Ο Πέτρος Γαϊτάνος βλέπει από τη βεράντα του όλη την Αθήνα. Το σπίτι του είναι πάνω σ’ έναν λόφο στη Νέα Πεντέλη κι έχει τρομερή θέα. Βλέπει, ας πούμε, την οροφή του Ολυμπιακού Σταδίου που έφτιαξε ο Καλατράβα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το κτίριο του ΟΤΕ στο Μαρούσι, βουνά, σύννεφα, καμινάδες, πεύκα, χιλιάδες σπίτια «και τις καθαρές ημέρες μέχρι τα Μέθανα και την Επίδαυρο». Στο τραπέζι του σαλονιού του έχει ένα coffee table βιβλίο με φωτογραφίες από γέφυρες του κόσμου κι εξώφυλλο τη γέφυρα του Ρίου-Αντιρρίου, ένα φωτογραφικό λεύκωμα του Basil Pao με τίτλο Hande και φωτογραφίες με παλάμες από διάφορα μέρη του πλανήτη, μια Καινή Διαθήκη (σε μεγάλο μέγεθος), ένα βαζάκι με γλυκό ντοματάκι από την Αριδαία (το οποίο έχει ζωγραφισμένο τον θεό Δία στην ετικέτα του), ένα μπουκάλι καλό ουίσκι, ένα μπουκάλι ούζο Απαλαρίνα από τη Χίο, ένα κουτί με λουκούμια με άρωμα μανταρίνι, σοκολάτες και μια πιατέλα με μπισκότα. «Τα έφτιαξα μόνος μου τον Νοέμβριο, αλλά ακόμα κρατάνε και είναι υπέροχα. Είναι με ξηρούς καρπούς και άψητη ψίχα. Όλοι οι ξηροί καρποί σε αυτό το σπίτι είναι άψητοι.
Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση ψήθηκαν λίγο μαζί με το μπισκότο. Πάρε ένα».
Το μπισκότο του Πέτρου Γαϊτάνου, αν και πολυκαιρισμένο, είναι νόστιμο. Τις τελευταίες ημέρες, όπως κάθε χρόνο όταν πλησιάζει το Πάσχα, είναι στην επικαιρότητα. Εμφανίζεται στην τηλεόραση περισσότερο και από τους υποψηφίους των κομμάτων για τις επερχόμενες εκλογές. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε διαφημίσεις κινητής τηλεφωνίας, αυτοκινήτων και αναψυκτικών, πετάγεται η «βιβλική» φιγούρα του και ψέλνει αισθαντικά βυζαντινούς ύμνους για να προωθήσει τη δουλειά του και τα περιοδικά που δίνουν δωρεάν τα CD του. Για πολλούς είναι μια αμφιλεγόμενη φιγούρα, ένας στα όρια του καλτ τραγουδιστής που εμφανίζεται κάθε Πάσχα, βγάζοντας χιλιάδες ευρώ από τους πιστούς που θέλουν να περάσουν μια κατανυκτική Μεγάλη Εβδομάδα, ακούγοντάς τον να διαβάζει τα Ιερά Ευαγγέλια και να τραγουδάει τους ύμνους της Ορθοδοξίας. Η αλήθεια είναι ότι έχει διαγράψει μια σημαντική πορεία στο τραγούδι με συνεργασίες με τον Μίκη Θεοδωράκη, τη Χαρούλα Αλεξίου, έχει μια γκάμα φωνής που μπορεί να πιάσει από βυζαντινά μέχρι λαϊκά, σμυρναίικα και ρεμπέτικα, ενώ μάλλον στα κρυφά πρέπει να τραγουδάει και Abba, το «Dancing Queen» και το «Chiquitita».
«Mεγάλωσα σ’ ένα χωριό της Δράμας που λέγεται Κοκκινόγεια -δεν ξέρω αν σημαίνει κάτιπιθανόν από τα χώματα της περιοχής που είναι κόκκινα. Από εκεί είναι και η Σεβάς Χανούμ, αλλά τότε δεν το ξέραμε - κι εγώ πρόσφατα το έμαθα. Μεγάλωσα με φυσικά προϊόντα, με γάλα δικό μας, αυγά δικά μας, όλα τα φρούτα και τα λαχανικά δικά μας, γι’ αυτό τώρα διακρίνω πολύ εύκολα και τι δεν είναι καλό. Οι γονείς μου ήταν αγρότες και από την ώρα που γεννήθηκα εργαζόμουν κι εγώ στα χωράφια με τα καπνά. Θυμάμαι τα ρυάκια που τρέχανε και διακλαδώνονταν μέσα στα χωράφια του χωριού και πως βλέπαμε όλα τα ζώα, όλα τα φυτά, τα δέντρα, να αναπτύσσονται, να εξελίσσονται. Γυρνάγαμε από τα χωράφια σπίτι και στη διαδρομή, μια απόσταση δύο-τριών χιλιομέτρων, περνούσαμε από διάφορα μονοπάτια και κόβαμε άγρια φρούτα, πίναμε νερό από τα ρυάκια και βλέπαμε διάφορα άγρια ζώα. Νομίζω πως ο παράδεισος πρέπει να είναι κάπως έτσι. Στα έντεκά μου πήγα πρώτη φορά σε ντισκοτέκ και μαγεύτηκα. Πήγαινα στην ντίσκο στη Δράμα ή σε κάποιο κοντινό χωριό σχεδόν κάθε μέρα. Είχαμε καμιά διακοσαριά χορευτικές φιγούρες με τους φίλους μου και κάναμε πάρτι.
Χορεύαμε Boney M, Abba, Bee Gees, Tears For Fears, Bonnie Tyler, Michael Jackson, όλες τις επιτυχίες της εποχής. Τη μία ντίσκο, τη μικρή, την έλεγαν Φοξ, μετά υπήρχε μια άλλη, πιο εντυπωσιακή, που την έλεγαν Έλεν, ενώ υπήρχαν και άλλες δυο που ήταν πιο κοντά στο χωριό, η Τζαμάικα και η Κατμαντού. Ήταν εξωτικά και φευγάτα, αλλά μετά, όταν βλέπαμε της βιντεοκασέτες των ’80s με τις σκηνές στις ντίσκο της Αθήνας, αισθανόμασταν υποδεέστεροι. Από πολύ παιδάκι, από πάντα, τραγούδαγα Καζαντζίδη, Μπιθικώτση - ό,τι γιορτή γινόταν στο χωριό, στους γάμους, στα πανηγύρια, με φώναζαν και τραγουδούσα. Μετά έγινε κι ένας πολιτιστικός σύλλογος και μαζευόμασταν με κιθάρες και κάναμε στυλ μπουάτ βραδιές και τραγουδάγαμε Σαββόπουλο, Λοΐζο και τέτοια. Αυτό που με κάνει να πιστεύω πως έχω ταλέντο εκ φύσεως είναι ότι όταν τραγουδούσα, όλοι σιωπούσαν. Ήμουν γεννημένος γι’ αυτό».
Την ίδια περίοδο ακούει στο ραδιόφωνο και βλέπει στην τηλεόραση τον Καζαντζίδη, τον Τσιτσάνη, τη Μαρινέλλα, την Αλεξίου και τον Νταλάρα και ονειρεύεται ν’ αφήσει πίσω του τα ρυάκια και να πάει στη μεγάλη πόλη, να κυνηγήσει το όνειρό του, να γίνει τραγουδιστής. «Ο πατέρας μου σε κάποια φάση έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και δούλευε σε μια εταιρεία που έφτιαχνε τηλεοράσεις, τη Schaub Lorenz, και ήμασταν από τους πρώτους του χωριού που είχαμε μία. Μαζευόταν όλο το χωριό κι έβλεπαν “Άγνωστο Πόλεμο” και τα προγράμματα της ΕΡΤ. Εγώ τα έβλεπα όλα αυτά και ήθελα να φύγω, να κατέβω στην Αθήνα». Αντί για την Αθήνα, πήγε στη Λάρισα να σπουδάσει γεωπόνος, γιατί τον ενδιέφερε η επιστήμη των φυτών (στο σπίτι του έχει κάποια καδράκια με φωτογραφίες φυτών), αλλά δεν έβγαλε τη σχολή, δεν εναρμονίστηκε ποτέ με το «επίπεδο της παιδείας, όλο το μπάχαλο, την αναξιοκρατία και τα κακά βιβλία. Έτσι έφυγα για την Αθήνα και πήγα στο Ελληνικό Ωδείο να σπουδάσω βυζαντινή κι ευρωπαϊκή μουσική με τον μεγάλο δάσκαλο Μανώλη Χατζημάρκο». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ένα ξεκίνημα με τον Σταμάτη Σπανουδάκη, μια καριέρα που έμοιαζε να ισορροπεί μεταξύ του έντεχνου και του ποπ, εμφανίσεις σε πρωινές εκπομπές, συνεργασίες με μεγάλους συνθέτες, ώσπου το Πάσχα του 1995 κυκλοφορεί το άλμπουμ «Ώρα Ενάτη», το οποίο περιλαμβάνει ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας και γίνεται χρυσό - και του δείχνει τη μουσική του κατεύθυνση. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι έκτοτε ο Γαϊτάνος είδε τον Θεό τον αληθινό.
Στο δωμάτιο δίπλα στο σαλόνι του έχει ένα γραφείο μ’ ένα κομπιούτερ και μια βιβλιοθήκη γεμάτη θρησκευτικά βιβλία. Στους τοίχους μερικές εικόνες της Παναγίας, όχι πολλές, μια ή δυο. Ο Πέτρος είναι ευγενικός τύπος κι έχει μια εγγενή αθωότητα. Σαν να μη μεγάλωσε ποτέ από τότε που έφυγε από την Κοκκινόγεια και ας είναι 45 ετών. Τα καλοκαίρια παίρνει το τζιπ του και γυρνάει μόνος του τα νησιά, ανεβαίνει πλαγιές, κατεβαίνει πλαγιές και παραλίες ακούγοντας στο cd-player τις «Αγίες Γραφές» - του χρόνου σκέφτεται να κάνει το ίδιο, οδηγώντας στους μεγάλους αυτοκινητόδρομους της Ευρώπης. Και βγάζει πολλές φωτογραφίες. Έχει μια μηχανή Nikon και τραβάει από κατσίκες και κάστρα μέχρι νεκρή φύση. Πρέπει κάποιος να του μάθει και το Instagram.
Το καλοκαίρι του 2005 πήγε στις Πυραμίδες της Αιγύπτου για να ερμηνεύσει το έργο «Ωδή στον Μέγα Αλέξανδρο» σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου και ποίηση Γιώργου Παπακώστα. « Ήταν τρομερή η εμπειρία στις Πυραμίδες.
Σκέψου ότι εκεί έχουν παίξει ελάχιστοι, όπως ο Ζαν Μισέλ Ζαρ. Είχαν ζητήσει τον χώρο και οι U2 και παλιότερα ο Έλβις Πρίσλεϊ, αλλά δεν τους το είχαν επιτρέψει. Τώρα ονειρεύομαι να παίξω στο Σινικό Τείχος, σ’ ένα μοναστήρι στο Θιβέτ στα Ιμαλάια, στην έρημο της Αυστραλίας, στην Πέτρα στην Ιορδανία, στον Ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ, και ωραίο θα ήταν ν’ ανοίγαμε την Αγία Σοφία και να κάναμε κι εκεί μια συναυλία».
H τελευταία ταινία που του άρεσε ήταν το Avatar. «Mου αρέσουν οι ταινίες που με βάζουν σ’ έναν κόσμο μαγικό, διαφορετικό. Επίσης, μου αρέσει να μαγειρεύω. Έχω έναν ιδιαίτερο τρόπο να φτιάχνω τις μακαρονάδες με τα θαλασσινά. Έχω δύο τρία μυστικά, τα οποία δεν έχω μάθει από πουθενά. Βάζω μούστο, ναι, μούστο. Έχω έναν παραγωγό που με προμηθεύει μούστο κάθε χρόνο, τον βάζω στην κατάψυξη και τον χρησιμοποιώ στις μακαρονάδες με τα θαλασσινά και στα γλυκά. Ταιριάζει».
- Δεν γίνεται βαρύ το φαγητό;
- Όχι καλέ.
σχόλια