Ένα βράδυ ακόμα στον Αρχάγγελο
Τώρα που φεύγει η χρονιά, ας θυμηθούμε το Σωτήρη και το μπαρ του.
ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΙΧΑΗΛ
ΤΟΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΛΟ μας τον πρότεινε ο Χρήστος Παρίδης. Είχε κλείσει το φημισμένο Γρανάζι. Θυμάσαι το Γρανάζι στη Συγγρού; Το Γρανάζι είχε λαϊκά, είχε ένα πορτρέτο του Αντίνοου στο ταβάνι να κοιτάει όλους εμάς, ήταν μια αμαρτωλή, ακίνδυνη φωλιά. Ήταν η χαρά της ζωής. Θυμάμαι τη Μαλβίνα να βάζει το «Κόπηκες» του Κραουνάκη και να «φεύγει» το μπαρ. Θυμάμαι τα λευκά πουκάμισα του ιδιοκτήτη στο μπαρ και το ευγενικό του χαμόγελο, θυμάμαι τα drag shows στη μικροσκοπική σκηνή εκεί μόλις έμπαινες. Θυμάμαι το σοκ των τόσων ωραίων τραγουδιών να παίζουν ξεδιάντροπα το ένα μετά το άλλο μέχρι το χάραμα. Τότε ακούγαμε Γαρμπή όλη μέρα που λες κι εσύ, ήταν μια άλλη εποχή. Τέλος πάντων έκλεισε το Γρανάζι και είχαμε μείνει χωρίς λαϊκά για πολύ καιρό. Είχαμε κόψει τα μπαρ, κάπως όπως τα έχουμε κόψει και τώρα. Και είχε Ο Χρήστος την απάντηση.
Στο στενό δίπλα στο παλιό ταχυδρομείο παρκάραμε πρώτη φορά μια Παρασκευή. Πίσω από το πάρκο μια τζαμαρία, γλυκά φώτα και ήχοι γνώριμοι. Ήταν ένα μικρό μέρος τότε. Πολύ, πολύ αργότερα μεγάλωσε. Είχε μια δεκάδα σταθερών πελατών που είχαν τη θέση τους στο μπαρ, γύρω-γύρω από τους «σταθερούς» οι υπόλοιποι. Ο Σωτήρης ήξερε και την τελευταία μύγα που έμπαινε στο μαγαζί του. Σε «έβλεπε». Πού θα κάτσεις, τι θα πιείς. Το μόνο που δεν ρώταγε ήταν τι μουσική θες να ακούσεις γιατί αυτό ήταν το δικό του βασίλειο, ήξερε τι θέλει αυτός και τέλος. Εκείνη την Παρασκευή άνοιξαν και πάλι οι καρδιές μας, ήρθαν τα ΑΧ των τραγουδιών και βρήκαν τα δικά μας, δεν μας ενόχλησε τίποτα, θυμάμαι την Εύα να μας χαμογελάει, θυμάμαι τον Πέτρο που ήταν πολύ νέος, θυμάμαι πως είχα συγκινηθεί γιατί βρήκα κάτι που χρειαζόμουν. Γι’ αυτό είναι οι μεγάλες πόλεις, για να βρίσκεις αυτό που χρειάζεσαι. Και πρέπει να έχεις ένα μπαρ, κάπου να ακουμπάς, να πίνεις ένα ποτό, να λες αυτά που θες, να κοιτάς έξω από το παράθυρο τα τρένα να περνούν (κυριολεκτικά). Και τίποτα άλλο να μην έχεις καταφέρει στη μεγάλη πόλη, ας έχεις τουλάχιστον ένα μπαρ.
Θυμάμαι Τους «Γερανούς» με τη φωνή της Χαρούλας, το «Δεν έχει αρχή» που πάντα μας παρέλυε, το «Άδειο μου Πακέτο» (πάντα από τον Φίλιππο Νικολάου, δεν μου έκανες ποτέ τη χάρη να το ακούσουμε από την Τάνια), να τραγουδάμε τη «Μαρκίζα», όλοι, όλοι όμως «εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα», μου έβαζες Άννα Βίσση και με κορόιδευες αλλά ακουγόταν τέλεια η Αννούλα μέσα στην τζαμαρία και το ήξερες. Και Στράτο Διονυσίου. Και Πάριο. Πάντα.
Όλα αυτά το 2012 νομίζω. Το Instagram αυτό λέει με μια θολή φωτογραφία του τοίχου-εικονοστάσι πίσω από το μπαρ. Τότε που ο Αρχάγγελος έγινε η λέσχη μας. Το «δύο με τρεις φορές την εβδομάδα» μας. Τα μεγαλύτερα μου βάσανα τα είχα αφήσει σε αυτό το μπαρ που δεν σε ενοχλούσε κανείς. Βράδυ καθημερινής να βρέχει και να είναι αυτό το μόνο μέρος στον κόσμο. Ο Σωτήρης που ήξερε τι θες και τι δεν θες. Το ποτό σου που έρχεται από το πουθενά, το τσίμπημα «σιγά τα προβλήματα» στα μάγουλα. Μερικά από τα μεγαλύτερα γλέντια μας έγιναν εκεί. Τα φώτα χαμηλωμένα και ιδανικά, μία θέση στο μπαρ για τρεις, πάντα στο μπαρ ποτέ στο τραπέζι, αν αγαπούσες πραγματικά της ελληνική μουσική ο Αρχάγγελος ήταν ένας ναός. Ούτε στο όνειρό σου αυτά που έπαιζε ο Σωτήρης. Θυμάμαι τους «Γερανούς» με τη φωνή της Χαρούλας, το «Δεν έχει αρχή» που πάντα μας παρέλυε το «Άδειο μου Πακέτο» (πάντα από τον Φίλιππο Νικολάου, δεν μου έκανες ποτέ τη χάρη να το ακούσουμε από την Τάνια), να τραγουδάμε τη «Μαρκίζα», όλοι, όλοι όμως «εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα», μου έβαζες Άννα Βίσση και με κορόιδευες αλλά ακουγόταν τέλεια η Αννούλα μέσα στην τζαμαρία και το ήξερες. Και Στράτο Διονυσίου. Και Πάριο. Πάντα.
Και ποιους δεν έχω πάει σε αυτό το μπαρ. Το Γραμματίδη που τραγουδούσε Μαρινέλα πιο δυνατά κι από τα μεγάφωνα, όλους μου τους παιδικούς φίλους απ’ την Κύπρο, ένα βράδυ να κλαίμε τη μοίρα μας με το Βασίλη Κ., θυμάμαι ένα τραπέζι που ξεκίνησε ένα μεσημέρι στο Μοναστηράκι και κατέληξε εκεί. Ένα άλλο πρωί που είχε χαράξει να βγαίνουμε μεθυσμένοι μες στο κρύο, θυμάμαι τα πιο ωραία σύννεφα στον ουρανό εκείνο το πρωί, να ‘ναι καλά το insta θα τη βρω αυτή τη φωτογραφία. Δε νομίζω να έχω κάτσει ποτέ στα έξω τραπέζια, αν δεν είχες θέση στο μπαρ φεύγαμε, εσύ και η μουσική σου ήταν πάντα το θέμα.
Τέλος πάντων. Δεν θέλω να φανεί πως θρηνώ ένα μπάρ με τόσα λοκντάουν, τόσους εμβολιασμούς και ταλαιπωρίες που ζούμε. Έχει ο κόσμος ανάγκη ένα μπαρ; Δεν ξέρω τι να πω. Αυτό που ξέρω είναι πως κάθε μέρα τελειώνει και κάτι ακόμα και δεν είμαι σίγουρος ότι αυτά που αρχίζουν είναι αντάξια. Και είναι αφόρητο να ξέρεις πως δεν έχει μείνει τίποτα από όσα ήξερες. Υπάρχουν και οι υπέροχοι τύποι που γι’ αυτούς κάθε μέρα είναι μια άλλη μέρα, ένα νέο στέκι, θα πάνε κάπου εντελώς συναρπαστικά και φρεσκοβαμμένα και λαμπερά να περάσουν τη νύχτα τους. Υπάρχουμε κι εμείς που τις σημειώνουμε τις απώλειες έτσι για να ξέρουμε πέντε πράγματα για την πόλη που διασχίζουμε κάθε μέρα μόνο για να πάμε στη δουλειά πια.
Ο Σωτήρης πέθανε φέτος, έχασε τη ζωή του πολύ απότομα. Νομίζω μαζί του τελείωσε άλλο ένα μικρό κομμάτι της Αθηναϊκής νύχτας, ένα κομμάτι της ζωής μας. Το μοναδικό μπαρ Αρχάγγελος. Θυμάσαι κάθε Τρίτη μετά το κλείσιμο τεύχους; Ωραίες εποχές, τότε που οι Τετάρτες ήταν σαν Κυριακές. Αποκλείεται να μη θυμάσαι. Δόξα και τιμή στα μέρη που αγαπήσαμε κι ας μην κλείσει κανένα ποτέ ξανά από δω και πέρα.