» Εξαιρετικόξεκίνημα για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκηςμε τον Παλαιστή του Αρονόφσκι. Καταρχάς,δεν μοιάζει καθόλου με τις ταινίες του,πράγμα κακό για τους λίγους που τονπαρακολουθούν ανελλιπώς, αλλά χαρμόσυνογια τους πολλούς που δεν τους ενδιέφερεποτέ το ψυχεδελικό του ταξίδι. Είναιευθύς, σκληρός, και ειλικρινής. Δενχαρίζεται στον πρωταγωνιστή, ένανκάτσερ που κλείνεται στη ζεστή αγκαλιάτης ψευτοπάλης όπως την εννοούν στιςαμερικανικές αρένες του wrestlingfederation,γιατί όλες οι σχέσεις του στον πραγματικόκόσμο πέφτουν στο κενό. Και πραγματικά,η επιλογή του Μίκι Ρουρκ είναι θεόσταλτη.Ποιος άλλος θα μπορούσε να δώσει τέτοιααξιοπιστία σε έναν παραμορφωμένοαπολειφάδι των ‘80s,με μαύρισμα σολάριουμ, ξανθά extensions,μασίφ κορμί και ντύσιμο φαντεζίνταλικιέρη; Ο Ρουρκ, ένας κατεστραμμένοςθεωρητικά ηθοποιός, σκιά του εαυτούτου σε οτιδήποτε κανονικό έχει προσπαθήσει(λες και κανείς θα τον προσλάμβανε σεstraightρόλο), μας προσκαλεί να ψάξουμε το βλέμματου πίσω από το ξύλινο δέρμα του. Είναιαστείος και δραματικός, ένας ιδανικόςκαι ανάξιος ετοιμοθάνατος, ψημένος στοτσίρκο του σιναφιού του. Είναι ο πόνοςαυτοπροσώπως.
»Τημεγάλη ερμηνεία του Ρουρκ, σίγουρη γιαμεγάλες τιμές και αναγνώριση, συμπληρώνειο Φρανκ Λανγκέλα στο Φροστ/Νίξον, μιαάλλη μεγάλη ταινία που θα παιχτεί στοτέλος του Φεστιβάλ. Ήδη έχει πάρει Τόνιο μεγάλος ηθοποιός για τον ίδιο ρόλοπέρυσι, στο ανέβασμα του έργου στη ΝέαΥόρκη, αλλά εδώ αξιοποιεί το κλειδί τηςπτώσης του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ σταμάτια των συμπατριωτών του: το μεγάλοκαι αλάνθαστο κοντινό στην τηλεόραση.Ενώ ο Νίξον δεν ζήτησε δημόσια συγγνώμηόταν παραιτήθηκε, εξαναγκάστηκε να τοκάνει μετά από το στρίμωγμα που δέχθηκεαπό τον ελαφρύ Φροστ, το 1977, κατά τηδιάρκεια των φημισμένων συνεντεύξεωνπου παραχώρησε έναντι μυθώδους ποσούεκείνη την εποχή. Ο Λανγκέλα συνέλαβεμοναδικά την παραδοχή της απόγνωσης,της ήττας ενός αντιπαθούς ανδρός μπροστάσε εκατομμύρια μάτια. Ακόμη και σπουδαίαερμηνεία της ακούσιας ομολογίας ενόςτέρατος που προκαλεί συμπόνια.
»Και οΛανγκέλα αλλά και ο Ρουρκ ενδέχεται νααναγκαστούν σε υπόκλιση μπροστά στονΧάρβεϊ Μιλκ του Σον Πεν. Δεν τον έχουμεδει ακόμη στην επερχόμενη ταινία τουΓκας Βαν Σαντ, αλλά όλες οι ενδείξειςμιλάνε για ερμηνευτικό θρίαμβο. Ωστόσοαυτός, ο Πεν δηλαδή, δεν έχει σχέση μετο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Όπως καιμερικές ελληνικές ταινίες που βλέπουμεσυχνά πυκνά εκεί, δεν έχουν καμία σχέσημε το σινεμά. Πρόπερσι ήταν το ΈναςΉρωας στη Ρώμη του Πάνου Αγγελόπουλου.Πέρυσι το Κορόιδο Εντάξει του ΓιάννηΠαρασκευόπουλου. Φέτος, στο 49οφεστιβάλ, το Προς το Παρόν του ΑντώνηΚαλογιάννη, μια ερασιτεχνική, ανερμάτιστη,κακοπαιγμένη ονειροφαντασία. Μιλάμεπάντα για τις ελληνικές ταινίες πουδιαγωνίζονται για τα Κρατικά Βραβεία.Και οι τρεις μπαίνουν στην κατηγορίατων κινηματογραφικών ανεκδότων, μεδιαφορετικές φιλοδοξίες η καθεμία.Προσπαθώ να σκεφτώ ποιες είναι οι τάσειςπου αθέλητα ή συνειδητά ακολουθεί οκαλλιτεχνικός ελληνικός κινηματογράφος,αυτός που δεν είναι καθαρόαιμη κωμωδίαή ελληνοκεντρικό δράμα βγαλμένος απότις εταιρείες διανομής, οι οποίεςεπιμελούνται και την παραγωγή τους.Από τα λίγα δείγματα των πρώτων ημερών,υπάρχει από τη μία μεριά ένα σινεμά μεαφηγηματικές προθέσεις και διάθεσηεντοπιότητας (εκτός από την πάλη τουςγια ποιότητα), όπως ο Αρσιβαρίστας καιο Άγγελος της Ελένης Αλεξανδράκη. Απότην άλλη, ένα σινεμά αισθητικής αναζήτησηςή μάλλον αναζήτησης της (θρυλικήςσχεδόν) αισθητικής. Στην πρώτη κατηγορία,η Αλεξανδράκη παρέλαβε το σενάριό της,πόνταρε πολύ σε πλοκή, φράκαραν από τηγλαφυρή υπερβολή τα γεγονότα πουεξιστορεί, και παρά την εξαίσια σινεμασκόπφωτογραφία του Καψούρου, μπέρδεψε ταστυλ, τις ερμηνείες και τις λογοτεχνικέςεπιρροές σε ένα λιπόβαρο συμπίλημα μεεμφατικό συμβολισμό. Στο δεύτεροσκεπτικό, το Withoutτου Αλέξανδρου Αβρανά ευνοεί τηναφαίρεση και πολύ έξυπνα χρησιμοποιείτο μόνο πάθος του καταρρέοντος ζευγαριού,την αισθητική φετιχοποίηση των οικιακώναντικειμένων, για να οργώσει ένα μικρόχώρο και να τον λαβώσει με το ξερό αίματης αποσύνθεσης. Ό,τι κάνει ο Οικονομίδηςμε το μαύρο ή το μπανάλ φόντο και τιςφωνές στην τσίτα του ποντεσιόμετρου,ο Αβρανάς το αναποδογυρίζει με λιγοστέςκουβέντες και έναν αντονιονικόμικροαστισμό για παρόμοιο εφέ. Πολύενδιαφέρον πράγμα, αλλά επαναλαμβανόμενοκαι στη σούμα κάπως άψυχο. Τουλάχιστονέχει ένα φόντο, κυριολεκτικά καιμεταφορικά.
»Κάπουεκεί, σε άλλο μήκος κύματος, βρίσκονταιπρόσφατες προσπάθειες, όπως η Ιστορία52 και η Κινέττα, ιστορίες με ψάξιμο στούφος, είτε υπηρετούν είδος είτεεπεξεργάζονται σχέσεις, πετυχημένεςή όχι - ενώ η Γαμήλια Νάρκη και η Λιούμπηβάδισαν προς το οξύμωρο μιας ρεαλιστικήςκαι αγέλαστης ηθογραφίας. Πού είναι ταεισιτήριά τους; Πουθενά. Άλλη κουβέντα,θα πείτε. Και πολύ μεγάλη μάλιστα. Έναςφρέσκος Έλληνας κινηματογραφιστής μουέλεγε πως πολύ σύντομα θα εκπλαγούμεαπό μια διαφορετική, πιο συμπαγή καιδυναμική νέα γενιά συναδέλφων του, πουθα αλλάξουν τα δεδομένα στον ελληνικόχώρο. Θα τον άκουγα με δύσπιστη ευθυμία(συνηγορεί και το κρασάκι με τα μυδοπίλαφαστου Λεπέν) αν δεν προσέθετε πως αυτόπου λείπει είναι οι οικογενειακέςταινίες του μεσαίου χώρου, δηλαδή των70 με 100 χιλιάδων εισιτηρίων. Πολύρεαλιστική αντιμετώπιση και παραδοχήπου εμπεριέχει πραγματισμό, ειδικάόταν δεν προέρχεται από παραγωγό ήδιανομέα αλλά από νέο σκηνοθέτη πουδεν έχει ψηθεί, άρα και καεί, απόπαραγγελιές και αποτυχίες. Κάπως έτσιφαντάζομαι θα κλείσει η ψαλίδα τωνταινιών που δεν προορίζονται γιακαραμπινάτες επιτυχίες στο box-office,σε σχέση με εκείνες που ψυχορραγούνστα τέλη της χρονιάς για την επιστροφήφόρου (σε περίπτωση που προβληθούν έστωκαι στην τιμητική εβδομάδα τους εκτόςΘεσσαλονίκης). Πάντως, αν το σχετικόπαράδειγμα είναι η χιουμοριστικήηθογραφία Μικρό Έγκλημα του ΧρίστουΓεωργίου, ο εισπρακτικός παράδεισοςμπορεί να περιμένει.
»Δενείδα το ντοκιμαντέρ Τη Νύχτα που οΦερνάντο Πεσσόα Συνάντησε τον ΚωνσταντίνοΚαβάφη, αλλά έμαθα πως άφησε πολύ καλέςεντυπώσεις. Πρόλαβα ωστόσο τη Μακρόνησοτου Ηλία Γιαννακάκη, μια ωραία, εκφραστικάστρωτή και απλή καταγραφή του ιστορικούδράματος που ξετυλίχτηκε στο νησί τηςντροπής - ευτυχώς, βρήκε και συμπεριέλαβετην αντίθετη φωνή στο πρόσωπο τουαμετανόητου και διαστροφικά διασκεδαστικούσυνταγματάρχη Σκαλούμπακα («οικομμουνιστές ηδονίζονται να λένεψέματα... δεν ήταν και 300 οι νεκροί, λίγοκάτω από 20!»). Μια από τις μεγάλες χαμένεςευκαιρίες ήταν ένα ακόμη ντοκιμαντέρ,το Μάνος Χατζηδάκις, Είδωλο στονΚαθρέφτη. Ο Δημήτρης Βερνίκος δενκατάφερε να μετατρέψει το θέμα του (τισυνέβη στον κορυφαίο μουσικοσυνθέτημετά το Όσκαρ για τα Παιδιά του Πειραιάκαι άλλαξε τόσο βαθιά, όπως είπε καιστην ταινία η Ντέννη Βαχλιώτη) σε μιαεπικεντρωμένη μαρτυρία, μια σπουδήπάνω στην εσωτερική μεταμόρφωση μιαςπολύπλοκης, δυσανεκτικής ιδιοφυΐας.Μεγάλο υλικό, πολλές και πολύτιμεςσυνεντεύξεις, άμεση πρόσβαση στην πηγή,βοηθούμενη από προσωπική φιλία καιαλληλογραφία, και για να είμαι ειλικρινής,κατά τόπους εξαιρετικά συγκινητικήδουλειά στο δέσιμο της μουσικής με τιςεικόνες. Αλλά, τρομερή αμηχανία στομοντάζ, πισωγυρίσματα στο χρόνο, απουσίασυγκέντρωσης, κενά, δισταγμός στο ύφος- δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, καθαρήβιογραφία; Κρίμα. Στα χέρια πεπειραμένωνσεναριογράφων θα μπορούσε να γίνει μιαμεγάλη δραματική ταινία, με συγκεκριμένοθέμα, κι όχι γύρω από μια αχανή διαδρομή.Προς τιμήν του, ο σκηνοθέτης ζήτησε απότο κοινό να τον βοηθήσει μετά το τέλοςτης προβολής με υποδείξεις και απόψεις.
»Πρόλαβαεπίσης να απολαύσω, στις «ΜέρεςΑνεξαρτησίας», τα Φιλιά του Λανς Ντέιλι.Μπομπ Ντίλαν και Δουβλίνο, σκληρά παιδιάμε γλυκιά καρδιά. Και με την κεντρικήατάκα του φιλμ, πως σε ένα φιλί πάντακάτι δίνεις ή κάτι παίρνεις, συνοψίζεταιτο νόημα ενός φεστιβάλ. Αλλιώς, είναισαν να μην ερωτεύεσαι στις σχέσεις σουμε τις ταινίες.
σχόλια