ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΚΟΡΕΑ

Οι παλιές μαγείρισσες πάνε στον παράδεισο. Από την Ελένη Ψυχούλη

Οι παλιές μαγείρισσες πάνε στον παράδεισο. Από την Ελένη Ψυχούλη Facebook Twitter
11

Μαγείρεψε για όλες τις διασημότητες της εποχής της, διαπρέποντας σε μια εποχή που τον σεφ τον ήθελε άντρα στην κουζίνα. Κομμάτι ιστορίας κι όχι μόνο γεύσης, η κυρία Λούλα Στασινοπούλου, παραμένει η “μητέρα Λούλα” μιας ξεχασμένης, αστικής γεύσης.

 

 

Οι παλιές μαγείρισσες πάνε στον παράδεισο. Από την Ελένη Ψυχούλη Facebook Twitter

Όσα δεν χωράει ένα βιογραφικό

Πριν λίγο καιρό, “έφυγε” από κοντά μας η κυρία Λούλα. Αν είχε ζήσει στη σημερινή εποχή, θα την ξέρατε όλοι, όπως τον Σκαρμούτσο και τον Λαζάρου. Εκείνη, όμως, δεν αξιώθηκε την εποχή της εικόνας, την εποχή των σεφ-σταρς. Διάσημη-άσημη, αφιέρωσε μια ζωή στην ηδονή των άλλων, τότε που η μαγειρική ήταν ακόμη άλλη μια σκληρή, χειρονακτική εργασία, τότε που δεν ήταν ακόμη “τέχνη”, δεν ήξερε τη λέξη “καριέρα”.

Τη γνώρισα στο Facebook. Για την ακρίβεια, μου τη σύστησε ο Χρήστος, ο γιός της, ευφυής συνομιλητής μου στο διαδίκτυο. Ο κωδικός “η μαμά του ήταν μαγείρισσα του Ωνάση” ήταν αρκετός για να ανεβάσει τον δημοσιογραφικό μου πυρετό, σπάζοντας το θερμόμετρο της περιέγειας. Κι έτσι βρέθηκα ένα βράδυ, παρέα με χίλιες ερωτήσεις, στο ταξί για τα Πατήσια, καλεσμένη σε τυφλό ραντεβού με την ίδια και την κουζίνα της. Στο μικρούλι διαμέρισμα το τραπέζι στρωμένο αριστοκρατικό, το σπίτι μοσχομυρίζει τη μυρωδιά της Παραδείση και του Τσελεμεντέ μαζί, μια ευωδιά που γνωρίζουν όσοι γεννήθηκαν πριν το εβδομήντα και αξιώθηκαν μαγείρισσες-ταλέντα στην οικογένεια. Ντολμαδάκια γιαλαντζί και με αβγολέμονο, κατσικάκι μπεσαμέλ, κολοκυθάκια με τυρί.

Τότε παλιά, πριν την εποχή της υπέρμετρης αφθονίας, κανένα “καλό” σπιτικό τραπέζι δεν περιείχε πάνω από τρία φαγητά. Αντάρτισα στην πολιτική και τον χαρακτήρα, η κυρία Λούλα ξεκίνησε από το μηδέν της κατοχικής φτώχιας και των διωγμών,  χτίζοντας μια καριέρα με εξωντοτικά ωράρια, από τη νύχτα ως την άλλη νύχτα. Τα “καλά σπίτια” που υπηρέτησε ως μαγείρισσα δεν έβαζαν ένσημα, η σύνταξη όφειλε να συμπηρωθεί με μια παράλληλη δουλιά στο εργοστάσιο και στην άλλη πλευρά της Αττικής.

Οι παλιές μαγείρισσες πάνε στον παράδεισο. Από την Ελένη Ψυχούλη Facebook Twitter

Η μνήμη της δεν τη βοηθά με τα ονόματα, να μαγειρεύει έμαθε κοντά στους μάγειρες του Ωνάση, του Κωνσταντίνου Τσάτσου και του Γιώργου Μαντζαβίνου, διοικητή της Τράπεζας Ελλάδος: τον Παναγιώτη, τον Γιώργο και τον Βασίλη. “Λουλίτσα, θα σου χαρίσω αυτά τα βραχιόλια που θα τα φοράς σε όλη σου τη ζωή”, της είπε ο Βασίλης και η Λουλίτσα, που δεν ξέρει καν ποιοί ήταν οι διάσημοι μάγειρες της εποχής της αφού ποτέ δεν μαγείρεψε σε εστιατόριο, τίμησε τα βραχιόλια της, μαγειρεύοντας για μισό αιώνα, στα “καλύτερα σπίτια”: για τον Ωνάση και την αδελφή του Άρτεμη Γαρουφαλίδου, την οικογένεια Πατρονικόλα, το Γέρο της Δημοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Πάνο Δράκο της Ιζόλα, τον Σπύρο Μαρκεζίνη, τον Στέλιο Παναγόπουλο της Εθνικής Τράπεζας, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τη Βέμπο και το Τραϊφόρο, την Κάλας, τους επιχειρηματίες Κώστα και Νίκο Κονιαλίδη.

Τα πικάντικα

  Η γυναίκα που μπορούσε να συναντά τον Ωνάση και τη Τζάκυ γυμνούς στο πρωινό τους ξύπνημα, ήξερε να κρίνει τους ανθρώπους μέσα από τις προτιμήσεις τους στην κουζίνα. Ο Ωνάσης και ο Ανδρέας Παπανδρέου το φαγητό το έβλεπαν περισσότερο σαν συνοδευτικό στο ουισκάκι τους. Η κακομαθημένη Τζάκυ λάτρευε τη γαλλική κουζίνα και τα σουφλέ με γαρίδες και καραβίδες, ενώ η Κάλας ήταν καλόβολη και ελληνοκεντρική. Η πρωινή πτήση της Ολυμπιακής έφερνε στην οικογένεια Ωνάση ζεστή τη γαλλική μπαγκέτα του breakfast, μαζί με τα άγνωστα τότε εδώ ντοματίνια, τα οποία ο Αριστοτέλης τα προτιμούσε γεμιστά και απολύτως κλασικά.

  Όταν η Χριστίνα Ωνάση αραβωνιάστηκε τον Πέτρο Γουλανδρή, διάσημοι σεφ-πατισιέ ήρθαν από το Παρίσι να στήσουν στην αυλή της οικογενειακής βίλας ένα θεόρατο δέντρο από σου καραμελέ. Ποιός να φάει, όμως, ένα δέντρο σου; Η κυρία Λούλα γεμίζει σακούλες των σκουπιδιών τις φέρνει πεσκέσι στις γειτόνισες στα Πατήσια.

   Μια μέρα, το πλούσιο σπίτι που υπηρετεί της αναγγέλει επίσημο δείπνο για το βράδυ. Η κυρία Λούλα μαγειρεύει τα καλύτερά της, στρώνει το τραπέζι με τα επίσημα σερβίτσια, ετοιμάζεται για το σέρβις-το οποίο τότε αναλάμβαναν οι μαγείρισσες αυτοπροσώπως-όμως καλεσμένος δεν φαίνεται. Με έκπληξη αντιλαμβάνεται πως επίτημη καλεσμένη είναι η ίδια: για να της ανταποδώσει η οικογένεια τη φροντίδα στην κόρη τους, σε μια δύσκολη στιγμή.

  Σε μια δεξίωση του Ανδρέα Παπανδρέου για 40 υπουργούς και επιχειρηματίες, η κυρία Λούλα λιποθυμά στην κουζίνα για πρώτη φορά στη ζωή της. Τσακάλι κι ατρόμητη ως τότε, το άγχος της υπεύθυνης την έφερε στο αμήν, καθότι κάθε κορυφή οφείλει να διαθέτει και μια δύσκολη στιγμή στο βιογραφικό της.

Μια ιστορία στο πιάτο

  Τι έτρωγε, όμως, η Ελλάδα, όταν η κυρία Λούλα μπήκε στις κουζίνες, αμέσως μετά τον πόλεμο; “Οταν ξεκίνησα, της μόδας ήταν η ελληνική παραδοσιακή κουζίνα με τις νόστιμες επιρροές που έφεραν μαζί τους οι πολίτες και οι σμυρνιοί. Ο Νίκος Τσελεμεντές ήταν για τους περισσότερους έλληνες ο “Πάπας” της γεύσης, αυτός που έφερε έναν ευρωπαϊκό, μάλλον γαλλικό αέρα, στο φαγητό. Από το ’50 ως το ’70, τα πιάτα που αγαπούσε ένα “καλό τραπέζι” ήταν το ροσμπίφ με μακαρονάδα, το ατζέμ πιλάφι, το τας-κεμπάπ, το αρνάκι φρικασέ, το χοιρινό με σέλινο, οι ντολμάδες, τα γουβαρλάκια, τα παπουτσάκια, τα σουτζουκάκια, το ψητό κατσαρόλας, το κοτόπουλο με μπάμιες, το μοσχαράκι ραγού με πατάτες, ο μουσακάς, το αρνί στο φούρνο με κρέμα γιαουρτιού, ο καπαμάς, το λεμονάτο κοτόπουλο, το ψάρι α λα σπετσιώτα, τα μπαρμπούνια σαβόρε, η μακαρονόπιτα, η κρεατόπιτα και όλες οι πίτες.”

  Μαζί με τη δεκαετία του ’80 ήρθε και η εποχή του σουφλέ. Όλοι, λέει η Λούλα, έφτιαχναν σουφλέ με πάθος και με τα πάντα: με ζυμαρικά, με σπανάκι, με κουνουπίδι, με γαρίδες αλλά και με αστακό. Τότε έσκασε και η μόδα του φιλέτου που σβήνει με ουίσκυ και σερβίρεται με λαχανικά σοταρισμένα με βούτυρο και πασπαλισμένα με παρμεζάνα. “Την ίδια εποχή έκανε τη θριαμβευτική του εισβολή το γκρατέν μαζί με την κρέμα γάλακτος που εγώ ποτέ δεν χρησιμοποίησα στα φαγητά μου” τονίζει με έναν αέρα μεγαλοπρέπειας. “Ο έλληνας τότε άρχισε να πιστεύει πως η κουζίνα του είναι κατώτερη από τη γαλλική και της έδωσε να καταλάβει ποτίζοντάς την με κρέμα παντού. Τότε έκαναν την εμφάνισή τους και οι γαρίδες κοκτέιλ, οι σάλτσες μαγιονοζοκέτσαπ και οι σαλάτες του σεφ και η σήζαρς που προσωπικά ποτέ δεν μου άρεσαν. Πριν από την κάθοδο των σουφλέ, βασιλιάς του τραπεζιού ήταν ο μουσακάς-και τα παπουτσάκια-κι εγώ είχα το δικό μου μυστικό για να τον κάνω ελαφρύ, φίνο και πεντανόστιμο.

Οι παλιές μαγείρισσες πάνε στον παράδεισο. Από την Ελένη Ψυχούλη Facebook Twitter

Οι καλοί τρόποι μιας δεξίωσης

Πώς οργανωνόταν, όμως, ένα επίσημο τραπέζι εκείνες τις δεκαετίες; “Το μενού το αποφάσιζε η οικοδέσποινα, μέσα από τα πιάτα που της πρότεινα, λέει η κυρία Λούλα. Όταν  επιθυμούσαν γνήσια πιάτα της γαλλικής ή της ιταλικής κουζίνας έφερναν εξειδικευμένους σεφ. Σε ένα καθιστό δείπνο, μετά τα ορεκτικά σερβίραμε σφυρίδα ή συναγρίδα βραστή με σπιτική μαγιονέζα ή ψάρι σπετσιώτα, για πρώτο πιάτο. Ακολουθούσε ένα πλούσιο πιάτο με κρέας, οι σαλάτες, η ποικιλία τυριών και το επιδόρπιο, κυρίως φρουτοσαλάτα, με φρεσκοκομμένα φρούτα βαφτισμένα σε σαμπάνια ή παλιότερα, σε βερμούτ. Στον μπουφέ η ποικιλία των φαγητών ήταν μεγαλύτερη κι εγώ έπρεπε να υπολογίζω σωστά τις ανάγκες σε υλικά για να κάνω οικονομία στους οικοδεσπότες. Ήταν κι αυτό μια σοβαρή επαγγελματική αρετή!” Μετά την κουζίνα, οι μαγείρισσες έβαζαν τα καλά τους κι αναλάμβαναν το σερβίρισμα, ενώ όλες ήταν εκπαιδευμένες στο σωστό στρώσιμο του τραπεζιού και τους κανόνες του γαλλικού σερβίς.

Η κυρία Λούλα και το “τώρα”

“Τα τελευταία χρόνια βλέπω διάφορες ξένες επιρροές, κυρίως από την Ασία, στην ελληνική κουζίνα. Εγώ δεν τα πρόλαβα αυτά. Χαίρομαι, όμως, που οι νέοι σεφ επιστρέφουν στην παραδοσιακή κουζίνα με διάφορα “πειράγματα”, που άλλες φορές μου φαίνονται επιτυχημένα, ενίοτε, όμως, νομίζω ότι αλλοιώνουν το χαρακτήρα του πιάτου. Ίσως να’μαι συντηρητική. Ή να πιστεύω πως τα δικά μου φαγητά είναι τα καλύτερα, όπως μεταξύ μας, πιστεύουν όλοι οι μάγειρες. Εν τέλει, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα”.

 

 

Ο απολογισμός

 Με σχεδόν ένα αιώνα ζωής στην προίκα της, η κυρία Λούλα παραμένει ακμαιότατη και ζωηρότατη. Μια χρόνια ασθένεια δεν της επιτρέπει πια να βγει από το σπίτι. Διαφορετικά, θα δούλευε, όπως διατίνεται. Ίσως γιατί μόνο αυτό έχει μάθει να κάνει στην ακάματη ζωή της. Ωστόσο, η μαγειρική δεν λείπει ποτέ από το καθημερινό της μενού. Για τα παιδιά, τους φίλους τους, τα εγγόνια. Θέλει να μου δείξει την κουζίνα της. Νοιώθω σαν να μπαίνω στο επιτελείο, στην καρδιά της. Κοιτάζω εκστατική τα απειροελάχιστα τετραγωνικά, τον παλιό απείραχτο εξοπλισμό μιας απλής κουζίνας του ’60. Τα λιγοστά άβολα ντουλάπια. Η κουζίνα που θα γκρέμιζε ολοσχερώς μια νέα νοικοκυρά έστω κι αν ήταν εκεί να ψήνει μόνο καφέ. Την αγκαλιάζει με μάτια σχεδόν εκστατικά, γεμάτη περηφάνεια. Στα μάτια της την βλέπω τεράστια. Πίσω από τους πάγκους κοιτάζω το ταλέντο, όλες μαζί τις παλιές μαγείρισσες που ήξεραν να μεγαλουργούν με μια κατσαρόλα, μια φωτιά και μια ξύλινη κουτάλα. Απολογισμός και σύνταξη μισού αιώνα καριέρας: ένα ζεστό τριάρι στα Κάτω Πατήσια. Ο πλούτος της “μητέρας Λούλας”.

Γεύση
11

ΚΡΙΣΗ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΚΟΡΕΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Γεύση / Starata: Οι χωριάτικες πίτες των Εξαρχείων που μας έμαθε ένας σταρ σεφ

Το πιο κλασικό ελληνικό πρωινό, η τυρόπιτα, φτιάχνεται και ψήνεται μπροστά μας σε ένα μικρό μαγαζί που συνεχίζει τη θεσσαλική παράδοση στην Αθήνα. Την πρότεινε ο Σωτήρης Κοντιζάς και τη δοκιμάσαμε.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Ηχητικά Άρθρα / Ντρόμ(ι)σες: Ένα ξεχασμένο αρβανίτικο πιάτο και η ιστορία ενός απαγορευμένου έρωτα

Φτιαγμένο με τα πιο απλά υλικά, αλεύρι, νερό και λάδι, συνδέθηκε, μαζί με την μπομπότα, με την Κατοχή. Ο M. Hulot περιγράφει τις αναμνήσεις που του φέρνει στο μυαλό αυτό το πολύ απλό «φαγητό των γιαγιάδων».
M. HULOT
Συνταγές με κουνουπίδι

Γεύση / Συνταγές με κουνουπίδι, με ένα από τα «δώρα» της χειμωνιάτικης κουζίνας

Ο σεφ Άγγελος Μπακόπουλος μοιράζεται ιδέες που έχουν το κουνουπίδι για πρωταγωνιστή, πιάτα που μπορούν να σταθούν τόσο στο καθημερινό όσο και σε ένα κυριακάτικο τραπέζι με φίλους.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Μουσουρλού μου η γλυκιά σου κουζίνα ανάβει φωτιές!

Γεύση / Ένα νέο γαστροκαφενείο στον Βύρωνα σερβίρει τη μικρασιατική παράδοση

Στη Μουσουρλού για τραγανά μύδια Κωνσταντινουπόλεως, τηγανητές πατάτες με κιμά και κασέρι, τυροκαυτερή «χτυπητή», κεμπάπ και ένα πιάτο εμπνευσμένο από τα παλιά Λαδάδικα της δεκαετίας του ’70.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Η τιμή του κρασιού και οι παράγοντες που την επηρεάζουν

Γεύση / Γιατί έχει ακριβύνει τόσο το κρασί;

Πόσο μπορεί να αντέξει στις αυξήσεις το πορτοφόλι του Έλληνα καταναλωτή; Αν πρόκειται για είδη πρώτης ανάγκης, δυστυχώς είμαστε δέσμιοι του «νόμου της αγοράς»· το κρασί όμως είναι προϊόν απόλαυσης, όχι πρώτης ανάγκης.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΜΑΝΗΣ
Συνταγές με φιστίκι

Γεύση / Ευέλικτο, πλούσιο και τραγανό, το φιστίκι Αιγίνης πρωταγωνιστεί σε αυτές τις έξι αλμυρές και γλυκές συνταγές

Τα αδέλφια Δημήτρης και Θανάσης Σταμούδης προτείνουν ριγκατόνι με πέστο φιστικιού, cookies φιστίκι και άλλες πρωτότυπες ιδέες που αξιοποιούν τον αγαπημένο ξηρό καρπό.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Τι κάνει το Prosecco το πιο δημοφιλές αφρώδες κρασί στον κόσμο;

Το κρασί με απλά λόγια / Τι κάνει το Prosecco το πιο δημοφιλές αφρώδες κρασί στον κόσμο;

Η Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και ο Παναγιώτης Ορφανίδης μάς ταξιδεύουν στη βορειοανατολική Ιταλία με οδηγό τον σύμβουλο οινολόγο Stefano Ferrantes, ειδικό στην παραγωγή Prosecco, που εργάζεται στα μεγαλύτερα και γνωστότερα οινοποιεία της περιοχής.
THE LIFO TEAM
Βιωσιμότητα και συλλογικές φαντασιώσεις 

Γεύση / Μπορεί η υψηλή γαστρονομία να είναι πράγματι βιώσιμη;

Βραβευμένα εστιατόρια, που αποτελούν το όνειρο πολλών foodies, καυχιούνται για τις βιώσιμες πρακτικές τους, την ίδια στιγμή που κάποιες «λεπτομέρειες» για τη λειτουργία τους τείνουν να αποσιωπούνται από τη βιομηχανία της εστίασης.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ
Instant noodles: Tο πιο viral φαγητό στον κόσμο τώρα

Γεύση / Instant noodles: Tο πιο viral φαγητό στον κόσμο τώρα

Η συναρπαστική ιστορία του πιο εύκολου φαγητού ξεκινά από την αρχαία Κίνα και τη δυναστεία Τσινγκ. Σύμφωνα με έναν τριάστερο σεφ, υπάρχει τρόπος να κάνουμε τα συσκευασμένα noodles γκουρμέ. Δοκιμάσαμε όσα βρήκαμε στην Αθήνα και προτείνουμε τα καλύτερα.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ

σχόλια

6 σχόλια
κανένα “καλό” σπιτικό τραπέζι δεν περιείχε πάνω από τρία φαγητά. Πηγή: www.lifo.grΕχετε πάει σε ανδριώτικο τραπέζι ? Η νοικοκυρά ΟΦΕΙΛΕΙ να μαγειρέψει τα πάντα. Κι όταν λέω τα πάντα κυριολεκτώ. Οτι ξέρει να μαγειρεύει, πρέπει να βρίσκεται πάνω στο τραπέζι. Σε κάθε τραπέζι τουλάχιστον από μία πιατέλα με το κάθε φαγητό. Από κεφτεδάκια (must) κοκκινιστό, μουσακά, παστίτσιο,μπεκρή μεζέ, νταλμαδάκια γιαλαντζι, κόκκορα πιλάφι,ψάρι, φουρτάλια, συκώτι, πουλάκια φρεσκοσκοτωμένα, γουρουνόπουλο, ρώσικη (κι αυτό για κάποιο λόγο must) μέχρι λουκανικοπιτάκια, τυροπιτάκια και πατάτες τηγανητές. ΕΛΕΟΣ . Φτάνεις στο σημείο από τη μία να λυπάσαι τη γυναίκα που ήταν κλεισμένη μερόόόόνυχτα στην κουζίνα να μαγειρεύει κι από την άλλη λύπη για τον εαυτό σου που ΠΡΕΠΕΙ να τα δοκιμάσεις ΟΛΑ και να σου αρέσουν κιόλας (κι ας είναι εμετικός ο συνδυασμός σαρδέλα ψητή με κόκκορα κρασάτο ......)Οταν έκανα το πρώτο τραπέζι στο ανδριώτικο σόι του άντρα μου κι εκείνος είδε αυτό που λέει η Ελένη στο άρθρο (λιγα και καλά), πήρε SOS τηλ την πεθερά μου να φέρει κανένα συμπληρωματικό φαί για να μη γίνουμε ρεζίλι (φυσικά εκείνη είχε ήδη προνοήσει γιατί το είχε ψιλιαστει ότι είμαι εντελώς ανεπρόκοπη....)Αν σας τύχει ποτέ πρόσκληση σε ανδριώτικο κάλεσμα, μην το χάσετε με τίποτα. Είναι εμπειρία ζωής!
Δεν το λες τυχαίο που αυτό το τραπέζι είναι ανδριώτικο -εφοπλιστές βγάζει το νησί, και του πουλιού το γάλα θα σου φέρουν! Πολύ ωραία μας τα είπες πάντως, και η αλήθεια είναι ότι στην Άνδρο τρως πολύ καλά...
Φρεσκοσκοτωμενα πουλάκια..;;; αυτο τι ειναι τώρα δειγμα μεγαλοπρεπειας σε ένα τραπέζι,που θα πρέπει να τα δοκιμασει κ ο καλεσμένος απο πάνω γι να πει πόσο νόστιμα τα έκανε η οικοδέσποινα.;!!