Οι αναμνήσεις κλείνουν πίσω σου, σε φυλακίζουν στην καρδιά του δάσους, που είναι η δική σου καρδιά. Οι αναμνήσεις –φτωχοπουτάνες τις λες και γελάς– τρίβουν στα δάχτυλά τους το παρόν, μπουκώνουν το στόμα τους με το παρόν σου και γελάνε, γελάνε με το φαφούτικο στόμα τους, ίδιο με το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Κι εσύ στέκεσαι εκεί, έξω από τη ξεχαρβαλωμένη πόρτα, από το ξύλινο παράπηγμα, την καλύβα του φύλακα χωρίς φύλακα, στέκεσαι εκεί, καταμεσής του δάσους, του δάσους που το έλεγα, του δάσους που το έλεγε, αυτού του δάσους που αρχίζει λίγα μέτρα μετά το σπίτι της, και η Λουκία το έλεγε, ναι, έτσι το έλεγε, το δάσος των παιδιών... των παιδιών που δεν έκανα».
Κερδίζοντας ηλικία μέσα από δεκαετίες που δωρίζονται περίπου σαν λερό χαρτί, ηνεολαία (νέος λαός) κάθε εποχής στρώνεται στη δουλειά για να αποκτήσει πληγές, παγίδες, αβοήθητα πάθη, παροιμιώδεις αφοσιώσεις, καταστροφές και άλλα πολλά που συγκροτούν τελικά αυτό πού έγραφε ο Σαίξπηρ στον Ριχάρδο Β’: «Πρώτα χάλασα τον χρόνο, τώρα ο χρόνος χαλάει εμένα...».
Μαντρώνοντας τα πρόσωπά του σε μια πλασματική όσο και ρεαλιστική πραγματικότητα, ο αφηγητής αποφασίζει να ασκήσει το ισχυρό λογοτεχνικό του ένστικτο, ήτοι την ανθρωπογνωσία που, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ανοίγει από σελίδα σε σελίδα σαν τιμωρός θωπεία.
Ο Αγγελάκος έχει σπουδάσει τόσο τον χρόνο που διαβαίνει όσο και τον χρόνο που επιστρέφει και ξεσπάει ως «βουβός καιρός». Ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι ότι πετυχαίνει τις γυναίκες λιγάκι περισσότερο από τους άνδρες. Άλλωστε, οι γυναίκες του είναι πλειονότητα, πιο τολμηρές, πιο εσωτερικευμένες, πιο φορτωμένες με βιωματικά δώρα. Άλλωστε, οι άνδρες του γυναικοφέρνουνε στα δύσκολα, ενώ οι γυναίκες αντροφέρνουνε.
Καμιά δεν άντεχε την εικόνα της Βιργινίας που δεν ξεμύτιζε απ’ το δωμάτιό της. Πρώτα χώρισαν τα κρεβάτια με τον Λινάρδο κι ύστερα εκείνος μετακόμισε σε δικό του δωμάτιο. Αλλά ενώ η συζυγική αποχή έπρεπε να τον στείλει οριστικά στην αγκαλιά μου, αυτός ταξίδευε μακριά, σαν να υπάκουγε στο αδύναμο νεύμα της γυναίκας του. Γιατί κυρίως με νεύματα μιλούσε πια η Βιργινία. Το νυχτικό της ήταν γεμάτο λεκέδες και τα μαλλιά της λαδωμένα και αχτένιστα. Μπορούσε να περάσει όλο το εικοσιτετράωρο νηστική, αν την άφηναν. Όλα ξεκίνησαν τότε που νόμιζε πως τα μάτια στην πλατεία γύριζαν και την κοίταζαν. Το ίδιο συνέβαινε και στους δρόμους που περνούσε. Στο τέλος, η πόλη γέμισε με μάτια που την καταδίωκαν. Κλείστηκε στο σπίτι της, και πιο βαθιά, να μην ακούει τα λόγια που της έλεγαν εκείνα τα μάτια. Στο δωμάτιο με τον γκρίζο αέρα η Βιργινία άπλωνε τα λιμά και τις φιγούρες στα σεντόνια της. Και κάπνιζε. Κάπνιζε με το πάθος όσων μετράνε τη ζωή με τα τσιγάρα τους».
Αλλο να θυμάσαι, άλλο να μην μπορείς να ξεχάσεις. Ξαφνικά, ο Αγγελάκος φέρνει στη μνήμη του την Τζιλ Πράις, έναν από τους τέσσερις ανθρώπους στον κόσμο που πάσχουν από υπερθυμητικό σύνδρομο. Δεν μπορεί να ξεχάσει τίποτα, όλη της η ζωή παρελαύνει κάθε μέρα από το κεφάλι της κι αυτό την τρελαίνει. Για παράδειγμα, μπορεί να θυμηθεί πόσο βάρος είχε στις 6 Ιανουαρίου του 1988, τι φορούσε στις δέκα το πρωί, πώς κοίταξε εκείνο το αγόρι στη Λίμερτι Στριτ, τι γεύση είχε το παγωτό της. Με άλλα λόγια, είναι σαν να έχει μέσα της όλους τους προηγούμενους εαυτούς της, τον άνθρωπο που ήταν κάθε μέρα, είτε μου αρέσει είτε δεν μου αρέσει... Άραγε, μπορεί να θεωρηθεί και ο αφηγητής μια αρσενική Τζιλ Πράις;
Το ιδιοφυές τέχνασμα του Αγγελάκου αφορά μια τεχνική που μετατρέπει τα προβλήματά της σε ενσαρκωμένα πρόσωπα και τα πρόσωπα σε οιονεί διαμαρτυρημένα γραμμάτια. Οι ήρωες των μυθιστορημάτων δεν ζουν σαν τον βασιλικό στη γλάστρα, απεναντίας δανείζονται πάντα τα λόγια των άλλων, την ανάσα και το τσαλαβούτημα των άλλων μεσα στη ζωή –καθημερινή ή έκτακτη. Το βιβλίο βρίσκει τη φύση του στον βαθμό που και τα πρόσωπα ολοκληρώνουν την ύπαρξή τους με τρόπο που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν, αν υποθέσουμε ότι το ανολοκλήρωτο και το λειψό μπορούν να διεκδικούν την πληρότητα. Έστω και αν ο αναγνώστης νομίσει ότι ο αφηγητής κρατάει κάποια προφυλαχτική απόσταση από τα πρόσωπα, από σελίδα σε σελίδα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο αρχίζει να υποψιάζεται ότι η ανάπτυξη της πλοκής καταπίνει κανονικά τον αφηγητή, ο οποίος, στο τέλος του βιβλίου, ανακαλύπτει μια πραγματικότητα που δεν ήταν προσχεδιασμένη. Πολλά νεύματα, πάρα πολλά τερτίπια εξομολογητικά και αφηγηματικά, άπειρες σκηνές ξετυλίγονται σχεδόν ερήμην του επιθεωρητή των βιωμάτων. Γράφει ο Αγγελάκος: «Η Λουκία βλέπει το πρόσωπό της να γκρεμίζεται μέσα της. Έχει πλησιάσει στο παράθυρο, η αντανάκλασή της στο τζάμι, και παραπίσω το αυτοκίνητο του Παύλου. Σηκώνει τα μαλλιά της στον καθρέφτη.
Ήμουν κι εγώ μια φορά, λέει στο είδωλό της και παίρνει το μπαστούνι του παππού. Ο έβενος χτυπάει στις πλάκες της αυλής. Το χέρι της κολλάει στο κουδούνι. Το πόδι της ζεματάει. Το κάψιμο περνάει από την κνήμη στον μηρό. Το υπόλοιπο σώμα παγωμένο».
Χρήστος Αγγελάκος, Το δάσος των παιδιών
Σελίδες: 245, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Τιμή: €14,40
σχόλια