάλη ταβέρνα-υπερπαραγωγή με ζωντανή ορχήστρα. Τσιτσάνης με νέον και κρασί χύμα / Δίπλα ακριβώς ένας ιερέας-πωλητής στο περίπτερο με τα είδη προικός / Αρχίζω μετά από τόσα χρόνια να καταλαβαίνω την Ελλάδα / Ένα βράδυ στην αυγουστιάτικη Αθήνα / Λιγότερο έρημη απ’ όσο περίμενες, λίγο αφιλόξενη. Σαν να μη σε περίμενε. Ούτε συ τη θες ακόμα / Ανεβαίνεις στον Λυκαβηττό. Λαϊκά και ραπ από τα ηχεία σε ξεκουφαίνουν, ενώ δύο αυτοκίνητα κάνουν αγώνες δρόμου στον χώρο στάθμευσης. Δεν υπάρχει μαγεία ούτε ησυχία ακόμα κι εδώ, που κάτω σου απλώνεται μια θάλασσα με εκατομμύρια φωτάκια, η πιο όμορφη θέα της πόλης / Φεύγεις / Ο έρωτας με την Κρήτη συνεχίζεται / Οι άνθρωποι είναι φίλοι σου, το μέρος είναι σπίτι σου / Εδώ όλοι μιλούν για φαγητό από το πρωί μέχρι το βράδυ / Από πού πήρες τις ντομάτες, το μέλι, τα χόρτα, από πού ήρθε το ψάρι, ποιος φτιάχνει τα καλύτερα καλτσουνάκια, το δικό μου μπουρέκι είναι ανώτερο / Αυτή η συζήτηση για τα φαγητά με ανακουφίζει / Κάθε γεύμα όλο και πιο μακριά από αυτό που ζήσαμε φέτος. Κάθε μέρα λίγο λιγότερο στον υπολογιστή, λίγο περισσότερο χωμένοι σε βιβλία ή συζητήσεις ανάλαφρες / Ένα μεσημέρι στο Γαβαλοχώρι, στον Αποκόρωνα. Δυο φίλοι καρδιακοί βγαίνουν από ένα μακρύ τούνελ με σκοτούρες και απολαμβάνουν τους ίσκιους των μουριών του χωριού. Ένα φαγοπότι στον Αποσπερίτη. Τα τριφτά κουκιά, αυτό το αριστούργημα, σου θυμίζουν τα αντίστοιχα της πατρίδας σου. Όμως αυτά εδώ είναι αρωματισμένα από τεχνίτη με ωραία βότανα κι έχουν μια γεύση απαλή και βαθιά, σαν κάτι που έρχεται από πολύ μακριά χωρίς να το φωνάζει / Τα φαγητά της ησυχίας και της ηρεμίας μας που δεν τα βρίσκεις πουθενά, παρά μόνο στα χωριά ή στα σπίτια / Όσο περνούν τα χρόνια τα γαστρονομικά σου γούστα «μικραίνουν». Κοιτάς τις φωτογραφίες από τα απλησίαστα εστιατόρια της Μυκόνου με τα βαριά κρέατα και τα καβούρια από τη Βόρεια Θάλασσα και αναρωτιέσαι αν ζεις στον ίδιο πλανήτη. Σίγουρα όχι / Στο τραπέζι κάτω από τις μουριές μπήκαν και οι πρώτες βάσεις για το φθινόπωρο / Μη φανταστείς σχέδια για δουλειές / Ένα τραπέζι με φίλους που τόσο πολύ έχεις πεθυμήσει να τους μαγειρέψεις, την κουζίνα να κάνει και πάλι εκκίνηση, ένα ταξίδι, ένα βιβλίο. Μικρά πράγματα. Με αυτά έμαθες να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη / Υπενθύμιση να μην τα ξεχνάς, να είσαι υγιής, να τα κάνεις ξανά και ξανά. Δώσε όλα τα μυκονιάτικα τραπέζια στους άλλους για ένα φαγητό με φίλους κάτω από τις μουριές του Αποκόρωνα / Στο αγαπημένο σου βιβλιοπωλείο στα Χανιά βρίσκεις ένα βιβλίο που ήθελες να διαβάσεις χρόνια / Ο Μάγος του Τζον Φόουλς, ένα παραμύθι σε ένα φανταστικό νησί, τη Φράξο, που είναι οι Σπέτσες, θα σου κάνει παρέα μέχρι την επιστροφή στην Αθήνα / Δύο νύχτες σε ένα σπίτι τόσο μαγεμένο και όμορφο όπως το σπίτι του του Κόγχι στο βιβλίο σού παίρνει τα μυαλά και αισθάνεσαι παράξενα και εκτός εαυτού σαν τον ήρωα του βιβλίου. Αλλά δεν θες να φύγεις από αυτό που όμοιό του δεν έχεις ξαναδεί / Τα μοτίβα στα αγγεία του Μουσείου Ηρακλείου. Φοίνικες και τριαντάφυλλα και ψάρια και χταπόδια. Τσαγέρες και μεγάλα καζάνια, μεγάλα φαγοπότια, καλοπερασάκηδες της αρχαιότητας. Ένα φέρετρο με όμορφα ζωγραφιστά λουλούδια για ένα παιδί στο δίπλα δωμάτιο / Ζωή και θάνατος στα διπλανά δωμάτια / Έτσι είναι / Το πρωί της επιστροφής / Πετσέτες με την αλμύρα, βιβλία με άμμους, τα λίγα του καλοκαιριού, όσα χρειάστηκες για να διαγράψεις ό,τι σε πείραξε, ό,τι δεν θες να μείνει παίρνουν τον δρόμο για την Αθήνα / Πίσω στις κουζίνες μέχρι νεωτέρας / Σας φιλώ.