Εξήντα έξι χρόνια έχουν περάσει από την ημέρα που το σώμα του νεκρού Αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ ξεβράστηκε στον Θερμαΐκό. Εξήντα έξι χρόνια που δεν έχουν δώσει απαντήσεις σε όσους έχουν ερευνήσει επί σειρά ετών τα γεγονότα. Η υπόθεση Πολκ, όχι μόνο ως αίνιγμα, έγινε αφορμή μέχρι σήμερα να διατυπωθούν θεωρίες, αλλά εξακολουθεί και εμπνέει συγγραφείς και σκηνοθέτες. Polk είναι ο τίτλος της τέταρτης ταινίας που γίνεται με αφορμή την προσωπικότητά του, από δυο νέους Έλληνες σκηνοθέτες και θα έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2014. Ας πάρουμε την ιστορία από την αρχή:
Ελλάδα 1947. Ο εμφύλιος μαίνεται. Σε διεθνές επίπεδο αρχίζει να διαμορφώνεται το ψυχροπολεμικό κλίμα ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Στην Ελλάδα έχει εξαγγελθεί το «Δόγμα Τρούμαν» με το οποίο η Ελλάδα έχει περάσει στην αγγλική και αμερικανική κηδεμονία. Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται πολύ κοντά στο θέατρο των επιχειρήσεων στη Βόρειο Ελλάδα, ένα σημαντικό μέρος της οποίας κατείχε ο Δημοκρατικός Στρατός.
Στις 16 Μαΐου τα ξημερώματα, ο ψαράς Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει το άψυχο σώμα του στη θάλασσα σε άθλια κατάσταση. Μπροστά στο Τριανόν. Πόδια και χέρια δεμένα με σκοινί, μια σφαίρα στο κεφάλι. Οι εφημερίδες της εποχής, δημοσιεύουν τη φριχτή εικόνα.
Το Μάιο του '48, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος φτάνει στη Θεσσαλονίκη. Πόλη στο όριο της μυθοπλασίας την εποχή εκείνη με κατασκόπους εγχώριους και ξένους, επισκέπτες και πολιτικές ίντριγκες. Ο Τζορτζ Πολκ είναι ένας ακόμα επισκέπτης και κανένας δε θα ήξερε το όνομα του, πέρα από το δημοσιογραφικό χώρο, αν το πτώμα του δεν ξεβραζόταν στον Θερμαϊκό μια εβδομάδα αργότερα.
Η «υπόθεση Πολκ», όπως είναι στους περισσότερους γνωστή, είναι μια ιστορία αστυνομικού μυστηρίου με όλα τα συστατικά σε γενναίες δόσεις. Κίνδυνος, σκευωρίες, διαφθορά, κατασκοπία. Θεωρίες συνωμοσίας που ακόμα και σήμερα ζητούν απαντήσεις. Και άλλες τόσες που έχουν καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος.
Ο Τζορτζ Πολκ είναι 34 ετών. Είναι ένας επιτυχημένος και μάχιμος ρεπόρτερ του CBS. Πολεμικός ανταποκριτής στις ευαίσθητες περιοχές της εποχής όπως η Μέση Ανατολή και η Παλαιστίνη. Θέλει να κλείσει το κεφάλαιο «Ελλάδα» με μια συνέντευξη από το Μάρκο Βαφειάδη, ο οποίος στις 24 Δεκεμβρίου του 47 έχει αναγγείλειτο σχηματισμό «προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης». Σε αντίποινα η επίσημη κυβέρνηση Τσαλδάρη - Σοφούλη θέτει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ εκτός νόμου. Ο Πολκ θα κάνει τη συνέντευξη στο πιο hot πρόσωπο της εποχής και μετά θα πάρει την Ελληνίδα γυναίκα του και θα φύγουν για το Χάρβαρντ.
Από τη Γιουγκοσλαβία, χρόνια αργότερα, ο Μάρκος Βαφειάδης σε μια συνέντευξή του στον διευθυντή της εφημερίδας «Μακεδονία», Δημήτρη Γουσίδη θα πει: «δεν είχαμε καμία πληροφόρηση εμείς επάνω στο Γράμμο, ότι ένας Αμερικανός δημοσιογράφος ήθελε να έρθει και να μάθει για τον αγώνα μας. Αν ήθελε αυτός μια φορά εμείς δέκα φορές θέλαμε να μάθει η υφήλιος γιατί αγωνιζόμαστε”.
Ο Πολκ «δεν αρέσει». Η ανεξαρτησία δεν ταιριάζει στο κλίμα της εποχής. Ενώ η διαφθορά πλέκει γαϊτανάκι με την αμερικανική βοήθεια των 400.000.000 δολαρίων από τους Αμερικανούς προς την Ελλάδα, εκείνος αναφέρει συχνά τις λαθροχειρίες των Ελλήνων πολιτικών. Οι απόψεις του για το που φτάνει η αμερικανική βοήθεια είναι απλώς εξαιρετικά επικίνδυνες. Αλλά και στις ΗΠΑ δεν είναι αρεστός. Δεν είναι πένα που εξαγοράζεται. Πριν φτάσει στη Θεσσαλονίκη προηγούνται τα εξής γεγονότα: δολοφονείται ο Χρήστος Λαδάς, υπουργός δικαιοσύνης της κυβέρνησης και ως αντίποινα εκατό και πλέον αριστεροί κρατούμενοι.
Ο Πολκ φτάνει με χίλια εμπόδια στη Θεσσαλονίκη και μένει στο ξενοδοχείο Αστόρια. Ο Πολκ ανήκει σε εκείνη τη γενιά δημοσιογράφων που βρίσκονται διαρκώς σε κίνηση. Κάνει επαφές, ραντεβού και έρχεται σε επαφή με πολλούς ανθρώπους προκειμένου να βρει ένα σύνδεσμο και να φτάσει στο «βουνό» για τον Βαφειάδη. Στις 8 Μαΐου βγαίνει μετά τις 11 το βράδυ από το ξενοδοχείο και εξαφανίζεται. Στις 11 Μαΐου, στο 3ο αστυνομικό τμήμα της Θεσσαλονίκης φτάνει ένας φάκελος με την ταυτότητα του Πολκ. Η γυναίκα του φτάνει ανήσυχη στη Θεσσαλονίκη και οι έρευνες της αστυνομίας ξεκινούν.
Στις 16 Μαΐου τα ξημερώματα, ο ψαράς Λάμπρος Αντώναρος βρίσκει το άψυχο σώμα του στη θάλασσα σε άθλια κατάσταση. Μπροστά στο Τριανόν. Πόδια και χέρια δεμένα με σκοινί, μια σφαίρα στο κεφάλι. Οι εφημερίδες της εποχής, δημοσιεύουν τη φριχτή εικόνα.
Η ιατροδικαστική εξέταση αποκαλύπτει ότι ο Πολκ είχε δολοφονηθεί περίπου τα μεσάνυχτα της 8ης Μαΐου. Είχε φάει αστακό με αρακά, κάτι εντελώς ασυνήθιστο τόσο για τα σπίτια όσο και για τα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης το 1948, ρίχτηκε στη θάλασσα ενώ ζούσε ακόμα και σίγουρα δεν ήταν θύμα ληστείας. Επάνω του είχε χρήματα και τη βέρα του. Όμως η ατζέντα και το σημειωματάριό του χάθηκαν για πάντα.
Η Θεσσαλονίκη βράζει και τα σενάρια οργιάζουν. Ποιοί ήθελαν να σκοτώσουν τον Πολκ; Πρώτα οι «ξένοι»: Οι Άγγλοι για να καταφέρουν ένα ρήγμα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις ή επειδή τους ενοχλούσε το ότι ήταν έξω από το παιχνίδι. Οι Αμερικανοί για παραδειγματισμό. Όλοι υποτίθεται οι δημοσιογράφοι έπρεπε να ακολουθήσουν την πολιτική τους στο Ψυχρό Πόλεμο. Και μετά οι Έλληνες. Ακροδεξιοί, παραστρατιωτικοί, Χίτες, κομμουνιστές. Όλοι είναι μέσα στο παιχνίδι. Οι πρώτες έρευνες δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα.
Ο Έρνεστ Χεμινγουέι γράφει: «Αν η υπόθεση Πολκ αποσιωπηθεί, αυτό θα αποτελέσει νίκη για εκείνους που πιστεύουν ότι μπορούν να σκοτώσουν την αλήθεια, σκοτώνοντας τον άνθρωπο που επιδιώκει να την αποκαλύψει». Κάτω από την πίεση των ΗΠΑ αλλά και της κοινής γνώμης ο διοικητής της Γενικής ασφάλειας Νίκος Μουσχουντής, γνωστός για την αντικομουνιστική του στάση βρίσκει στο πρόσωπο του δημοσιογράφου Γρηγόρη Στακτόπουλου τον ένοχο που έψαχνε. Απαγγέλλονται κατηγορίες σε αυτόν, την μητέρα του και στα στελέχη του ΚΚΕ Αδάμ Μουζενίδη και Βαγγέλη Βασβανά. Ο Μουζενίδης είναι εκείνη την εποχή πιθανότατα νεκρός, ο Βασβανάς μακριά από τη Θεσσαλονίκη. Ο Στακτόπουλος βασανίζεται απάνθρωπα και του αποσπούν την ομολογία της δολοφονίας του Πολκ. Παρουσιάζουν μια θεωρία στα μέτρα τους: Ο φόνος σχεδιάστηκε από κομμουνιστές. Τόσο απλά. Είναι αυτοί που δε θέλουν να υπάρχουν αρμονικές σχέσεις με την Αμερική.
Ο Στακτόπουλος καταδικάζεται και μένει στη φυλακή για 12 χρόνια. Όταν αποφυλακίστηκε, αδικαίωτος, δούλεψε ξανά σαν δημοσιογράφος. Στον «Κήρυκα», τη «Μακεδονία» και στο Reuters και διεκδίκησε την ηθική αποκατάστασή του. Οι συνάδελφοί του ανακίνησαν το άνοιγμα της υπόθεσης Πολκ. Τέσσερις αιτήσεις αναψηλάφησης της δίκης -οι τρεις μετά το θάνατό του- απορρίφθηκαν από τον Άρειο Πάγο. Ο επίτιμος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Καφίρης χαρακτήρισε την καταδίκη του ως τη «μεγαλύτερη δικαστική πλάνη στην ιστορία του τόπου μας».
Σήμερα, 66 χρόνια αργότερα, ερευνητές και δημοσιογράφοι δεν έχουν καταλήξει στο «ποιός σκότωσε τον Πολκ». Κανείς δε μπορεί και δεν έχει τα στοιχεία να ερευνήσει σε βάθος την ιστορία. Ουσιώδη έγγραφα παραμένουν στα απόρρητα των αμερικανικών και βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για το σκηνικό της ιστορίας, το φόντο και τις συνθήκες της εποχής.
σχόλια