☛ Στο προηγούμενο τεύχος μας δύο από τα θέματα που συζητήθηκαν πιο πολύ είχαν σχέση (και) με την εικόνα μας στο εξωτερικό. Το άρθρο του Νίκου Δήμου για το Μουσείο της Ακρόπολης («Εθνικό Παράπονο - Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης είναι μουσείο της απουσίας») συγκέντρωσε ενδιαφέροντα σχόλια όχι μόνο για το πώς μας βλέπουν οι ξένοι αλλά και για το πώς βλέπουμε εμείς τους εαυτούς μας. Να 9 από αυτά.
FallenAngel: «Έχει ψιλοξεχαστεί αυτή η ιστορία με τα Μάρμαρα και καλό είναι να τη θυμόμαστε πού και πού. Φυσικά, τώρα μας έχουν πάρει τα μυαλά τα μνημόνια, τα πλεονάσματα, οι απολύσεις και όλα αυτά τα "φρούτα" της κρίσης, αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε τον πολιτισμό που (κάποτε) είχαμε και την ιστορία μας, γιατί είναι το μόνο που μας έχει απομείνει».
Ein steppenwolf: «Η άλλη άποψη είναι ότι ο Έλγιν έσωσε τα Μάρμαρα, που αλλιώς μπορεί να καταστρέφονταν στην Επανάσταση του 1821. Άλλωστε, το 90% των καταστροφών των αρχαίων μνημείων δεν οφείλεται ούτε στους αρχαιολάτρεις ούτε στους βάρβαρους επιδρομείς αλλά στους απλούς ανθρώπους, που στο διάβα των αιώνων χρησιμοποιούσαν τα ερείπια ως οικοδομικά υλικά. Η επιστήμη της αρχαιολογίας και η σημερινή στάση απέναντι στ' αρχαία κτίρια, που υπαγορεύουν την προστασία, την αναστήλωση και συντήρησή τους, είναι πολύ νέες στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ιστορικά, τα παλιά, μη λειτουργικά κτίσματα διαλύονταν και τα οικοδομικά υλικά χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή άλλων. Δεν τα συντηρούσαν, όσο αριστουργηματικά κι αν ήταν, δεν δίσταζαν να κάνουν τα μαρμάρινα αγάλματα ασβέστη και να λιώνουν αυτά που ήταν φτιαγμένα από μέταλλο. Αυτοί που άλλαξαν την παλιά νοοτροπία ήταν ακριβώς οι κλέφτες και συλλέκτες αρχαιοτήτων, όπως ο Έλγιν. Χάρη σε αυτούς άρχισαν να υποψιάζονται οι ντόπιοι ότι τα αρχαία και τα αγάλματα είχαν αξία μεγαλύτερη από τις πέτρες, αφού πλήρωναν όσο-όσο για να τ' αποκτήσουν. Οι κατηγορίες που τους προσάπτουμε σήμερα είναι αναχρονιστικές, αφού τον καιρό τους τα αρχαία δεν προστατεύονταν και οι πάντες λιθολογούσαν ελεύθερα».
Johnny_S: «Το παλιό κτιριάκι πάνω στον λόφο της Ακρόπολης μια χαρά την έκανε τη δουλειά του, να μην πω και καλύτερα, γιατί δεν σου δημιουργούσε αίσθηση του κενού, με το να είναι τόσο ασφυκτικά γεμάτο. Αφήστε που το Νέο Μουσείο είναι χάλια αισθητικά, όπως λέει ο Simon Jenkins της "Guardian". Περισσότερο θυμίζει αρχηγείο αστυνομίας κάποιας μπανανο-δημοκρατίας».
freepress: «Και επειδή το έγραψε η "Guardian", πρέπει άκριτα να συμφωνήσουμε; Απλώς, ο Άγγλος τυφλώνεται από το άπλετο φως και την ομορφιά του Παρθενώνα που μπορείς να θαυμάσεις μέσα από το μουσείο. Δεν έχει συνηθίσει τόση ομορφιά στη μουντή πραγματικότητά του! Όχι, αγαπητέ μου, δεν είναι έτσι τα χάλια αισθητικώς κτίρια».
paradiser jr: «Συμφωνώ κι επαυξάνω. Από την πρώτη στιγμή που είδα το κτίριο δεν μου άρεσε. Δεν ταιριάζει στο υπόλοιπο τοπίο. Για μένα, ένα καινούργιο κτίσμα θα πρέπει να εναρμονίζεται με τον υπόλοιπο περίγυρό του. Αλλά, αν σκεφτεί κανείς ότι η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα δεν λαμβάνει τίποτα υπόψη της, δεν είναι να εκπλήσσεται. Ο τελευταίος όροφος είναι όντως δράμα».
agia: «Έλεος με τα Μάρμαρα του Παρθενώνα! Δεν είναι μάρμαρα, είναι γλυπτά, πόσες φορές θα το πούμε; Αν ήταν απλώς μάρμαρα, δεν θα τα είχαν αφαιρέσει, γιατί δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον και δεν θα μπορούσαν να σταθούν μόνα τους! Σκεφτείτε να πάμε να πάρουμε μια πέτρα από αυτές που αποτελούν το Στόουνχετζ. Και; Τι να την κάνουμε; Να εκθέσουμε έναν άμορφο βράχο;».
Flower12: «Εξωτερικά το Μουσείο είναι απαίσιο, δεν ταιριάζει με τίποτα. Ο Δήμου είχε πει στους "New York Times" ότι είναι σαν ούφο που προσγειώθηκε ανάμεσα σε νεοκλασικά. Όμως, τα μουσεία δεν είναι για να τα βλέπεις απ' έξω, και το εσωτερικό του είναι υπέροχο, με τους σωστούς φωτισμούς, τους άνετους χώρους, τις προσβάσεις. Αναδεικνύει τα εκθέματα, κι αυτή είναι η δουλειά ενός μουσείου».
spinoza: «Τα γλυπτά του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο είναι διαφήμιση για την Ελλάδα και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Γνώμη μου είναι πως πρέπει να μείνουν εκεί. Τα επισκέπτονται και τα θαυμάζουν πολλοί άνθρωποι. Κόβουν την ανάσα με την ομορφιά τους».
☛ Στην κριτική του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου για την ταινία Η ζωή της Αντέλ με την πολυσυζητημένη, ελληνικής καταγωγής Αντέλ Εξαρχόπουλος, ο no-body σχολίασε: «Βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όχι τόσο την αφύπνιση της λεσβιακής ταυτότητας της Αντέλ όσο την καταγραφή της αλληλεπίδρασης των δύο εμπλεκόμενων στην ερωτική σχέση κοριτσιών. To πάθος, η σχέση, η αλληλεπίδραση, η ζήλια, η απώλεια, το κόλλημα, ο συμβιβασμός: στοιχεία που συναντά κανείς σε όλες τις ερωτικές σχέσεις, ανεξαρτήτως φύλου, δοσμένα με ρεαλισμό και αποστασιοποιημένη ειλικρίνεια».
Ο Christos Papaioannou έγραψε: «Δεν είναι άσχημη ταινία, αλλά υπερεκτιμημένη, ειδικά για τον Χρυσό Φοίνικα. Μεγάλα σεναριακά κενά, κοινωνικά στερεότυπα που βγάζουν μάτι, χαρακτήρες που εξαφανίζονται χωρίς λόγο. Ωστόσο, η απόδοση της λεσβιακής σχέσης είναι υπέροχα συγκινητική».
σχόλια