Ο Ισίδωρος Ζουργός γεννήθηκε, ζει και εργάζεται ως δάσκαλος στη Θεσσαλονίκη. Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, ανάμεσά τους τα «Ανεμώλια» (Πατάκης 2011), τα οποία τιμήθηκαν με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» (Πατάκης 2014) παρακολουθούμε τον ήρωα, έναν γιατρό και πολυπράγμονα στοχαστή, να διασχίζει την Ευρώπη του 17ου αιώνα. Κρυπτοεβραίος από τη Βασιλεία της Ελβετίας, θα διαβεί σε τρυφερή ηλικία τις Άλπεις και στη συνέχεια θα γνωρίσει τη Βενετία και τη Θεσσαλονίκη του Σαμπετάι Σεβή, θα σπουδάσει στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Πάδοβα, θα ζήσει στην Κωνσταντινούπολη, το Λονδίνο της νέας επιστήμης και την ορθόδοξη Ρουμανία. Τα βήματά του θα τον οδηγήσουν μέχρι την επικράτεια του Μεγάλου Πέτρου και την παγωμένη Πετρούπολη. Ο Ματίας Αλμοσίνο, άνθρωπος προικισμένος και βαθιά ουμανιστής, σε όλη του τη ζωή αλλάζει μάσκες θρησκευτικής και φυλετικής ταυτότητας και διχάζεται ανάμεσα στη γέννηση του επιστημονικού λόγου και τη θεοκρατία της εποχής του. Τελευταίος σταθμός της μεγάλης του πορείας θα είναι το Άγιον Όρος. Μιλήσαμε με τον συγγραφέα για το γοητευτικό ταξίδι του Αλμοσίνο και την αιώνια διαμάχη ανάμεσα στον ορθολογισμό και τη θρησκευτική πίστη.
Μετά τα «Ανεμώλια», επιστρέφετε στο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο φαίνεται ότι αγαπάτε ιδιαίτερα. Τι σας ελκύει σε αυτό; Πιστεύετε ότι μπορεί να έχει και διδακτικό χαρακτήρα;
Ως αναγνώστη πρωτίστως με γοητεύουν συχνά αυτά τα μυθιστορήματα που εγώ ονομάζω «ιστορικού περιβάλλοντος». Αυτό νομίζω πως έχει να κάνει με την αγάπη μου για την ιστορία και το ενδιαφέρον μου για όλα εκείνα τα ερωτήματα που τη συνοδεύουν, όπως, για παράδειγμα, αν τελικά ο άνθρωπος, βαθιά στην ουσία του, παραμένει ο ίδιος στη ροή των αιώνων. Το είδωλο του σημερινού κόσμου ίσως μπορεί να γίνει περισσότερο ευκρινές μέσα από αναγωγές στο παρελθόν και συγκρίσεις. Έπειτα, υπάρχει και ο παράγοντας της συγγραφικής περιέργειας: πώς είναι, τελικά, να ανασταίνεις με τις λέξεις σου κόσμους και εικόνες που έχουν χαθεί. Ως προς το ερώτημα αν μπορεί να έχει διδακτικό χαρακτήρα, με τη στενή έννοια της διδαχής, σίγουρα όχι, γιατί η πεζογραφία, ως τέχνη, οφείλει να αποφεύγει τις βεβαιότητες και να έλκεται από την αμφισβήτηση και τους μετεωρισμούς. Αν, όμως, δεχτούμε ότι το μυθιστόρημα συμβάλλει γενικότερα στην αυτογνωσία του αναγνώστη, τότε θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε επωφελές και λίγο διδακτικό, κυρίως ως μετάγγιση ανθρωπιστικών αξιών από το κείμενο στον αναγνώστη.
Το να ήταν ο ήρωάς μου απλώς και μόνο ένας υπηρέτης του ορθού λόγου, ένας πρόδρομος του Διαφωτισμού, δεν θα μου ήταν αρκετό. Με ενδιέφερε να χτίσω έναν ήρωα που θα βίωνε μέσα του αυτό που θεωρώ πως είναι μια παλιά ανθρώπινη εσωτερική διένεξη, η διαπάλη ανάμεσα στον ορθό λόγο και το θαύμα. Ο 17ος αιώνας είναι μια ιδανική εποχή για τέτοιες απεικονίσεις.
Διαβάζοντας το «Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο» είχα την αίσθηση ότι δεν διαβάζω βιβλίο Έλληνα συγγραφέα. Επιλέξατε ένα θέμα, το οποίο είναι ξένο προς την ελληνική θεματολογία. Ποια ήταν η αφορμή;
Τα τοπία του Ματίας Αλμοσίνο είναι ευρωπαϊκά και ένα μέρος τους μόνο ελληνικό, όπως η Θεσσαλονίκη, ο Χάνδακας, το Τζάντε, η Κέρκυρα. Αφορμές και αιτίες υπήρξαν αρκετές, όπως ο συναρπαστικός για τη Δύση 17ος αιώνας, η ιστορία της ιατρικής, η αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας, αλλά και μια άγνωστη κόγχη της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, η περίπτωση του ψευτομεσσία Σαμπετάι Σεβή… Κι αν ψάξουμε, θα βρούμε κι άλλες…
Ο Ματίας Αλμοσίνο, σε αντίθεση με τους ήρωες που γνωρίσαμε στα «Ανεμώλια», είναι ένας θετικός ήρωας, ένα πρότυπο. Την εποχή της κρίσης αποφασίσατε να μιλήσετε για έναν άνθρωπο φωτεινό. Γιατί;
Γιατί, αρχικά, εγώ ο ίδιος τον είχα ανάγκη και, κατ’ επέκταση, και οι αναγνώστες, νομίζω. Βλέπετε, η επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια μάς φιλεύει καθημερινά εικόνες κατακρήμνισης, θεσμικού μηδενισμού και απαξίωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Χρειαζόμαστε χειρολαβές, χρειαζόμαστε παρουσίες με στοιχεία ποιότητας και ανάτασης, κι ας είναι μόνο ήρωες μυθιστορημάτων.
Ο Ματίας Αλμοσίνο μοιάζει σαν πρόδρομος του Διαφωτισμού, είναι όμως ταυτόχρονα ένας άνθρωπος με μια διαρκή, αν και αμφίθυμη, σχέση με τη θρησκεία. Συχνά οι πράξεις του παραπέμπουν σε αυτές ενός αγίου. Θεωρείτε ότι μπορεί να υπάρξει γέφυρα που να ενώνει την επιστήμη με τη θρησκεία;
Το να ήταν ο ήρωάς μου απλώς και μόνο ένας υπηρέτης του ορθού λόγου, ένας πρόδρομος του Διαφωτισμού, δεν θα μου ήταν αρκετό. Με ενδιέφερε να χτίσω έναν ήρωα που θα βίωνε μέσα του αυτό που θεωρώ πως είναι μια παλιά ανθρώπινη εσωτερική διένεξη, η διαπάλη ανάμεσα στον ορθό λόγο και το θαύμα. Ο 17ος αιώνας είναι μια ιδανική εποχή για τέτοιες απεικονίσεις. Ο Ματίας Αλμοσίνο υπηρετεί την επιστήμη και ταυτόχρονα όχι μόνο γνωρίζει και ζει τα βασικά θρησκευτικά ρεύματα της εποχής του αλλά ταυτόχρονα μετέχει και σε έναν προσωπικό οραματικό κόσμο. Ο γιατρός Αλμοσίνο γιατρεύει τους ασθενείς του με τα εργαλεία της επιστήμης, αλλά ταυτόχρονα ενορά και νοσταλγεί τη θεϊκή παρουσία. Προσπαθεί να συνδυάσει την καθημερινή ουμανιστική πρακτική, στοχεύοντας σε μια κοινωνική δικαιοσύνη, χωρίς να εξορίζει από τον ορίζοντά του το υπερβατικό στοιχείο. Άλλωστε, και ο ίδιος ο Νεύτων, ο οποίος υπήρξε, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, για μια βραδιά ασθενής του, διατυπώνει την ουράνια μηχανική του, αποδεχόμενος την ύπαρξη θεϊκής παρουσίας στο σύμπαν.
Ο Αλμοσίνο παραπέμπει στην Αρχαία Ελλάδα και στην Αναγέννηση, είναι ένας homo universalis. Σήμερα, που κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, ποιο είναι το ζητούμενο από τον σύγχρονο άνθρωπο;
Η σημερινή συσσώρευση και ταξινόμηση της γνώσης είναι τέτοια, που αυτό το πρότυπο του συμπαντικού ανθρώπου, του κατόχου της συνολικής γνώσης, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Ο homo universalis είναι πια ένα μουσειακό είδος. Η επιδίωξη εκείνης της εποχής για ευρυμάθεια έχει σήμερα περισσότερο σημασία από την πλευρά της συγκίνησης, καθώς διακρίνουμε σε αυτό το ιδανικό την άσβηστη αγάπη του Ευρωπαίου ανθρώπου για το άπειρο. Πολύ συγκινητικό, πολύ φαουστικό, δεν συμφωνείτε;
Ο ήρωάς σας είναι Ευρωπαίος, οι ρίζες του όμως βρίσκονται στην Ανατολή. Πώς θα περιγράφατε την ευρωπαϊκή ταυτότητα;
Το βιβλίο, από τη μία, περιγράφει μια ιδανική ευρωπαϊκή ταυτότητα, αυτή του ορθολογιστή λογίου με ακόρεστη δίψα για έρευνα και αποδείξεις, από την άλλη όμως δεν περιφρονεί το ανατολικό βίωμα, όπως αυτό εκφράζεται στο μυθιστόρημα μέσα από τις σκηνές του Αγίου Όρους και του τάγματος των Μεβλεβήδων της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι και αντιπροσωπεύουν ένα διαλλακτικό Ισλάμ.
Είναι σαφές στον αναγνώστη ότι ένα τέτοιο βιβλίο απαιτεί ενδελεχή έρευνα σε έναν ευρύ κύκλο βιβλίων. Πώς καταφέρατε να ανταποκριθείτε σε ένα τόσο δύσκολο έργο; Χρειαστήκατε βοήθεια ή πρόκειται για το αποτέλεσμα προσωπικών αναζητήσεων;
Ο βασικός δρόμος έρευνας ήταν τα βιβλία και, κατά δεύτερο λόγο, το Διαδίκτυο. Υπήρξαν και περιπτώσεις που ζήτησα τη βοήθεια φίλων, κυρίως για θέματα εξειδικευμένα. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, είναι αμφίβολο αν χωρίς τη βοήθειά τους θα μπορούσα να εντοπίσω στοιχεία στις αγγλικές σπουδές Δίκαιου του 17ου αιώνα ή σε μια επέμβαση πλαστικής χειρουργικής – άλλωστε, οι ευχαριστίες στην αρχή του βιβλίου σε αυτούς αναφέρονται.
Έχετε πει ότι, για να περιγράψετε τα τοπία και τις σκηνές της καθημερινότητας, εμπνευστήκατε από το έργο του Ρέμπραντ, του Μπρέγκελ και των ζωγράφων των Κάτω Χωρών. Τι ρόλο παίζει η ζωγραφική και η αισθητική, γενικότερα, στη ζωή και το συγγραφικό σας έργο;
Η λογοτεχνία είναι εν μέρει μια άλλη εκδοχή της εικονοπλασίας, οπότε μπορείτε να καταλάβετε τους ισχυρούς δεσμούς που την ενώνουν με τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Το έχω αναφέρει κι άλλες φορές, πως όταν γράφω, μια ταινία παίζει συνεχώς στο μυαλό μου την οποία και μετουσιώνω σε λέξεις.
Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα, αλλά και στα προηγούμενα, ανάμεσα στους ήρωές σας βρίσκονται τόσο ιστορικά πρόσωπα όσο και μυθιστορηματικά. Γιατί συμβαίνει αυτό και με ποια κριτήρια τα επιλέγετε;
Δείτε το ως ένα ενδιαφέρον παιχνίδι. Άλλωστε, νομίζω πως ο καθένας μας, κυρίως όταν ήταν παιδί, είχε κάποτε φανταστεί τον εαυτό του δίπλα σε ένα ιστορικό πρόσωπο, να το παρατηρεί και να του απευθύνει τον λόγο. Η κάθε μορφή τέχνης, νομίζω, θα ήταν πολύ περήφανη αν συνέβαλε στην επιμήκυνση της παιδικής μας ηλικίας. Ένα παιχνίδι είναι, λοιπόν, με πολλές σημάνσεις για τους αναγνώστες, όπως θέλω να πιστεύω.
Η γραφή σας δείχνει ότι αγαπάτε ιδιαίτερα την ελληνική γλώσσα – τη χρησιμοποιείτε με έναν τρόπο σχεδόν ποιητικό. Έχετε σκεφτεί ποτέ να ασχοληθείτε με την ποίηση;
Η αλήθεια είναι ότι προέρχομαι από την ποίηση – γράφω ποιήματα από τα χρόνια της εφηβείας. Θήλασα σε αυτήν και κάποιες φορές, ακόμη και σήμερα, προστρέχω και γέρνω το κεφάλι μου στην ποδιά της για συμβουλές και παρηγοριά. Το όραμά μου σχηματοποιήθηκε τελικά στη συγγραφή μυθιστορημάτων, με λόγο όμως λειασμένο από αυτήν. Το έργο μου είναι ένας συγκερασμός της γλωσσικής μου αγωνίας με την τοπογραφία μιας ιστορίας και των χαρακτήρων της που υφαίνουν την πλοκή της.
Είστε ένας συγγραφέας δημοφιλής. Νιώθετε να σας βαραίνουν οι προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού; Επηρεάζουν τον τρόπο που εργάζεστε; Έχετε έρθει ποτέ αντιμέτωπος με τη δυσπιστία κάποιων αναγνωστών απέναντι στα ευπώλητα βιβλία;
Συνήθως, αυτή η δυσπιστία προέρχεται από ασκημένους αναγνώστες και την οποία, ως ένα βαθμό, την κατανοώ. Η αποδοχή, πάντως, εκ μέρους του κοινού είναι χαρά που σου προσφέρει μια ζεστασιά ανεκτίμητη, από την άλλη, όμως, είναι και βάρος ενός χρέους που συχνά σου ψιθυρίζει: «Και αυτήν τη φορά μη τους απογοητεύσεις!». Όπως καταλαβαίνετε, μια τέτοια ψυχική στένωση, αν δεν την προσέξεις, μπορεί να γεννήσει συνθήκες συμβιβασμού και ανελευθερίας. Όσο πιο γρήγορα καταλάβουν οι αναγνώστες ότι ο συγγραφέας γράφει πρώτιστα για τον εαυτό του, τόσο καλύτερα για όλους. Ο πραγματικός δημιουργός φλέγεται να δώσει μορφή στις δικές του απεικονίσεις για τον κόσμο, αυτή είναι η καίρια αποστολή του, ακόμη κι αν εξαιτίας αυτού της ζωής του το ταξείδιον τιμωρηθεί με απαξίωση και μοναξιά.
Πιστεύετε ότι οι πνευματικοί άνθρωποι μπορούν να επηρεάσουν τη σημερινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση; Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος τους;
Μόνο έμμεσα, νομίζω, και μακροπρόθεσμα, μέσω του έργου τους. Δεν αποκλείω, βέβαια, και κάποιου είδους ακτιβισμό, όμως η γνώμη μου είναι πως αυτό είναι κάτι δευτερεύον. Το σημαντικό είναι τα κείμενα που δίνουμε στον κόσμο και αυτό που τελικά θα αφήσουμε πίσω μας.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη
σχόλια