Facebook Twitter

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ

 

 

 

 

What on earth can you do on this earth but catch whatever comes near you with both hands, until your fingers are broken?

Tennessee Williams

Σήμερα (7/06/2013) κλείνουν 11 χρόνια από εκείνο τον Ιούνη του 2002 που η Μαλβίνα δεν χρειάστηκε να ξαναπροσπαθήσει σχεδόν για τίποτα.

Η μεταφυσική του μύθου της είχε ήδη αρχίσει να παίρνει μπρος.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

 

Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές τι είναι αυτό που μας καθιστά αιχμάλωτους τέτοιων κυκλωνικών περσόνων, σαφώς υπερβολικών (κάθε σταρ εικονογραφεί τον μύθο του άλλωστε με ισχυρές δόσεις γοητευτικής εξτραβαγκάντζας αν το καλοσκεφτείς:-) αλλά και παλλιροιακά μελαγχολικών μέσα στην αναρίθμητη λάμψη τους.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Ίσως στην περίπτωση της Μαλβίνας να έχει να κάνει με αυτό το ιδιότυπο μίγμα, σχεδόν ασύλληπτο για εκείνη την επόχη που έγινε διάσημη στα 90ς, εποχή της παντοκρατορίας της ξανθιάς κόμης και του λοιπού λουστραρισμένου τρας υπόκοσμου της ιδιωτικής τηλεόρασης.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Μια κουλτουριάρα, κοντοκουρεμένη, μαυρομάλλα Τζουλιέτα Μασίνο, τόσο κατασκευασμένα μοιραία που φάνταζε σχεδόν κλοουνική μέσα στα μαύρα κουστούμια, τις μοιραίες πόζες, τα αναρίθμητα τσιτάτα και το σχεδόν χαμόγελο του τζόκερ. Έχω την αίσθηση όμως παρατηρώντας την στα βίντεο και στις φωτογραφίες πως ακριβώς αυτό το καρφιτσωμένο, γκροτέσκο, μελαγχολικό χαμόγελο, υπόμνηση ανεκπλήρωτων επιθυμιών και ξεβρασμένων ναυαγίων ήταν που της προσέδιδε αυτή την ακαταμάχητη αύρα.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Η Μαλβίνα μπορεί να υποδυόταν (κυρίως τηλεοπτικά) ακατάπαυστα την Στέλλα, την Ευδοκία και οποιαδήποτε άλλη μυθιστορηματική ηρωϊδα της καρφωνόταν στο μυαλό αλλά ουσιαστικά επεδιώκε ένα άλλο είδος μεγαλείου ολότελα διαφορετικού από την ανακύκλωση μύθων και κατασκευασμένων οχλαγωγιών για τα κτήνη της τηλοψίας.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Ήθελε να ορίσει εκ νέου την έννοια του παραδωμού. Στη ζωή, στις σχέσεις, στον δυσοίωνο τεκέ των μίντια. Ήθελε δράση, πάθος και αντισυμβατικότητες, ήθελε να απομυθοποίησει την μαστουρωμένη νεοελληνική μικροαστίλα, το αυτιστικό μας στρίμωγμα μπροστά στις μούμιες και τους τελειωμένους, την κατασκευασμένη μας μέθη.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Δεν τα κατάφερε βέβαια. Ένας γοητευτικός κούκος όσο απροσδόκητος και αισθητικός και να είναι δεν αρκεί για να ανατρέψει τις πολιτικές, ιδεολογικές, κοινωνικές αγκυλώσεις της ανεπίδεκτης πλειοψηφίας. Το πόπολο αναζητεί πάντα το μέσο τεκμήριο τσοκαρίας που θα το κάνει να βυθιστεί απενοχοποιημένα στα ηδυπαθή του ρεψίματα και στις καταδύσεις στα σκουπίδια.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης

Ακόμα κι έτσι, το ίχνος που άφησε πίσω της η περίπτωση της Μαλβίνας είναι άξιο λόγου. Ειδικά αυτό των κειμένων της το οποίο η δυναμική της εικόνας της και η φωτογένεια της περσόνας της το έκανε πολλές φορές να χάνεται μέσα στη παλίρροια των μεταμορφώσεων:-)

Δεν πειράζει. Σημασία έχει άλλωστε, όπως έλεγε και η αγαπημένη της ζουλαφσκική ηρωϊδα Ρόμυ Σναίντερ στο "L'important c'est d'aimer", ν' αγαπάς.

Σημασία_Έχει* από τον Πάνο Μιχαήλ Facebook Twitter
Φωτό: Σπύρος Στάβερης
 

Kι ας έχουν θαφτεί τα πάντα.

Μαλβίνα Κάραλη: 3 Φεβρουαρίου 1954 – 7 Ιουνίου 2002

bonustrack*
 
H ΕΚΔΡΟΜΗ
 
(Το τελευταίο της κείμενο από την Αμερική)

  

Στέρεο Νόβα - Ευδοκία

Τι ήταν το Λιμένι. Τι θάλασσα είχε το Λιμένι. Δεν ξέρω. Δεν πρόσεξα τίποτα. Η ουσία είναι πως, τρία χρόνια μετά, κοιτούσα από το παράθυρο τους ουρανοξύστες του Μανχάταν και είχα στο νου μου το Λιμένι. Διαδρομή προς το Λιμένι – δεν θυμάμαι παρά ελάχιστα πράγματα. Όπως ένα φως άσπρο.

  

Τα μάτια μου άνοιγαν λίγο λίγο. Μέσα μου επαναλάμβανα «η μικρή Ε-λέ-νη απ' το Κω-στα-λέ-ξι πή-ρε α-μπά-ρι-ζα και βγαί-νει». Είχα να ταξιδέψω καιρό. Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος να σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού σου. Πώς το λέει ο Πεσόα; «Γύρισα όλο τον κόσμο και δεν αντίκρισα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω». Καθόμουν ήσυχη, με πληγωμένα βλέφαρα, το ηλιοβασίλεμα συνέπεσε με τη διαδρομή, πρέπει να ήταν εξαίσιο ηλιοβασίλεμα, για μένα ένα ηλιοβασίλεμα είναι ένα ηλιοβασίλεμα, δεν υπάρχει λόγος να το διαπιστώσεις στη Σαντορίνη ή στην Κωνσταντινούπολη.

 

Δεν πρόσεξα σχεδόν τίποτα στη διαδρομή, μόνο κάτι νεκροθάφτες σε μια στροφή του δρόμου. Έτρωγαν τυρόπιτες ακουμπισμένοι πάνω στη νεκροφόρα, μέσα το φέρετρο, ένα ξύλο ανοιχτόχρωμο, θλιβερό, με έπιασε μεγάλη στεναχώρια.Όχι για τον νεκρό, μα για το φέρετρό του.

  

Στροφές πολλές, λίγες κουβέντες στη διαδρομή, «μου αρέσουν οι ελαιώνες», εμένα πάλι όχι (αλλά αφού σου αρέσουν, μια άλλη ματιά και φοβάμαι πως θα μου αρέσουν και μένα). Τι παράσταση είχαμε δει στην Επίδαυρο ούτε που πρόσεξα, ήμουν έξω ξανά και είχα ταραχή (η μικρή Ελένη απ' το Κωσταλέξι), το Λιμένι, αν υπήρχε Λιμένι δηλαδή, αργούσε να φανεί, υπό κανονικές συνθήκες πρέπει να βρίσκεται κάπου στη Μάνη. Δεν θυμάμαι. Σχεδόν τίποτα, μόνο αλλεπάλληλες στροφές. «Μα δεν είναι υπέροχα δέντρα οι ελιές;». (Ναι, είναι υπέροχα, πώς δεν το είχα προσέξει;) Ποιος είναι αυτός που μιλάει για ελιές; Ευγενικό προφίλ. Δεν ήξερα. (Σιγά μην τυχόν και δεν ήξερα.) Συγγενής από πάντα. Σημασία έχει πως τα έκανε όλα να μοιάζουν ωραία. Αν μπορούσα να τα ονομάσω έτσι ωραία που τα έκανε, θα διάλεγα το φτωχό λεξιλόγιο εκείνου που μιλάει όπως νιώθει, όχι όπως πρέπει να νιώθει. Αλλά δεν μπορούσα. Επί χρόνια ήμουν αναγκασμένη να μιλάω όπως πρέπει. Ακόμα και το να μιλάω όπως δεν πρέπει ήταν φτιαγμένο με τη λογική τού όπως πρέπει να μην πρέπει... Πού στο διάολο είναι το γαμημένο Λιμένι. Στροφές και ελιές και νεκροθάφτες, κάπου να φτάσουμε, κουράστηκα. Έτσι εύκολα, νομίζεις, ξαναβγαίνεις στον κόσμο; Γαλάζιος ουρανός, σταχτιές ελιές, εγώ πάλι αγαπώ τα αλγερίνικα τοπία, η σύζευξη του γαλάζιου με το πράσινο μου φαίνεται φρικτή, θέλω γκρι της πέτρας, άσπρο του ασβέστη, άντε μια φραγκοσυκιά στη μάντρα – και εκεί μόνο μού χωράει το γαλάζιο της θάλασσας. «Θα δούμε και τους πύργους εκεί που θα πάμε;» «Θα τους δούμε και τους πύργους».

 

Τρία χρόνια πέρασαν, τους πύργους τους είδα, δεν τους θυμάμαι. Μόνο λίγο φως που έμπαινε από τις πολεμίστρες. Ένας άλλος τόπος, δεν τον είδα, μπορεί να λεγόταν Πόλη, μπορεί Αρεόπολη. Ίσως και τα δύο μαζί ή και τίποτα από τα δύο. Δεν θυμάμαι. Μόνο κάτι κουλουράκια αγορασμένα από το φούρνο. Έσταζαν λάδι. Και μετά κάτι ξενώνες, και εκεί ήταν το Λιμένι. Στη ρεσεψιόν μάς έδωσαν ένα κλειδί κρεμασμένο από μια πλάκα τεράστια. Θεέ μου, φύλαγε, τι πλάκα ήταν αυτή! Μπρούντζινη, μεγάλη σαν πεντοχίλιαρο, ίσαμε μισό κιλό θα ζύγιζε και πάνω το νούμερο του ξενώνα. Η βαλίτσα μου χύμα στο ισόγειο, η δική σου στο μετζοπάτωμα. Μπρίκι για καφέ πάνω στο ψυγειάκι, έναν τούρκικο τώρα τον έπινα, από το παράθυρο μια θάλασσα, κάτι μπλε τέλος πάντων, τι τοπίο ακριβώς δεν θυμάμαι. Κάθισα στο παράθυρο, μπροστά το συγκεχυμένο τοπίο. Ποια ήμουν δεν ήξερα, τι ήθελα εγώ τόσο μακριά από την καταπακτή μου δεν ήξερα, ένα μόνο ήξερα. Πως όλα τα ταξίδευα, γιατί όλα ήσουν. Πίστεψέ με. Όλα. Τοπία, σπίτια, όλα. Και κανένα ταξίδι δεν θα ταξίδευα αν δεν μου έδινες το χέρι να βγω από την καταπακτή. Μια μεγάλη ταράτσα – «τι καφέ θες;», δεν θέλω καφέ, «έναν εσπρεσσάκο», θέλω δάκρυα τώρα, ευτυχώς φεύγεις για λίγο, κοιτάζω τη θάλασσα, τα βλέπω όλα. Όλα τα μεγάλα ποτάμια. Εκεί. Όλες οι μεγαλουπόλεις του κόσμου. Όλα τα βουνά και ακόμα περισσότερα από όσα υπάρχουν στη γη. Εκεί. Κατηφόρα από το Λιμένι προς την παραλία, δεν ξέρω τι είναι το Λιμένι. Μπορεί να μην είναι καν τόπος. Μπορεί να είναι μόνο όνομα ξενοδοχείου. Λιμένι Οτέλ, με μια πλακέτα μπρούντζινη ίσαμε μισό κιλό το κλειδί.(Το τελευταίο ταξίδι της πριν θαφτεί ζωντανή ήταν στην Ανδαλουσία. Ήθελε να πάει να βρει το διαφορετικό φως. Έφτασε και δεν τυφλώθηκε. Διέσχισε όλη την Ισπανία, δεν διέσχισε παρά τη μονοτονία του εαυτού της.)

  

Φιλικοί άνθρωποι στην παραλία, που μπορεί και να λεγόταν Λιμένι, ήμουν απίστευτα ευτυχισμένη, με έναν τρόπο πάντα γνώριμο, πάντα ασαφή, τόσο που ήθελα δάκρυα, τρώω το ψάρι μου, μου λες να μη σου καθαρίζω το δικό σου, δεν σου αρέσουν οι φροντίδες, εντάξει. Και δεν ρωτώ, δεν ψάχνω παραπέρα. Τρία χρόνια μετά. Νέα Υόρκη. «Τελικά έρχομαι για μια εβδομάδα. Τι θες να σου φέρω από το σπίτι;» Η Μαριανίνα. «Τι έχεις πεθυμήσει, μανούλα μου; Ρούχα, παπούτσια; Τα ξώφτερνα του Ντολτσίνι, ίσως; Κανένα CD, κανένα βιβλίο;» Τίποτε από όλα αυτά. Το κλειδί που έκλεψα, κράτησα πες, από το Λιμένι. Αριστερό συρτάρι σκρίνιου, κάτω από τα γράμματα. Μισό κιλό μπρούντζος, θα το βρεις εύκολα. Μισό κιλό μπρούντζος και ταξίδεψε Αθήνα-Νέα Υόρκη.Η Μ. ήρθε, έφυγε, το κλειδί μου ήταν εκεί. Κρυμμένο στο κομοδίνο την ημέρα. Τις νύχτες, όμως, το έβγαζα και το κρατούσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Μέχρι που μια μέρα ξεχάστηκα και το είδες. «Τι είναι αυτό;» ρώτησες. Τι να πω. Ένα κλειδί που ταξιδεύει είναι από κάθε άποψη κουτό πράγμα. Η εξήγηση θα ήταν ακόμα κουτότερη. «Δεν ξέρω τι είναι», είπα αδιάφορα. «Βρέθηκε μέσα στη μικρή βαλίτσα. Δεν μου θυμίζει τίποτα. Ποιος ξέρει». Έκανα πως έβλεπα τηλεόραση μετά. «Δεν θυμάσαι;» μου λες. «Ήταν το ξενοδοχείο στη Μάνη». «Α, ναι; Και πώς παράπεσε ολόκληρο κλειδί στη βαλίτσα μου;» Δεν ήξερα, πού να ξέρεις εσύ άμα δεν ήξερα εγώ; Κάθισες μετά λίγο και τα είπαμε. Ένα ταξίδι είναι κάτι εφήμερο, σκεφτόμουν. Το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο.

  

Κόντευε να ξημερώσει, σηκώθηκες να πας για ύπνο, και τότε –χωρίς να με ρωτήσεις– με το καληνύχτα, άπλωσες το χέρι και πήρες το κλειδί. Δεν το ξαναείδα. Κουκουλώθηκα με το πάπλωμα, γαμημένο Λιμένι, καληνύχτα θησαυρέ μου, είμαι ψεύτρα για να μην είμαι κουτή, κάνω ευχή για σένα απόψε: Η ζωή σου. Η ζωή σου η τωρινή και η ζωή σου η μελλοντική. Όπου και να είναι ακουμπισμένη, να είναι πάντα απαλλαγμένη από όλα όσα, για τα όνειρα και για ταξίδια, είναι άχρηστα.

Ποτέ δεν ξανάγινε λόγος για το κλειδί, δεν ξαναείδα το κλειδί μου, το κλειδί μου είναι στα χέρια σου, το ταξίδι του κλειδιού μου είναι σταθερό και αιώνιο.

 

Blogs

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ