H ολοκαίνουρια Ταινιοθήκη της Ελλάδος στην Ιερά Οδό πιάνει δουλειά, και στο πλαίσιο του 6ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου προβάλλει ταινίες δυο εξαιρετικών περιπτώσεων, που ορίζουν διαφορετικά την υψηλή κουλτούρα σε αυτό που γενικά και λίγο αόριστα ονομάζουμε avant-garde σινεμά. Ο Βρετανός Τζον Σμιθ και ο Γάλλος Γκι Ντεμπόρ δεν θα μπορούσαν να είναι πιο αντιθετικοί στο ύφος και την πραγμάτωση της προσωπικής τους κοσμοθεωρίας, που συσχετίζει τον κινηματογράφο με την κοινωνία. Η θέαση των ταινιών τους δεν είναι τόσο στενόχωρη όσο φαντάζεστε.
Ο Σμιθ, που θα είναι παρών στην προβολή της ταινίας του την Παρασκευή στις 22:30, κατέγραψε τις σκέψεις του γύρω από τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, κατά τη διάρκεια της παραμονής του σε ξενοδοχεία ανά τον κόσμο. Εξού και ο τίτλος Hotel Diaries. Οπλισμένος με ένα camcorder, ο video artist έλαβε ως αφορμή την 11η Σεπτεμβρίου και ξεκίνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Ιρλανδία, όταν ήταν προσκεκλημένος στο Φεστιβάλ του Κορκ, να βιντεοσκοπεί την παγωμένη εικόνα ενός ομιλητή σε πολιτική εκπομπή στην τηλεόραση και παράλληλα να σχολιάζει αυτά που έβλεπε, που αισθανόταν και σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή, μην παραλείποντας να κάνει πλάκα, παρατηρώντας ένα άχρηστο έπιπλο ή ένα άσχετο αξεσουάρ στον χώρο. Τα δωμάτια μετατράπηκαν σε φυσικά πλατό και ο ρυθμός προσαρμόστηκε στη συνηθισμένη έλλειψη γοητείας που όλοι μας έχουμε γευτεί από την εμπειρία της σύντομης, αναγκαστικής διαμονής στη συμπυκνωμένη ουδετερότητα της ξενοδοχειακής ανίας - όταν φυσικά δεν μιλάμε για θέρετρο αναψυχής. Από το νυχτερινό καταφύγιο των βασικών κομφόρ και του απαραίτητου ύπνου προέκυψε ένα σχέδιο που ολοκληρώθηκε μέσα σε 6 χρόνια, και μετά από επισκέψεις στη Γερμανία, την Ελβετία, την Αγγλία, την Ολλανδία, την Παλαιστίνη και πάλι πίσω στην Ιρλανδία, για το μικρού μήκους κομμάτι που ενώνει το compilation. Ο Τζον Σμιθ, ένας ασυνήθιστος κι εξωστρεφής στοχαστής με το πιο συνηθισμένο ονοματεπώνυμο, καταγράφει την ψυχρή αντικειμενικότητα των ειδήσεων της τηλεόρασης και καταθέτει (ή μάλλον σκέφτεται φωναχτά) πολιτικές απόψεις με ψυχραιμία και χιούμορ, όπως, για παράδειγμα, ο τρόπος που ενώνει την επίσκεψή του στο Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου με την κατάληξη μιας περιήγησής του στους διαδρόμους και στο ασανσέρ του ξενοδοχείου του, το οποίο βαφτίζει «Schindler's Lift», από το όνομα του πασίγνωστου και προφανώς εβραϊκής καταγωγής Γερμανού κατασκευαστή ανελκυστήρων. Οι μονόλογοι του, φαινομενικά νυσταγμένοι ή αιφνιδιαστικά διεισδυτικοί, άλλοτε προϊόντα μιας στιγμιαίας παράνοιας κι άλλοτε ενδείξεις ώριμης σκέψης, ακουμπούν σε σαφή δομή, κόντρα στην banalite του περιβάλλοντα χώρου. Πρωτότυπο project σε μορφή ημερολογίου, με μη συμβατική συνένωση εικόνων και ήχου.
Ο Γκι Ντεμπόρ είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση, όχι μόνο στο σινεμά αλλά κυρίως στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Γαλλίας, μέλος των Λετριστών, ιδρυτής της Διεθνούς των Καταστασιακών, εμπνευστής του Μάη του '68, ένας πολυσχιδής και παρεμβατικός θεωρητικός, ο οποίος διέλυσε την οργάνωσή του όταν κατάλαβε πως θα γινόταν τμήμα του κομφορμισμού που κατήγγειλε παθιασμένα και αυτοκτόνησε το 1993. Το Σάββατο, και πάλι στη 200 θέσεων Αίθουσα Α' της Ταινιοθήκης, θα προβληθεί το In girum imus nocte et consumimur igni, που σημαίνει Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και η φωτιά μας καταβροχθίζει. Αντίθετα από τον Σμιθ, το voice over του, αδιάλειπτο και λεπτομερές, κατακεραυνώνει από την αρχή την κοινωνία του θεάματος (τίτλος του πιο διάσημου έργου του), προβάλλοντας εικόνες οικόσιτης, τυποποιημένης ψευδαίσθησης, όπως έχουν διαμορφωθεί από τη διαφημιστική απάτη περί ευδαιμονίας. Κάνει ένα είδος πολύπλοκου αντι-σινεμά, μοντάροντας παραθετικά σκηνές από ποικίλες παλιές ταινίες, από τον Ζορό και τον Ρομπέν των Δασών, μέχρι γουέστερν του Τζον Φορντ και το Τζόνι Γκιτάρ, αντικαθρεφτίζοντας την τυχαιότητα της κινηματογραφικής παραγωγής με μια ηθελημένη, εμπρηστική αυθαιρεσία («ότι να 'ναι», όπως λέει). Ως ενεργό μέλος της τρέχουσας «χαλασμένης» σκέψης, αναλαμβάνει μερίδιο της ευθύνης, μόνο και μόνο για να υπονομεύσει με ένα αδιόρατα ξερό χιούμορ ένα σύστημα πέραν του καπιταλισμού αλλά και του αριστερίστικου μονοπωλίου της ορθότητας. Με εκρήξεις και πολέμους, δηλαδή τις αποτυπωμένες σε σελιλόιντ εκδηλώσεις της φωτιάς, να διαδέχονται το παρατεταμένα μουσκεμένο τράβελινγκ στη ρηχή λαγκούνα της Γαληνοτάτης, οι δικές του μνήμες μπλέκονται με την περιπέτεια της κινηματογραφικής διασκέδασης σε έναν νέο φιλμικό τόπο, ένα σκληρό οπτικό ποίημα, που θέμα του έχει τον χρόνο και τους επιβάτες του. Δεν είναι θέμα γούστου η τελευταία του ταινία, ένα παλίνδρομο (σαν τις καρκινικές επιγραφές που διαβάζονται και από το τέλος προς την αρχή) που καταρρίπτει την κινηματογραφική αίσθηση της αρμονικής συνέχειας. Όλη του τη ζωή, ο Ντεμπόρ αμφισβητούσε τις δομές, γι' αυτό και οπισθοχώρησε σε μια μοναστική διαβίωση όταν είδε να οικειοποιούνται τις ιδέες του οι πολεμιστές των πεζοδρομίων - το τίμημα ενός βέρου διανοητή, ενδεχομένως. Στο In Girum ολοκληρώνει τη διαδρομή της καταστασιακής προβληματικής του: ενθαρρύνει, χωρίς φυσικά να προτείνει πρακτική λύση, τους τυποποιημένους θεατές της «ζωής ως ταινίας» να αναζητήσουν τις πραγματικές στιγμές, υπερβαίνοντας τη δυναστική ηγεμονία της οπτικής/εικονικής ευτυχίας. Η δαιμονική εκφορά του πυκνού του λόγου, ένα μονότονο τσεκούρι με αναπάντεχη επένδυση, μας βάζει σε υγιείς ενοχές, όχι απαραίτητα για το είδος της κουλτούρας που έχουμε δικαίωμα να καταναλώνουμε, αλλά για την άρνηση του προνομίου μας να αντισταθούμε σε αυτήν.
σχόλια