Κυριακή πρωί. Καφές στο χέρι και ταξί.
-Στο σταθμό των τρένων, παρακαλώ.
Πάει καιρός που έχω να επισκεφτώ την αδερφή μου και την οικογένεια της.
Κατέφθασα. Την κοιτάω από το παράθυρο. Τα μαλλιά της κοτσίδα και ροζ κλιψάκια στερεώνουν τις όποιες μπουκλίτσες δεν κατάφερε να συγκρατήσει η αλογοουρά της. Ο λόγος για την μικρή μου ανιψιά, την Αλίκη.
Μεγάλωσε. Όσο πάει περισσότερο μοιάζει της μάνας της.
Φαγητό σε ένα συνοικιακό ταβερνάκι και αμέσως μετά παίρνω την μικρή από το χέρι να πάμε βόλτα. Ο χρόνος ο χαμένος δύσκολα κερδίζετε και έτσι καταφεύγω στα βρώμικα μέσα. Της παίρνω παγωτό, κάνω λίγο τον καραγκιόζη και δεν χορταίνω να την βλέπω να γελά. Θέλω τόσο να περάσει καλά για να με θυμάται ως την επόμενη φορά που θα έρθω!
Σειρά έχει η παιδική χαρά. Εγώ παγκάκι, σποράκι και άγιος ο θεός. Εκείνη τρέχει σαν σίφουνας από εδώ και από εκεί, μου στέλνει φιλάκια από μακριά και εγώ λιώνω όπως προηγουμένως είχε λιώσει το παγωτό της Αλίκης (δεν το ήθελε τελικά, τζάμπα τα δύο ευρώ). Και τότε γίνομαι μάρτυς του εξής σκηνικού. Ένα πιτσιρικάκι δυο-τρία χρόνια μεγαλύτερο την πλησιάζει και κάτι της ψιθυρίζει στο αφτί. Εκείνη γυρνά και τον φτύνει.
Πάω προς το μέρος τους και το αγοράκι χαμηλώνει το βλέμα και φεύγει. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως η ανιψιά μου μόλις έδωσε την πρώτη της χυλόπιτα. Προετοιμάζομαι για μια επίπληξη για τον τρόπο που απέρριψε το αγόρι αλλά από την άλλη χασκογελώ κάτω από τα μουστάκια μου για τον τσαμπουκά της μικρής femme fatale.
-Τι συνέβη εδώ; Τι σου είπε το αγοράκι;
-Μου είπε πως μ’ αγαπά.
-Δεν είναι κακό να σ’ αγαπούν. Είμαι σίγουρη πως και εσύ κάποιο αγόρι αγαπάς.
-Ναι.
-Και θα ΄θελες αυτός που αγαπάς να σε φτύσει;
-Μα δεν τον έφτυσα επειδή είπε πως μ΄αγαπά.
-Ε, τότε γιατί;
-Γιατί είναι άσχημος και είναι και Αλβανός.
-Και εσύ είσαι βλαμμένο.
Γούρλωσε τα μελί της μάτια και με κοίταζε. Δεν ξέρω αν κατάλαβε την βρισιά αλλά σίγουρα διέκρινε τα σημάδια του θυμού και της σιχασιάς στο πρόσωπο μου. Φύγαμε. Σίγουρα εκείνη την στιγμή έπαψα να είμαι η αγαπημένη της θεία.
Θύμωσα. Θύμωσα πολύ κατ’ αρχάς με τον εαυτό μου που μίλησα έτσι σε ένα εξάχρονο και δη στην αγαπημένη μου Αλίκη. Μετά έψαξα να δω τι φταίει και ποιος ώστε ένα παιδάκι να νιώθει τέτοια αποστροφή για κάποιον που απλώς εξέφρασε τα τόσο τρυφερά του συναισθήματα.
Τα έβαλα με την αδερφή μου. Μετά με τις νηπιαγωγούς. Μετά με την τηλεόραση και ο κατάλογος των υπαιτίων δεν είχε τελειωμό. Η οργή μου όσο περνούσε η ώρα αντί να καταλαγιάζει, μεγάλωνε.
Τότε θυμήθηκα. Πριν μερικούς μήνες, κατά την διάρκεια μιας άλλης επίσκεψης, όταν η μικρή με ρώτησε γιατί αυτός ο «κύριος» χτυπάει την άσχημη κυριούλα (αναφερόμενη στο περιστατικό με τον Κασιδιάρη και την Κανέλλη), η μοναδική απάντηση που πήρε ήταν πως αυτά δεν είναι για μικρά παιδιά. Τελικά πρώτη απ’ όλους εκείνη έπρεπε να ξέρει. Έπρεπε κάποιος να της πει για τον ρατσισμό, την ανεργία, την βία και όλα τα δινα που αντιμετωπίζει αυτή η χώρα. Κάποιος έπρεπε να της μιλήσει για την διαφορετικότητα και την ανωτερότητα της αποδοχής. Κάποιος έπρεπε να της πει, να την προειδοποιήσει για το μίσος που ξεβράζεται από τα σωθικά των ανθρώπων και πως αυτή έπρεπε να μείνει μακρυά τους. Είναι πολύ μικρή για να μισεί.
Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώνει μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, την μνησικακία και τον φόβο. Νέα μυαλά πλάθονται με τον πηλό του εθνικισμού, την ομορφιά της ομοιογένειας και την αποστροφή για το διαφορετικό. Εμείς τι; Απλοί θεατές βλέπουμε παιδιά, ανιψιά, εγγόνια σαν σύγχρονες μαριονέτες που κινούνται με τα σάπια νήματα του λαϊκισμού και των συμφερόντων ενός εμετικού κοινωνικού(;) κράτους και πολιτικού συστήματος. Ως πότε;
Ας μην υπάρξει άλλη ροχάλα στο πρόσωπο ενός παιδιού.
YouSendIt! /
σχόλια