ΠΡΑΓΜΑΤΑ ―1
Ένα βιβλίο, ένα μπαρ και ένας νέος τρόπος να λες ιστορίες
Ένα καινούργιο μπαρ στο κέντρο της πόλης. Tην επομένη του θανάτου της Aretha Franklin βρεθήκαμε στην Αθήνα για 20 ώρες, περιμένοντας να ξαναφύγουμε για την επόμενη στάση των διακοπών. Ήταν όλα τόσο ήσυχα, οι δρόμοι άδειοι, στις πλατείες πηγαινοερχόντουσαν μόνο τουρίστες, δεν θέλω να το πολυλέω αλλά μου φάνηκε όντως όμορφη η Αθήνα έτσι όπως διέσχιζα τους άδειους δρόμους της. Εκείνη, λοιπόν, τη μέρα τρυπώσαμε στο πολυαναμενόμενο Birdman του Άρη Βεζενέ για πρώτη φορά. Αυτό το διαμπερές μαγαζί στη Βουλής, με τον χαμηλό φωτισμό, την απλή αλλά καθόλου αυτονόητη διακόσμηση (οι ξύλινες καρέκλες του μπαρ είναι σαν χάδι, ποιος ξέρει από τι ξύλο είναι φτιαγμένες, τα πλακάκια στο μπάνιο τα ζήλεψα), τα έργα τέχνης, τα γιαπωνέζικα ουίσκι στα ράφια και την ωραία μουσική. Μια updated «εξευρωπαϊσμένη» βερσιόν ενός yakitori bar (άλλοι θα σας πουν καλύτερα τον ορισμό του yakitori bar). Πήγαμε νωρίς, βρήκαμε εύκολα θέση στο μπαρ, τα ηχεία παιάνιζαν αριστουργήματα της Aretha. Το προσωπικό φαινόταν να γνωρίζει την πιθανή νευρικότητα του κόσμου απέναντι σε ένα σχετικά άγνωστο concept. Ήταν ιδιαίτερα ευγενικοί, εξυπηρετικοί, χωρίς να γίνονται ούτε στιγμή φορτικοί. Παραγγείλαμε μια φιάλη σάκε για να γιορτάσουμε τον πρώτο ήσυχο μήνα μετά από καιρό (τα ποτηράκια είχαν στον πάτο ζωγραφισμένο ένα γυναικείο χαμόγελο, το θεώρησα σημαδιακό), δοκιμάσαμε πολλά (πάρα πολλά) από τον προσεγμένο κατάλογο. Ενταμάμε (φασόλια σόγιας) με σκόρδο, τσίλι και αλάτι, νιγκίρι με ωραίες κοπές από κρέας Wagyu, μια πατατοσαλάτα και φυσικά yakitori. Αποφασίσαμε να τολμήσουμε τόσο όσο με τα εντόσθια και φτάσαμε μόνο μέχρι το πραγματικά απίθανο συκωτάκι που έρχεται σερβιρισμένο με μια σταγόνα μουστάρδα στο πλάι. Δικά μου αγαπημένα το κοκοράκι που ήρθε μαλακό με όλη τη νοστιμιά πάνω στην τραγανή πέτσα του και το tsukune (ας τα πούμε κεφτεδάκια με κοτόπουλο). Όσο η ώρα περνούσε και τα τραγούδια της Aretha εναλλάσσονταν με άλλη, ανάλογη μουσική, σχολιάζαμε διαρκώς ότι αυτό το ταλαιπωρημένο πράγμα που ονομάζεται «μουσική των μπαρ» εδώ γίνεται άψογα, ακόμα και η ένταση του ήχου είναι μελετημένη, να ακούς χωρίς να κουφαίνεσαι, να μιλάς χωρίς να φωνάζεις. Επίσης, το κάπνισμα απαγορεύεται. Ο κόσμος στο Birdman είναι το γνωστό ανακουφιστικό κράμα ανθρώπων του κέντρου, δίπλα μας ένας τουρίστας (πώς το ανακάλυψε;) δοκίμαζε εκστασιασμένος ένα κοκτέιλ με μια φέτα καρπουζιού! Φύγαμε αρκετές ώρες μετά ευτυχισμένοι για την επόμενη στάση των διακοπών με ένα καλό αίσθημα για την πόλη, ένα αισιόδοξο προαίσθημα για τη χρονιά που έρχεται και την υπόσχεση πως θα ερχόμαστε εδώ, στο ημίφως του Birdman, συχνά. Μια σημείωση για όλους: Το Birdman κατά τη γνώμη μου είναι πρωτίστως μπαρ και όχι εστιατόριο. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβει κανείς, τόσο πιο εύκολα θα απολαύσει αυτό το νέο μέρος και όσα έχει να προσφέρει.
Ένα (ακόμα) βιβλίο μαγειρικής. Προσπάθησα πολλές φορές να βάλω ένα τέλος στη μανία μου με τα βιβλία μαγειρικής. Δήλωσα άλλες τόσες πως όσα βιβλία και να έχει ένας σπιτικός μάγειρας, πάντα στα τρία-τέσσερα που λατρεύει θα επιστρέφει, αυτά, ξέρετε, με τις πιτσιλισμένες σελίδες, την αλλοιωμένη υφή του χαρτιού από τους υδρατμούς της κουζίνας και τα σχεδόν κατεστραμμένα εξώφυλλά τους, που δείχνουν την αξία τους και τα χιλιόμετρα που έχουν γράψει. Πρώτον, δυστυχώς δεν κατάφερα να περιορίσω τη μανία μου και συνεχίζω να θέλω όλα τα καινούργια βιβλία μαγειρικής που βγαίνουν. Κι ένα απλό ξεφύλλισμα σου δείχνει τον δρόμο μερικές φορές. Δεύτερον, ανακάλυψα εντελώς τυχαία ένα από αυτά τα βιβλία μαγειρικής, που πιστεύω πως θα ενταχθεί άνετα στα τρία-τέσσερα αγαπημένα στα οποία θα επιστρέφω ξανά και ξανά. Η Κρητική Κουζίνα του Νίκου και της Μαρίας Ψιλάκη έπεσε στα χέρια μου στο τελευταίο μου ταξίδι στα Χανιά. Πάντα σκέφτομαι ότι στο δικό μου εικονοστάσι αγίων θα ήθελα να έχω βάλει και όλους όσοι έχουν ασχοληθεί με την καταγραφή της ελληνικής κουζίνας. Αυτούς που έχουν αντισταθεί σε κάθε γαστρονομικό νεωτερισμό (εντάξει, αν γράψεις ένα βιβλίο για street food στις μέρες μας είναι πολύ πιθανό να πουλήσεις περισσότερο από το να καταγράψεις την κοζανίτικη κουζίνα, ας πούμε) και έχουν ασχοληθεί με τις συνταγές και τα υλικά του τόπου τους. Ένα τέτοιο, σπουδαίο βιβλίο είναι κατά τη γνώμη μου το συγκεκριμένο. Και ο πιο αδαής θα αναγνωρίσει αμέσως τον όγκο και την έκταση της έρευνας και της γνώσης. Οι συνταγές είναι ένα μεγάλο ταξίδι στο πιο αγρίως όμορφο μέρος της Ελλάδας που είχε και έχει ακόμη τα πάντα και κατάφερε να τα μαγειρέψει με μια ελευθερία και τόλμη που δύσκολα βλέπουμε σε άλλα μέρη. Βυθίστηκα, λοιπόν, στην κρητική κουζίνα, με τα παξιμάδια της, τα άγρια χόρτα της, τα διονυσιακά της κρέατα και τα στολισμένα της ψωμιά, διάβασα και ξαναδιάβασα τα γαμοπίλαφα, τις κρεατόπιτες, τις εκπληκτικές συνταγές για ψάρια και λαχανικά, τα κείμενα για το λάδι, το κρασί και την ιστορία της κρητικής κουζίνας. Δεν ξέρω αν θεωρείται το υπέρτατο βιβλίο για την κρητική κουζίνα, πάντως για μένα είναι ήδη το βιβλίο που θα μου κάνει παρέα στην κουζίνα τον φετινό χειμώνα (αν έρθει ποτέ).
Ένας νέος τρόπος να λες ιστορίες, μια πανάρχαια συνήθεια. Οι άνθρωποι ήθελαν πάντα να λένε ιστορίες. Και οι ιστορίες θέλουν πάντα την υπερβολή τους για να παραμείνουν αξέχαστες. Στην Οδύσσεια του Μέντελσον, το βιβλίο που με μάγεψε φέτος, οι μαθητές του δυσανασχετούν με τον Οδυσσέα και την τάση του να λέει αυτές τις «παραφουσκωμένες» κατά τη γνώμη τους ιστορίες. Τι τις θέλει τόσες υπερβολές; Oι ιστορίες όμως δεν καταγράφουν απλώς. Τα παραμύθια, οι εξιστορήσεις, μας πάνε παραπέρα. Χρωματίζουν όμορφα τη δύσκολη ζωή μας. Κι αν πολλές φορές μας κάνουν να ζηλεύουμε επειδή δείχνουν κάτι που δεν έχουμε, άλλες τόσες μας ανοίγουν παράθυρα σε κόσμους που δεν ξέρουμε. Στην περίπτωση του Οδυσσέα, βέβαια, η εξιστόρηση των όσων πέρασε με μάγισσες και μυθικά τέρατα και μονόφθαλμους γίγαντες είναι και το εισιτήριό του για την επιστροφή. Έπρεπε, λοιπόν, να τις πει όμορφα, ας το έχουμε κι αυτό στο μυαλό. Κάτι τέτοιο είναι και τα stories του Instagram και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ονομάζονται «stories». Oι προσωπικές, κινούμενες, με ήχο ή χωρίς, με επεξεργασία ή raw ιστορίες, είναι ο τρόπος να πούμε και τη δική μας ιστορία. Και ο καθένας λέει την ιστορία του όπως θέλει, για να εξασφαλίσει τη δική του «επιστροφή». Άλλος θέλει να τον θαυμάζουν ερωτικά, άλλος θέλει σεξ, άλλος θέλει να δείχνει τη δουλειά του, άλλος πόσο σπουδαίος είναι, άλλος πόσο μποέμ, τι μεγάλο σπίτι έχει, πόσο ωραία μαγειρεύει και πάει λέγοντας. Όποιος έχει μια σχετική εμπειρία στα social media εύκολα μπορεί να κάνει γρήγορα την αποκωδικοποίηση και να δει ποιες ιστορίες τού ταιριάζουν κι έτσι να συνεχίσει να ζει στον δικό του κόσμο, όπως κάνουμε όλοι μας. Είμαι φανατικός story viewer και φοβισμένος story teller. Από τα χιλιάδες που βλέπω καθημερινά, ένα-δυο κάνουν για μένα τη διαφορά. Ο λογαριασμός του Νίκου Υφαντή (@nycons) είναι, ας πούμε, το παραμύθι του καλοκαιριού που δεν τελειώνει ποτέ. Ένας διαρκής καταιγισμός από γαλάζια νερά, κυκλαδίτικα τοπία, καταρράκτες, όμορφα σώματα, ωραία χαμόγελα, μουσικές, νυχτερινές διαδρομές με ανοιχτά αυτοκίνητα στις εξοχές, αυτοσχέδιο στάιλινγκ, χιούμορ, άπειρο γούστο, ομορφιά. Παρακολουθώντας τα stories του έχεις την αίσθηση πως αυτός και η παρέα του είναι οι μόνοι που έχουν δραπετεύσει κανονικότατα από τη δυσάρεστη πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Ξέρουμε όλοι πως μάλλον δεν είναι έτσι, αλλά η ιστορία θα μείνει στο τέλος, το απέδειξε πρώτος και καλύτερος ο Οδυσσέας, αυτός ο πονηρός τύπος.
Καρτ ποστάλ. Από τις φετινές διακοπές θα κρατήσω το μπαλκόνι στο Κλεισίδι της Ανάφης. Αυτός ο μακρινός ορίζοντας και τα νερά που στραφτάλιζαν από τα μελτέμια μού υπενθύμισαν κάπως όσα έχουμε ξεχάσει τον τελευταίο χρόνο. Η αγκαλιά και η φροντίδα της Έφης με σκλάβωσε για άλλη μια φορά. Το βράδυ της αποχώρησης από το νησί βούρκωσα και έφυγα μακριά, να μη με κοιτάνε οι άλλοι. «Δεν έχουν όλοι την όρεξη του μελοδραματισμού σου» σκέφτηκα. Παρ’ όλα αυτά, πόσο όμορφα τα φωτισμένα καράβια, κι ας είναι της επιστροφής. Λίγο πιο κάτω, στην Κρήτη, ο Νίκος μας περίμενε στο Ammos Hotel, ένα μέρος που έγινε «δεύτερο» σπίτι. Ένα ταξίδι στο Γαβαλοχώρι Χανίων, ένα μεσημέρι με φίλους στον καφενέ της πλατείας που σερβίρει σημαντικό φαγητό κάτω από τον ίσκιο μουριών και καρυδιών μάς ησύχασε. Ένα πιάτο βραστά κολοκύθια, όχι τα κλασικά, κάτι άλλα, μεγάλα, που δεν ξέρω το όνομά τους, μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια, τα λουβιά (φρέσκα μαυρομάτικα) που τα τρώγαμε βραστά με αυτό το κολοκύθι (εκεί το λέμε «νεροκόλοκο»), ήταν οι δικές μου Μαντλέν για φέτος. Αυτά. Σας φιλώ.