Φτάνοντας στη Σαμοθράκη θα πρέπει να έχεις δει τους συνεπιβάτες σου να κουβαλούν τεράστια σακίδια απ' τα οποία κρέμονται κουβέρτες, κατσαρόλες και μπρίκια. Να κρατάνε ξύλινα όργανα μουσικής και ποιητικές συλλογές. Να περνάνε από μπροστά σου και να ακούς τους ήχους από τα κρεμαστά στο λαιμό τους και να έχεις δει το βρακί τους αφού έχουν την συνήθεια να ξαπλώνουν σε όποιο σημείο βρουν εύκαιρο. Αν όχι, είσαι σε λάθος νησί. Με το που θα δεις την Καμαριώτισσα, το λιμάνι του νησιού, θα απογοητευτείς. Χαμογέλα και προχώρα, δεν είναι αυτό η Σαμοθράκη.
Στην αρχή ψάχναμε να αγοράσουμε την τοπική εφημερίδα αλλά μάθαμε πως δεν υπάρχει. Όταν αργότερα συναντήσαμε τον Παναγιώτη Τσίπο και την κόρη του Μυρσίνη που είναι οι ιδιοκτήτες του μοναδικού ραδιοφωνικού σταθμού εδώ, μας είπαν πως για 27 χρόνια αποτελούν τον μοναδικό τρόπο για να μαθαίνει ο κόσμος τι γίνεται στο νησί. Ραδιόφωνο και καφενείο, από εκεί κυκλοφορούν τα νέα. Γι' αυτό διαλέξαμε ένα καφενείο και καθίσαμε.
Η σκέψη του Ηράκλειτου μοιάζει με την ψυχή του Άμλετ: όλοι την καταλαβαίνουν, αλλά ο καθένας διαφορετικά. Το ίδιο ισχύει και για τη Σαμοθράκη
Μέχρι να πιούμε τον καφέ μας είχαμε μάθει πως στις βάθρες χάθηκαν δυο τουρίστριες και τις ψάχνουν, πως στο κέντρο υγείας του νησιού δεν υπάρχουν γιατροί και οι κάτοικοι αναγκάζονται να πηγαίνουν Αλεξανδρούπολη και πως στα εκδοτήρια εισιτηρίων πηγαίνουν καθημερινά δεκάδες άτομα για να αλλάξουν την ημερομηνία που θα φύγουν. Κάθε φορά που ακυρώνεις το εισιτήριό σου, πληρώνεις το μισό αντίτιμο. Εμείς ευτυχώς το ακυρώσαμε μόνο δυο φορές. «Είναι νόμος εδώ στο νησί, έρχεσαι για τουρισμό και ξεχνιέσαι», λέει ο κύριος Στέλιος που παράλληλα κάνει τσιγάρο, πίνει τσίπουρο και έχει το εγγόνι να του τραβάει το χέρι φωνάζοντας «Το Σάος φεύγει, πάμε να χαιρετήσουμε το Σάος».
Πήραμε τον δρόμο για το κάμπινγκ. Στο δρόμο ρίχναμε κλεφτές ματιές στα μέρη που προσπερνούσαμε και βάζαμε σημάδι σε αυτά που θέλαμε να ξανά δούμε ενδελεχώς. Παρατηρώντας από μακριά το λιμάνι στα Θέρμα κι όσο πλησιάζεις πιο κοντά ξεθολώνουν τα γράμματα και εμφανίζεται η φράση που είναι γραμμένη στον τοίχο: «Τα πάντα ρει». Σε εκείνο το σημείο είναι σαν να εφαρμόζεται η αφηγηματική τεχνική της προοικονομίας και να σε προετοιμάζει για ό,τι πρόκειται να επακολουθήσει. «Και γιατί Ηράκλειτος;», θα ρωτήσω αργότερα έναν κύριο στο λιμάνι, «γιατί ο Ηράκλειτος είναι και γαμώ» θα μού πει. Έπειτα την ερώτησή μου έρχεται να την απαντήσει ο Spengler με μια φράση του: «Η σκέψη του Ηράκλειτου μοιάζει με την ψυχή του Άμλετ: όλοι την καταλαβαίνουν, αλλά ο καθένας διαφορετικά». Το ίδιο ισχύει και για τη Σαμοθράκη και το ταξίδι ξεκίνησε με αυτό κατά νου.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι πηγαίνουν στο νησί. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται με το Sola luna, ένα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής που έφερνε χιλιάδες τουρίστες οι οποίοι νυχθημερόν χόρευαν με τις μουσικές επιλογές των καλύτερων DJs. Οι ντόπιοι λένε πως εκείνες τις ημέρες το νησί βούλιαζε: δεν έβρισκες θέση για να φας, μύριζε παντού τσιγαριλίκι και μονίμως είχες κάποιον δίπλα σου. Όταν το φεστιβάλ σταμάτησε, είχε γίνει ήδη η αρχή για να επιλέγουν μερικοί κάθε χρόνο να κάνουν τις διακοπές τους στο νησί. Ωστόσο έμεινε η φήμη πως στη Σαμοθράκη έρχονται για ναρκωτουρισμό. Ναρκωτικά υπάρχουν παντού, στην Σαμοθράκη μπορείς να βρεις εύκολα, αλλά δεν έρχεσαι αποκλειστικά γι' αυτόν τον λόγο εδώ.
Για την διαμονή τους, οι περισσότεροι διαλέγουν το κάμπινγκ, είτε ελεύθερο, είτε σε ένα από τα δυο οργανωμένα. Το ένα είναι ελεύθερης διαβίωσης. Είναι ένα περιφραγμένο δάσος, το νερό είναι κάτι παραπάνω από παγωμένο και πληρώνεις περισσότερα χρήματα απ' ότι στο άλλο που έχεις νερό, ρεύμα και περισσότερες ευκολίες. Παρόλα αυτά το πρώτο μαζεύει περισσότερο κόσμο. «Εδώ είσαι πιο κοντά στην φύση έχει παραπάνω ενδιαφέρον, στο άλλο πηγαίνουν οικογένειες. Εγώ επί χρόνια στήνω την σκηνή μου μαζί με μια αιώρα στο συγκρότημα Παοκ και δεν το αλλάζω ούτε με το καλύτερο κρεβάτι», μας λέει ένας καμπίστας που έρχεται κάθε χρόνο εδώ. Χρειάστηκαν μερικές μέρες για να καταλάβουμε τι είναι το «συγκρότημα Παοκ» μέχρι που πέσαμε πάνω σε μια μηχανή ζωγραφισμένη με τον δικέφαλο αετό και έναν κύριο να την καβαλά φορώντας –τι άλλο;- μπλούζα του Παοκ. Στην σκηνή σημαία με τον δικέφαλο να ανεμίζει και όλα σε ασπρόμαυρο. Στήνοντας κάθε χρόνο την σκηνή του στο ίδιο σημείο δημιούργησε κάτι σαν οδό, την οδό Παοκ.
Κάτι ενδιαφέρον στην Σαμοθράκη, είναι το πώς διασκεδάζει ο κόσμος. Όταν στα υπόλοιπα νησιά η καθιερωμένη διασκέδαση είναι τα μπαρ και τα club και η εναλλακτική διασκέδαση είναι το καφενείο και η μπύρα στο πεζούλι, στην Σαμοθράκη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Εναλλακτικό είναι το να πας σε beach bar αντί να είσαι με μια χύμα πετσέτα στην Παχιά Άμμο και το να φορέσεις τακούνια την ώρα που όλοι περπατάνε με σανδάλια ή ξυπόλυτοι. Το Saoki είναι το πρώτο beach bar που λειτούργησε στην Σαμοθράκη και όπως μας λέει ο Παναγιώτης, ο ιδιοκτήτης του «όταν το άνοιξα το 1997, οι ντόπιοι το αντιμετώπισαν ως ξενόφερτο. «Καλά beach bar στην Σαμοθράκη;» μού είπαν. Δε με ένοιαξε και γι' αυτό συνέχισα. Θεωρώ πως πάντα πρέπει να δίνεις εναλλακτικές στους ανθρώπους που πηγαίνουν να κάνουν διακοπές. Ασχολούμαι σοβαρά με το παραδοσιακό κομμάτι του νησιού, με τη γη και την καλλιέργειά της και ξέρω τι μπορεί να αντέξει το νησί μας. Το πολύ γκλάμουρ πιστεύω δεν θα το άντεχε και θα το ξερνούσε, αντέχει όμως σε νέες ιδέες. Εμείς εφόσον η σεζόν είναι πολύ μικρή και διαρκεί σαράντα μέρες, βασιζόμαστε στην καλή μουσική. Φέρνουμε συγκροτήματα από την Θράκη και ο κόσμος μαζεύεται για τα καθημερινά live».
Όσο γυρνάς το νησί καταλαβαίνεις πως με ωτοστόπ μπορείς να πας παντού. Σε κάθε δρόμο –εκτός από τα κατσίκια που κρύβονται σε κάθε βράχο- υπάρχει ένα μόνιμα σηκωμένο χέρι που κάπου θέλει να το πας, το άλλο χέρι κρατά συνήθως ένα παγούρι με νερό. Βρισκόμαστε στις χαλαρές ημέρες, μπορείς ακόμα να βρεις μέρη που θα κάνεις μπάνιο μόνος σου ή μαζί με το σκύλο σου -αν αντέχει στο παγωμένο νερό. Αφήσαμε τις βάθρες και πήγαμε στον Ξηροπόταμο, το ένα από τα λιγότερο γνωστά φαράγγια του νησιού. Ακολουθώντας το μονοπάτι για να φτάσει κανείς στον καταρράκτη, περνάει από βράχια, σκαρφαλώνει όπου παρεμβαίνουν κορμοί δέντρων, βουτάει τα πόδια του στο νερό και έχει για παρέα λιβελούλες. Όταν φτάσαμε είδαμε νεραϊδάκια να κολυμπούν γυμνά και να βάζουν το κεφάλι τους κάτω από τον καταρράκτη σαν να θέλουν να πάρουν ευλογία. Βάθρες, λιμνοθάλασσες και καταρράκτες, θαρρείς πως το νερό δεν έχει τέλος σε αυτό το νησί.
Όταν πέφτει ο ήλιος και έρχεται το απόγευμα κινούνται όλοι προς μια κατεύθυνση. Τα Θέρμα εκτός από θειούχες πηγές είναι και το hotspot του νησιού. Όλοι σιγά σιγά περνούν και κάθονται στο κεντρικό καφενείο «Τα Θέρμα» για να πιουν καφέ, μπύρα, τσίπουρο –βέβαια το τσίπουρο θα έπρεπε να έχει 1.60 με μεζέ. Εκεί μπορεί να δεις από το να βουρτσίζουν τα δόντια τους και να μακιγιάρονται μέχρι και επιστήμονες να συζητούν για τη χλωρίδα και την πανίδα του νησιού και με το wifi του μαγαζιού να στέλνουν σε πανεπιστήμια τα ερευνητικά τους αποτελέσματα. Εμείς καθίσαμε για λίγο με τον Ηρακλή ο οποίος ασχολείται με τα αρωματικά φυτά και μας μίλησε για τη ρίγανη. «Είναι ίσως η καλύτερη ρίγανη στον κόσμο και η μόνη που δεν πικρίζει στο φαγητό, τουμπανέιρο ολέ η ρίγανή μας». Παρέα με μια ομάδα ανθρώπων έχει φτιάξει ένα παιχνίδι με κάρτες. Περιλαμβάνει φράσεις του Ηράκλειτου. Τραβάς μια κάρτα τυχαία και έρχεται το μήνυμα της ημέρας από το νησί. «Η καθημερινή σύνδεση με το νησί», όπως μας λέει, «κρατά ζωντανή την επαφή». Αυτή που τραβήξαμε εμείς έλεγε πως «Η φύση αρέσκεται να κρύβεται».
Μέσα σε κλίμα μυστηρίου για όσα μας έχουν πει για τελετές και για ιέρειες και έχοντας στο νου το απόσπασμα από το βιβλίο του Ίωνα Δραγούμη που αναφέρει για τη Σαμοθράκη πως «γέννησε τ' αγριοκάτσικα, τους ανθρώπους και τους Καβείρους, που παίζανε μυστικά με τις φωτιές και τις θαλασσοφουρτούνες και έπλασαν μια θρησκεία», πήγαμε να περπατήσουμε μέσα στο ιερό των μεγάλων θεών και να φανταστούμε τον Σαμπουαζό να ανακαλύπτει τη φτερωτή Νίκη της Σαμοθράκης. Φτάνοντας στην είσοδο βρήκαμε ένα τουρίστα να προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα με το τσιμπιδάκι από τα μαλλιά της γυναίκας του. «It' s closed», λέει κουνώντας το κεφάλι. Εν μέσω τουριστικής περιόδου που διαρκεί μόνο έναν μήνα, το μουσείο είναι μέχρι τις τρεις ανοιχτό. Δέκα άτομα που είχαν πάρει λεωφορείο για να έρθουν και να το δουν κατέληξαν να περιμένουν ώρες στη στάση για να γυρίσουν πίσω, κάποιοι άλλοι πήδηξαν και μπήκαν. Την επόμενη μέρα που ξανά πήγαμε έκαναν έργα συντήρησης και δεν είχαμε πρόσβαση σε όλα τα σημεία. Η μύηση στα μυστήρια των μεγάλων θεών μπορεί να πει κανείς πως δεν έγινε ποτέ, ίσως την επόμενη φορά.
Στις τέσσερις είχαμε ραντεβού με ένα βοσκό που θα μας μιλούσε για την πανίδα του νησιού. Φτάσαμε στην Καμαριώτισσα όπου μας περίμενε ο Νταούτ -με την Μπέλα, το σκυλί του- για να μας πάει στη στάνη. Με μητέρα από την Λευκορωσία και πατέρα από την Παλαιστίνη, ο Νταούτ άρχισε να ψάχνει το μέρος που θα τον κάνει να ριζώσει. Ερχόμενος για διακοπές στο νησί, ενώ ακόμα ήταν στο καράβι, αποφάσισε πως θα μείνει. «Μού άρεσε που το μέρος έχει μια αγνότητα, το περιβάλλον είναι καθαρό και οι άνθρωποι είναι άγριοι με την έννοια της ελευθερίας. Ήρθα με τη γυναίκα μου και πολύ γρήγορα μπερδευτήκαμε με τον πληθυσμό. Εκείνη είναι φυσικοθεραπεύτρια και δουλεύει με τους «μεγάλους» του νησιού». Με εκτενείς σπουδές στη Βιογενετική, στη φυσική εκτροφή και στην οικολογική καλλιέργεια, ο Νταούτ πέρασε από Αγγλία, Δαμασκό, Σαχάρα και Κύπρο. Στη Σαμοθράκη θέλει να εφαρμόσει εναλλακτικές μορφές καλλιέργειας με χαμηλό κόστος και να διαχωρίσει τα ζώα: άλλα ζώα να είναι για άρμεγμα και άλλα να τα χρησιμοποιούμε για το κρέας τους. Όνειρό του, να ζήσει όλη του τη ζωή χωρίς ρεύμα και να μην χάσει την επαφή του με το έδαφος. Χωρίς να το καταλάβουμε είχε φτάσει κιόλας η ώρα για το άρμεγμα.
Η συνάντηση με τη Marina Fischer-Kowalski, διευθύντρια του Ινστιτούτου Κοινωνικής Οικολογίας στην Βιέννη ήταν μια έκπληξη για μας. Έρχεται κάθε χρόνο στη Σαμοθράκη με ομάδες φοιτητών και πραγματοποιούν έρευνες για το πώς θα επιτευχθεί η βιωσιμότητα της χλωρίδας και της πανίδας. Ανεβήκαμε στη Χώρα για να παρακολουθήσουμε μια διάλεξη επιστημόνων πάνω στο θέμα. Σύμφωνα με την έρευνα ο αριθμός των αιγοπροβάτων θα πρέπει να μειωθεί κατά 50% καθώς με την υπερβόσκηση αποτρέπεται η αναγέννηση των δασών ενώ τα αιγοπρόβατα έχουν αρχίσει να τρώνε ελιές και αρωματικά φυτά. Τονίστηκε πως στόχος της έρευνας είναι να συνάδει η ακαδημαϊκή προσέγγιση με την πραγματικότητα του νησιού και να μη στραφούν οι άνθρωποι στην βιομηχανική κτηνοτροφία. «Το κατσικάκι της Σαμοθράκης είναι συνυφασμένο με την ελευθερία των ζώων και έτσι πρέπει να παραμείνει». Πολλοί σπουδαστές επιλέγουν το νησί ως πεδίο έρευνας και δραστηριοποίησης, αφήνουν τα πανεπιστήμια του εξωτερικού και δουλεύουν με σοβαρότητα και με στόχο την ανάδειξη της Σαμοθράκης. Νέοι άνθρωποι, με διαφορετικούς κλάδους, ερχόμενοι από Ελλάδα και εξωτερικό πιστεύουν πως η διεπιστημονικότητα μπορεί να κάνει θαύματα σε έναν τόσο ευλογημένο τόπο.
Την τελευταία μέρα θέλαμε να δούμε το νησί και από την πλευρά της θάλασσας. Πρώτα καταδυθήκαμε για να δούμε το κουφάρι ενός ρουμανικού πλοίου του 1935 που κουβαλούσε ξύλα. Αυτό που δε ελάχιστοι γνωρίζουν, είναι πως από τα ξύλα που ξέβρασε η θάλασσα, οι κάτοικοι της Χώρας έχτισαν πολλά από τα σπίτια. Έπειτα σταματήσαμε στον Βάτο. Πλησιάζοντας τον Βάτο κατάλαβα πως δεν αξίζει να μιλήσω γι' αυτό το μέρος, γιατί πρέπει να το δει κανείς. Θα πω μόνο για τον Βήτα, ένα αλαφροΐσκιωτο αγόρι που το συνάντησα εκεί να πατάει με ακρίβεια πάνω στις πέτρες, σα γάτος που θέλει να ζεσταθεί. Μιλούσε αργά και με παύσεις και σε έκανε να κοιτάζεις τα χείλη του μήπως και προφτάσεις τον ήχο και κερδίσεις χρόνο μαντεύοντας τι θέλει να πει. «Στην Αθήνα δεν μπορώ να δω τον ήλιο, εδώ μπορώ και αναπνέω». Με ένα sleeping bag και ένα απενεργοποιημένο κινητό, είχε στα χεριά του ένα ξύλο κέδρου και ενώ είναι άοσμο, έλεγε πως μυρίζει βανίλια. O Βήτα ήταν όλη η Σαμοθράκη και βγήκε ολόσωστο αυτό που μου πρωτοείπαν μόλις ήρθα στο νησί:
«Στη Σαμοθράκη θα χάσεις τα πράγματά σου, θα γεμίσεις μελανιές στα πόδια και θα ερωτευτείς –δεν είναι απαραίτητο να είναι άνθρωπος, μπορεί να είναι ένα κατσίκι-».
Ή ένα πνεύμα συμπληρώνω εγώ.
σχόλια