Η τελευταία ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα με τον ειρωνικό τίτλο ΧΕΝΙΑ είναι μια οδύσσεια ανά την Ελλάδα του σήμερα, με σύγχρονους Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και Σειρήνες. Είναι η αναζήτηση δύο ανήλικων Αλβανών δεύτερης γενιάς, ενός πατέρα και μιας ταυτότητας. Είναι μια ταινία για το τέλος της αθωότητας, για την ενηλικίωση και για την αδελφικότητα. Τέλος, η ιστορία ενός πατέρα που όφειλε να έχει αναλάβει τις ευθύνες του νωρίς, αλλά δεν τις ανέλαβε ποτέ.
Αναλογιζόμενος ότι οι ταινίες σου μοιάζουν με παραμύθια για ενήλικες, ήθελα να σε ρωτήσω αν σου άρεσαν τα παραμύθια όταν ήσουν μικρό παιδί και ποιο ήταν το αγαπημένο σου.
Ήμουν ένα παιδί άρρωστα υπερδραστήριο. Σήμερα θα μου έδιναν ηρεμιστικά – γιατί σήμερα δίνουν στα παιδιά ηρεμιστικά. Δεν καθόμουν, δεν σταματούσα να μιλάω. Το μόνο πράγμα που με ηρεμούσε ήταν να μου λένε παραμύθια και να βλέπω σινεμά. Ήταν τα δύο πράγματα που με ακινητοποιούσαν. Και η τηλεόραση, φυσικά. Να ακούω ή να βλέπω ιστορίες παρά το να τις λέω εγώ ο ίδιος, γιατί τα υπερδραστήρια παιδιά θέλουν συνέχεια να κάνουν κάτι για να τραβάνε την προσοχή. Όταν το ανακαλύψανε, με έστελναν συνεχώς στο σινεμά, όπου ήθελα να βλέπω τις ταινίες που μου άρεσαν ξανά και ξανά. Ο Πινόκιο της Disney ήταν μία από τις ταινίες που με άγγιξαν περισσότερο...
Να γιατί χρησιμοποιείς τόσο συχνά animation. Στα δικά σου «παραμύθια», βέβαια, ξεπηδούν πολλοί εφιάλτες, σε αντίθεση με τα παιδικά.
Δεν είμαι και τόσο σίγουρος! Η Σταχτοπούτα, όπως την έγραψαν οι Γκριμ, είναι κάτι εφιαλτικό. Πάντως, στη σκηνή του δάσους στο ΧΕΝΙΑ σκέφτηκα τον Κοντορεβιθούλη – εικαστικά όμως. Μου αρέσει οι ταινίες μου να λειτουργούν σαν παραμύθια, για μεγάλους ή και μικρούς. Θεωρώ, άλλωστε, τον εαυτό μου πιο πολύ storyteller παρά οτιδήποτε άλλο. Η συγγραφή με συναρπάζει, είναι η ωραιότερη περίοδος της διαδικασίας μιας ταινίας. Είναι το στάδιο κατά το οποίο διασκεδάζω πιο πολύ.
Το φινάλε της «Στρέλλας», που δίχασε το ελληνικό κοινό, μοιάζει να είναι η γέφυρα που τη συνδέει με το ΧΕΝΙΑ. Εκεί επρόκειτο για μία σύγχρονη εκδοχή οικογένειας, ενώ εδώ για την ιστορία μιας διαλυμένης οικογένειας.
Καταρχάς, το τέλος της Στρέλλας δεν δίχασε μόνο τους Έλληνες... Όλες μου οι ταινίες έχουν να κάνουν με την οικογένεια. Το ΧΕΝΙΑ πιο συνειδητά, οι προηγούμενες πιο υποσυνείδητα. Παίρνω πάντα την οικογένεια ως βάση της αφήγησής μου. Δεν υπάρχει κάτι πιο σύνθετο ως σκέψη πίσω από αυτό, εκτός από το ότι είναι από τα θέματα που με έχουν απασχολήσει και προσωπικά. Προέρχομαι από μεγάλη οικογένεια, και από τις δύο πλευρές. Με πολλές ιστορίες, πολλά μυστικά, είναι η ζωή μου. Επίσης, είμαι ένας άνθρωπος που κάνει πολλά χρόνια ψυχανάλυση.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στις ταινίες σου.
Αναγκαστικά αυτό έχει σημασία, βγαίνει. Συν του ότι εμένα με βολεύει πάρα πολύ ως αφηγητή, καθώς μια οικογένεια είναι ιδανικό πλαίσιο για να πεις μια ιστορία, ένας μικρόκοσμος μέσα από τον οποίο μπορείς να μιλήσεις για όλα, για τα πάντα. Οπότε είναι μία φόρμα που με βόλεψε.
Και στην ελληνική, όπως και στη μεσογειακή, κοινωνία η οικογένεια είναι θεμελιώδης. Ποια είναι η γνώμη σου για την αρχετυπική ελληνική οικογένεια;
Φτύνω επάνω της! Όπως φτύνω κι επάνω στην Εκκλησία. Απροκάλυπτα όμως. Αυτήν τη στιγμή, δε, με πολύ θυμό. Γιατί πιστεύω ότι είναι ένα από τα μεγάλα κακά αυτής της χώρας. Το δόγμα «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια» πρέπει κάποια στιγμή να τελειώσει. Πρέπει κάποτε να τελειώνουμε με όλα αυτά!
Πριν, που αναφέρθηκες στη δική σου οικογένεια, έμοιαζες να μιλάς με τρυφερότητα.
Φυσικά. Σέβομαι απόλυτα την οικογένεια του καθενός και τα συναισθήματα που έχει γι' αυτήν. Όπως σέβομαι απόλυτα το γεγονός ότι ο καθένας πρέπει να έχει το δικαίωμα να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία θέλει. Όμως είμαι κατά της θρησκείας, και κατά της οικογένειας, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε αυτήν τη στιγμή.
Γι' αυτό και «προτείνεις» μια νέα μορφή οικογένειας στη «Στρέλλα»;
Δεν πρότεινα, κατέγραφα μια λογική εξέλιξη των γεγονότων που είχαν προηγηθεί στην ταινία. Δεν ξέρω πώς θα εξελισσόταν η βραδιά, μπορεί στο τέλος να γινόταν της πουτάνας. Δεν είναι αυτό, όμως, το θέμα μου. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή γινόταν αυτό.
Στο ΧΕΝΙΑ ο μικρότερος σε ηλικία από τους δύο χαρακτήρες, ο Ντάνι, μοιάζει να ψάχνει να ενώσει τα κομμάτια του παζλ της οικογένειάς του.
Και τα δικά του συγχρόνως, γιατί όταν ψάχνεις κάτι τέτοιο, ψάχνεις τα δικά σου κομμάτια. Ο Ντάνι είναι ένας χαρακτήρας που συνεχώς επανέρχεται στις ταινίες μου και όλοι λένε ότι είμαι εγώ. Είναι ένα παιδί που επωμίστηκε από πολύ νωρίς τον ρόλο του μεγάλου. Αυτό είναι το πιο σκληρό πράγμα που μπορείς να κάνεις στα παιδιά, είτε προέρχονται από διαλυμένη οικογένεια είτε από μια οικογένεια που δεν έχει διαλυθεί ακόμα. Όταν αφαιρείς τον ρόλο του παιδιού από ένα παιδί και του δίνεις αυτόν του ενήλικα, είναι τρομερά σκληρό. Συμβαίνει πολλές φορές σε εγκαταλελειμμένα από τους γονείς τους παιδιά. Ο Ντάνι από πολύ νωρίς έπρεπε να προσέξει τη μητέρα του λόγω του αλκοολισμού της. Τον άφησαν όλοι μόνο του με μια αδύναμη γυναίκα. Ανέλαβε τον ρόλο του προστάτη. Ο Ντάνι, λοιπόν, αποκρούει αυτό τον ρόλο, αρνείται να μεγαλώσει, σαν τον Πίτερ Παν, φτιάχνει έναν φανταστικό κόσμο με το γλειφιτζούρι, με το κουνέλι του τον Ντίντο, ιδέα που πήρα από τη Μίνα Ορφανού που έχει ένα κουνέλι για κατοικίδιο, επεκτείνοντας έτσι την παιδική του ηλικία. Κάνοντας μια πολύ διεστραμμένη συμφωνία με τον ενήλικο εαυτό του. Πρόκειται για ένα διαολεμένα έξυπνο παιδί.
Γιατί επανέρχεται και σε αυτή την ταινία η μορφή ενός ανεύθυνου πατέρα;
Και της μητέρας επίσης. Αυτό, όμως, που με ενδιαφέρει πιο πολύ είναι τα παιδιά. Αυτά που αναγκάζονται να μεγαλώσουν μόνα και εναντίον όλων. Είναι κάτι που με συγκινεί ιδιαίτερα. Εκεί ίσως εντοπίζεται και η σχέση των ιστοριών μου με τα παραμύθια. Αγόρια και κορίτσια μόνα και καταδιωκόμενα στο δάσος, όπως ο Κοντορεβιθούλης και η Κοκκινοσκουφίτσα, στις πόλεις, όπως ο Πινόκιο, στα μεγάλα σπίτια, όπως η Σταχτοπούτα, και πάει λέγοντας.
Μία από τις πιο τρυφερές στιγμές είναι η επανένωση των δύο αδελφών με τον φίλο της μητέρας τους και ιδιοκτήτη σκυλάδικου, τον Τάσο, σαν οικογενειακή ευτυχία.
Ο Τάσος ήταν από τους πιο αγαπημένους μου χαρακτήρες. Είναι λιγάκι... το ΧΕΝΙΑ, που όμως τα κατάφερε. Ο Τάσος είναι survivor. Έρχεται από την εποχή του ΧΕΝΙΑ, έχει όλους τους λόγους να γίνει σαν το ΧΕΝΙΑ, να εγκαταλειφθεί. Δεν μπόρεσε να κάνει την καριέρα που ήθελε, είναι από τους ανθρώπους που το όνειρό τους χάθηκε, κυλήσανε μέχρι το χείλος του γκρεμού για να το κυνηγήσουν, δεν πέσανε, αλλά επιστρέψανε μ' έναν πιο πρακτικό τρόπο. Αποδέχτηκαν τον τρόπο που αγαπάνε, βρήκε έναν σύντροφο, τον Άχμαντ κι έγινε ένας υπέροχος ιδιοκτήτης κέντρου.
Ένας νοικοκύρης.
Κάπως έτσι! (γέλια) Με τον τρόπο του... ένας νοικοκύρης. Μακάρι να ήταν έτσι όλοι οι νοικοκύρηδες.
Αν κάτι χαρακτηρίζει το ΧΕΝΙΑ, είναι το θέμα της φιλίας και της εμπιστοσύνης.
Και της αδελφικότητας μεταξύ αντρών.
Δεν θα έλεγες ότι η φιλία στην Ελλάδα καταλήγει συχνά στην προδοσία; Ακόμα και μεταξύ «αδελφικών» φίλων;
Γιατί η φιλία στην Ελλάδα είναι σημαντικότερη; Όπως τώρα λένε για το φιλότιμο. Υπάρχει φιλότιμο και στην Αγγλία και στη Γαλλία, παντού. Φιλία υπάρχει επίσης παντού και προδίδεται το ίδιο παντού, σε Ανατολή και Δύση. Για μένα η ταινία μιλάει πάνω απ' όλα για την αδελφικότητα, που εμπεριέχει τη φιλία. Όταν ένας άνθρωπος, γυναίκα, άντρας, παιδί, γέρος, επικοινωνεί με έναν άλλο και αποφασίζουν να αντιμετωπίσουν κάτι μαζί, είτε αυτό είναι η ζωή είτε ο θάνατος είτε μια χαρά είτε μια δυσκολία, σαν συνοδοιπόροι, συνένοχοι, συνάδελφοι, ό,τι θες, αυτό για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό, με συγκινεί και με εμπνέει. Και υπάρχει σε όλες μου τις ταινίες. Από την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά μέχρι τώρα.
Οπότε, η φιλία με τη μορφή της αδελφικότητας έχει μεγάλη σημασία για σένα...
Εκεί ακούμπησα τα πάντα. Όλο μου το κεφάλαιο το ακούμπησα στη φιλία. Ό,τι έμαθα κι ό,τι έκανα ήταν μέσω άλλων ανθρώπων. Μπορεί στο τέλος να μένεις μόνος και να τα κάνεις όλα εσύ ο ίδιος, ωστόσο θέλω να πιστεύω ότι μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης ήταν πάντα οι άλλοι άνθρωποι που ήταν εκείνη τη στιγμή δίπλα μου. Είτε ήταν η οικογένειά μου είτε ο γκόμενός μου είτε η στενή μου φίλη.
Γιατί επέλεξες να δουλέψεις ακόμα μια φορά με μη ηθοποιούς;
Πρώτα απ' όλα θεωρώ τα παιδιά ηθοποιούς. Εν αντιθέσει με τη Μίνα Ορφανού και άλλους χαρακτήρες σε άλλες μου ταινίες, ο Νίκος (Οδυσσέας) ήταν στο πρώτο έτος στη σχολή της Αγίας Βαρβάρας και ο Κώστας (Ντάνι) έδωσε εξετάσεις όσο κάναμε πρόβες. Ήταν ηθοποιοί εν τη γενέσει. Ακόμα και στους μη ηθοποιούς η αγωνία ή η θέληση του να γίνεις ηθοποιός υποδηλώνει ένα ταλέντο. Έψαχνα δεύτερης γενιάς Αλβανούς, που ήταν ένα στοιχείο αδιαπραγμάτευτο. Ήταν πολιτική απόφαση. Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 200.000 παιδιά, όχι μόνο Αλβανοί, παιδιά μεταναστών, που έχουν γεννηθεί εδώ και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ότι δεν έχουν χαρτιά. Για μένα αυτό είναι ανεπίτρεπτο και σκανδαλώδες και θα έπρεπε όλοι οι ψηφοφόροι να το λαμβάνουν υπ' όψιν τους, όταν πρόκειται να αποφασίσουν ποιο κόμμα να ψηφίσουν. Αυτό πρέπει να σταματήσει. Η Ελλάδα είναι μια χώρα σε κρίση, υπάρχει μια γενιά που θα κουβαλήσει την κρίση και σε 200.000 παιδιά από αυτά αρνούμαστε την ιθαγένεια. Για μένα, λοιπόν, ήταν πάρα πολύ σημαντικό να βρω δύο Αλβανούς δεύτερης γενιάς. Μπορεί να μην έκανα την ταινία. Όπως και με τη Στρέλλα, αν δεν έβρισκα μια πραγματική τρανς.
Αλήθεια, τι είναι η πατρίδα; Οι κάμποι και τα βουνά;
Οι κάμποι και τα βουνά! Τίποτε άλλο. Ο γεωγραφικός χώρος στον οποίο γεννήθηκα.
Δεν σε ενδιαφέρει καθόλου η έννοια της πατρίδας;
Καθόλου! Μάλιστα, είμαι πολέμιος των εθνών. Είμαι εναντίον κάθε είδους εθνικοφροσύνης. Πιστεύω ότι ένας άνθρωπος ανήκει παντού και θα έπρεπε να έχει την ελευθερία να ανήκει όπου αυτός θέλει, όπου διαλέξει.
Αντιφάσκεις. Δεν έρχεται σε αντίθεση με την ιθαγένεια που ζητάς για τα παιδιά μεταναστών; Τι σημασία έχει πού ανήκουν;
Αφού το θέλουν οι ίδιοι... Θα πολεμήσω μέχρι θανάτου για το δικαίωμα του καθενός να αποκτήσει την ιθαγένεια που θέλει. Το θεωρώ πολύ σημαντικό, δεν είμαι εναντίον αυτού. Κι αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάθε λόγο να ανήκουν στην Ελλάδα. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ και πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους Έλληνες. Είναι σκανδαλώδες και τρομερά βίαιο, αγενές και αλαζονικό να μην τους το αναγνωρίζουμε.
Στην ταινία κάνει την εμφάνισή της μια φασιστική δύναμη που σκορπάει τον τρόμο, όπως συμβαίνει εδώ και κάποιο καιρό σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ντρέπομαι τρομερά γι' αυτό! Είναι ό,τι πιο μπανάλ υπάρχει αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα. Υπάρχουν 500.000 Έλληνες που ψηφίζουν φασιστικά κόμματα. Και δεν είναι μόνο η Χρυσή Αυγή. Είναι κάτι που με θλίβει πάρα πολύ ως άνθρωπο και με εξοργίζει. Δεν το περίμενα ότι θα το ζούσα στην εποχή μου. Ως νέος, γκέι ακτιβιστής πρόλαβα το τέλος του ΑΚΟΕ και υπήρξα ακόμα πιο στρατευμένος στη Γαλλία. Αργότερα δραστηριοποιήθηκα για λίγο στην Ελλάδα, που μου πρόσφερε πολλές συγκινήσεις με το πρώτο Pride. Δεν πίστευα ότι θα το ζήσω στο μέσον της ζωής μου αυτό. Είναι κάτι που με συντρίβει. Ξέρω και ξέρουμε όλοι ότι στην Ελλάδα υπήρχε πάντα φασισμός και γι' αυτό θυμώνω πάρα πολύ με όσους το θεωρούν φαινόμενο της κρίσης. Δεν είναι φαινόμενο της κρίσης. Απλώς η κρίση το όξυνε. Είναι μια φασιστική Ελλάδα που μας πάει πίσω πάρα πολλά χρόνια.
Έχεις υπάρξει θύμα φασιστικής βίας;
Φασιστικής, όχι. Ομοφοβικής, ναι. Μπορεί να προερχόταν και από το ΚΚΕ. Μπορώ να το πω σήμερα μετά από όσα είπε ο Κουτσούμπας. Με προσβάλλει απόλυτα, ως άνθρωπο πρώτα και μετά ως γκέι.
Θεωρείς τις ταινίες σου έκφραση του new greek weird cinema;
Τι να σου πω; Ο κριτικός της «Guardian» με ενέταξε κι εμένα σε αυτό. Μπορεί να είναι greek queer weird cinema...
Σε λένε συχνά και Έλληνα Αλμοδόβαρ.
To ξέρω, αν και δεν είναι από τους σκηνοθέτες που με επηρέασαν, γιατί τον ανακάλυψα αργά. Πάντως, ξέρω ότι είδε τη Στρέλλα και του άρεσε πολύ. Ένας σκηνοθέτης που πραγματικά με επηρέασε είναι ο Τζον Γουότερς. Όπως και ο Μόρισεϊ και ο Γουόρχολ. Όταν είδα το Trash σε ηλικία 14 χρονών στο Στούντιο, το υπόλοιπο της νύχτας ήμουν σε μία κατάσταση υπνωτισμού. Όταν είδα το Pink Flamingos στα 17 στο Λονδίνο, έπαθα πλάκα. Αυτό που λέω πάντα ως γκέι σκηνοθέτης είναι ότι υπάρχει μια queer κουλτούρα που στοιχειοθετείται εδώ και χρόνια, που πάει πίσω στον Άντερσεν, που ξέρουμε ότι έγραψε τη Μικρή Γοργόνα γιατί ο ίδιος ήταν καταπιεσμένος γκέι, και φτάνει μέχρι τον Προυστ και τον Ουάιλντ, τον Τοντ Χέινς, τον Αλμοδόβαρ και τον Φασμπίντερ. Μια τεράστια κουλτούρα που έχει μεγάλη σημασία στην τέχνη και, όπως αντλώ από αυτήν, ανήκω και σ' αυτήν. Όποιος ανήκει σε αυτήν δεν είναι απαραίτητα Αλμοδόβαρ.
Είναι ο συγκερασμός όλων αυτών.
Ακριβώς. Πολλοί μου λένε και για τον Φασμπίντερ. Ειδικά με την Αληθινή Ζωή και τη Στρέλλα. Τον λατρεύω, αν και πολλές του ταινίες δεν βλέπονται. Μοιράζομαι μαζί του την αγάπη του για τον Ντάγκλας Σερκ. Έκανα τη μελέτη μου στην κινηματογραφική σχολή επάνω στον Σερκ και είναι ένας σκηνοθέτης στον οποίο αναφέρονται και ο Φασμπίντερ και ο Αλμοδόβαρ. Αλλά όχι, δεν είναι ότι επηρεάστηκα από τον Αλμοδόβαρ. Από την άλλη, ένας Έλληνας γκέι δεν μπορεί να ξεπεράσει τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι. Μπορείς να πεις «δεν μου αρέσουνε», αλλά δεν μπορείς να τους ξεπεράσεις. Ακόμα και τον Δαλιανίδη. Στα θερινά σινεμά έβλεπα όλα του τα μιούζικαλ.
Σ' εσένα εμφανίζεται ως gay icon η Πάτι Πράβο. Η μεγάλη τιμώμενη του ΧΕΝΙΑ.
Όταν ήμουν μικρός, παιζόντουσαν στην τηλεόραση δύο ιταλικά βαριετέ, το Canzonissima και το Mille Luce. Είχα εμμονή με τα σόου και τα φτερά και ειδικά με την Πάτι Πράβο, από τότε. Μετά πέρασα μια περίοδο πανκ, ήμουν πολύ ρέμπελος ως έφηβος, κι έφυγα από το σπίτι. Έμαθα ότι και η Πράβο είχε μια περίοδο πανκ και ήταν χρόνια τζάνκι. Τα χρόνια πέρασαν, δεν ήξερα καν αν ζούσε, έως ότου βρέθηκα το φθινόπωρο του 2005 στη Νάπολη. Πήγα σε όλα τα FΝΑC και στα δισκάδικα και αγόρασα οτιδήποτε είχε σχέση με αυτήν. Λειτούργησε σαν τη μαντλέν του Προυστ. Έψαχνα να ξαναβρώ κάτι κι έπαθα πλάκα με το πόσο τεράστια είναι αυτή η τραγουδίστρια, καθώς η καριέρα της είναι αδιάλειπτη. Πάντα έλεγα να βάλω ένα τραγούδι της, κι όταν άρχισα να κάνω μελέτη για τους Αλβανούς ανακάλυψα τη μεγάλη επιρροή που είχε η ιταλική κουλτούρα στην Αλβανία. Οι γονείς και του Κώστα και του Νίκου ακούνε ιταλική μουσική αυτής της περιόδου. Έτσι, πήγε πακέτο με το ΧΕΝΙΑ και με την παιδική μου ηλικία. Γιατί, εν τέλει, αυτή η ταινία, μέσω αυτών των δύο παιδιών, είναι μια επιστροφή στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Ένας αποχαιρετισμός.
Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας
Σενάριο: Πάνος Χ. Κούτρας, Παναγιώτης Ευαγγελίδης
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Hélène Louvart, Σίμος Σαρκετζής
Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Πηνελόπη Βαλτή
Κοστούμια: Βασίλης Μπαρμπαρίγος
Ήχος: Fabrice Osinski Μοντάζ: Γιώργος Λαμπρινός
Μουσική: Delaney Blue
Πρωταγωνιστούν: Κώστας Νικούλι, Νίκος Γκέλια, Ρομάνα Λόμπατς, Άγγελος Παπαδημητρίου, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου
H ταινία XENIA βγαίνει στις αίθουσες στις 2 Οκτωβρίου.
σχόλια