Ο θάνατος του ποιητή και στιχουργού Άλκη Αλκαίου –κατά κόσμον Βαγγέλη Λιάρου– πριν από μια βδομάδα υπενθυμίζει μια αφόρητη συνθήκη για το ελληνικό τραγούδι: όχι μόνο πόσο θα λείψει ο ίδιος –συνηθισμένο κλισέ του είδους για αναλόγου διαμετρήματος εκλιπόντες– αλλά και κάτι πολύ χειρότερο: πόσο εκλείπει εδώ και καιρό απ' το τραγούδι ένας ακριβός λόγος σαν και τον δικό του. Σε καιρούς που προσφέρουν πάλι τη μαγιά της ιστορικής συγκυρίας απουσιάζει ο στίχος με το λαϊκό έρεισμα που θα περισυλλέξει τα τρέχοντα ρεύματα και θα τα εκφράσει.
Ύστερα από τη μελοποιημένη ποίηση των δεκαετιών '60 και '70, με ολόκληρους κύκλους τραγουδιών σε ποίηση Ελύτη, Σεφέρη, Ρίτσου, Καββαδία, Λειβαδίτη και Αναγνωστάκη, που συνδέθηκαν με περιόδους όπως η Κατοχή, ο Εμφύλιος και η Δικτατορία είχαμε την τύχη να ευδοκιμήσουν σπουδαίοι ποιητές-στιχουργοί, με λόγο κοινωνικοπολιτικό, όπως ο Αλκαίος, ο Μάνος Ελευθερίου και ο Κώστας Τριπολίτης, και να δώσουν στίχους σπάνιας πνοής, ικανούς όχι μόνο να εκφράσουν το στίγμα του καιρού τους αλλά και να προϋπαντήσουν τους επόμενους.
Ο Άλκης Αλκαίος πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1967 με ένα μικρό δοκίμιο για τον Καρυωτάκη και στο τραγούδι το 1978 στο δίσκο «Τραγούδια της Λευτεριάς». Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν αυτός που τον ανακάλυψε από ένα ποίημα που δημοσίευσε στον «Ριζοσπάστη» κι έτσι ξεκίνησε μια φιλία και μια συνεργασία που άφησε πίσω της σπουδαία τραγούδια. Επίσης συνεργάστηκε με τους Νότη Μαυρουδή, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Σωκράτη Μάλαμα, Μίλτο Πασχαλίδη, Μάριο Τόκα, Μπάμπη Στόκα, Χρήστο Θηβαίο, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και άλλους.
Με επιρροές από Καββαδία, Χικμέτ, Καρυωτάκη, Μαγιακόφσκι, ποιητές του Μεσοπολέμου και το δημοτικό τραγούδι και συνδυάζοντας υπερρεαλιστικά στοιχεία, δυνατές προσωποποιήσεις και εικόνες και μυθολογικές και ιστορικές αναφορές, κατέκτησε ένα προσωπικό ύφος καίριο και ακριβολόγο, βαθιά λυρικό αλλά και γνήσια λαϊκό.
Ηθελημένα και μόνιμα αποτραβηγμένος από το προσκήνιο, χωρίς δημόσιες εμφανίσεις, χωρίς επίσημες τοποθετήσεις. Μία και μοναδική φορά φωτογραφήθηκε στην αρχή της πορείας του για τον δίσκο «Εμπάργκο» –ένας νεαρός εύθραυστος, διάφανος και μελαγχολικός–, μία και μοναδική εμφάνιση στην τηλεόραση, το 1990 στην ΕΡΤ για την εκπομπή «Η περιπέτεια ενός ποιήματος», μία και μοναδική συνέντευξη στο ραδιόφωνο το 1982. Από τότε δημοσίως σιωπή αλλά λαλίστατη παρουσία μέσα από το λόγο. Οι λόγοι της απουσίας δεν αφορούν κανέναν, έστω κι αν συναισθανόμαστε το πως η ιστορία σημαδεύει με το πυρωμένο της σίδερο ανθρώπους που είχαν το σθένος να της αντιταχθούν. Τεράστιο το χάσμα ανάμεσα σε ζωή και ποίηση και αυτό το γνωρίζουν όσοι γράφουν κι όσοι δε γράφουν ορθώς αδιαφορούν. Στην πράξη, αυτή η απομάκρυνση, όπως και το ψευδώνυμο, τόνιζε ακόμα περισσότερο το μοναχικό ρόλο του ανώνυμου «τροβαδούρου», του ποιητή που ο λόγος του φτάνει στο στόμα του ακροατή σαν να έρχεται από το πουθενά, σαν ένας πομπός και δέκτης μαζί που δέχεται τα ερεθίσματα και υπάρχει μόνο για να τα αναμεταδίδει. Λες κι υπακούει στην εικόνα του ποιητή που έδωσε ο ίδιος στο πρώτο κιόλας τραγούδι που του μελοποίησε ο Μικρούτσικος, το «Φλεβάρης 1848»:
ίσως ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου
ωστόσο αν κρίνω απ' το αιμάτινο γραφτό σου
θα πρέπει να 'ναι γιομάτο από λιοπύρι.
Ο Αλκαίος άφησε πίσω του μια μοναδική ποιητική συλλογή, το «Εμπάργκο» (1983) που ήταν χωρισμένη σε τρεις θεματικές ενότητες: «Ασκήσεις επί πάγου», «Εκδοχές για την παρακμή» και «Εμπάργκο», από όπου προήλθαν και οι μελοποιήσεις του ιστορικού ομώνυμου δίσκου που σηματοδότησε τον «αποκλεισμό» της γενιάς του. Δεν χρήζει καμίας ιδιαίτερης αιτιολόγησης για το αν οι στίχοι του είναι ποίηση ή όχι. Τίποτα άλλο εξόν από ατόφια ποίηση δεν μπορεί να είναι οι παρακάτω στίχοι –είτε τους συνοδεύει μελωδία είτε όχι:
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου
σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό
στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου
και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ
σκούριασε το κλειδί του παραδείσου
αλλά και:
Δεν έπρεπε να 'σουν φωτιά
μόνο ένα κρίνο του πελάγου
να σ' αποκλείσω στη στεριά
με μοχθηρία αρχαίου μάγου.
Ο Αλκαίος ήταν ένα βαθιά πολιτικός στιχουργός, με την πλατιά έννοια του όρου, και όχι μόνο εξαιτίας των τραγουδιών των πρώτων χρόνων με τη φωνή της Δημητριάδη και του Καράλη που είχαν σαφή πολιτική χροιά. Διέθετε αιχμηρό κοινωνικό σχόλιο που συνέδεε άρρηκτα το συλλογικό με το ατομικό. Αν το «Ερωτικό» του 1982 είναι εμβληματικό για μια ολόκληρη εποχή, η «Ρόζα» του '96 θα αποτελέσει υπόγεια, χρόνια μετά, το αντίστοιχό της. Η «Ρόζα» –που στην πραγματικότητα γράφτηκε το 1986– είναι ένα «πολιτικό» τραγούδι μέσα στην έντονη αποφορά ατομικισμού των '90ς. Ποιος άλλος κατάφερε να αποδώσει τόσο καίρια την αμηχανία των καιρών και των ανθρώπων που η Ιστορία τους ξεπερνά, με τη συνδρομή της στιβαρής φωνής του Μητροπάνου και της φορτισμένης μουσικής του Μικρούτσικου;
Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή
τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο
συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί.
Και να αποδειχτεί πάνω απ' όλα προφητικός:
κι εγώ θρηνώ από τώρα τη γενιά μου
σ' ένα τοπίο που διατρέχει εποχές:
κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι.
Αποτύπωσε σε μοναδικά ενσταντανέ όχι μόνο τις διαψεύσεις και τις ήττες της γενιάς του ή το φυλλορρόημα των ιδανικών της, αλλά, ξεπερνώντας αριστερές αγκυλώσεις, κατάφερε να εκφράσει αποτυχίες και προδοσίες προσωπικές, την ανία που γίνεται βρόχος, την αστική μελαγχολία και την απόγνωση που βιώνει το άτομο:
Πάω στο σταθμό σαν έρχεται το τρένο
ξέχασα: φεύγω ή κάτι περιμένω
κάποιος μιλάει για μέλλοντα επινίκια
και μου γελάει πίσω από δεκανίκια.
Από ταπεινά υλικά η ποίησή του αλλά στοχεύει ψηλά. Αθωότητα και θλίψη, καθημερινότητα και λυρισμός. Είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος που δένει το πολιτικό με το ερωτικό στοιχείο, το ιστορικό με το μύθο. Δεν υπολείπονται σε ένταση οι προσωπικές από τις πολιτικές διαψεύσεις, σαν μας λέει:
Γελούσε η κάμαρη σαν ήρθες,
σου έφερα νερό από τη στέρνα,
όλα θ' αλλάξουνε μου είπες
κι εγώ σου φίλαγα τη φτέρνα.
Τώρα την κίνηση κοιτάζεις
σαν τους φαντάρους στην Ομόνοια,
ανοίγεις μια παλιά σκακιέρα
και κουβεντιάζεις με τα πιόνια
Τα χρόνια που σε καρτερούσα
ήταν αγρύπνια και μαράζι
και δε με νοιάζει που αγρυπνούσα
μα που ακόμα δε χαράζει.
Εκτοπισμοί, διώξεις και μετανάστευση περνούν και μένουν οι άνθρωποι ανδρείκελα να παραμιλάνε μάταια πάνω από την χαμένη παρτίδα. Στη μοναδική τηλεοπτική του συνέντευξη ο Άλκης Αλκαίος είπε για εκείνη την εποχή, αρχές '80, όταν μπήκε στο τραγούδι: «ήμασταν υποψιασμένοι σ' ένα βαθμό αλλά πιστεύαμε ότι η παρτίδα μας δεν παίχτηκε ακόμα». «Και μακάρι να μην παιχτεί ποτέ για να έχουμε τουλάχιστον να ελπίζουμε σε κάτι». Η κατάληξη πάντως σίγουρα είναι «η ιστορία που γίνεται σιωπή» αλλά μένει το αίσθημα που έχει μετουσιωθεί σε ποίηση και η γενναιόδωρη μοναξιά του γράφοντα:
Δεν έπρεπε να σουν βροχή
μόνο της φυλακής μου ο τοίχος
κι είναι παράταιρη εποχή
να βρει το δίκιο του ένας στίχος
Ο έρωτας του είναι αδιέξοδος, ποτισμένος από την ελπίδα του νόστου, από ένα πάθος που συμπιέζεται και από κάτι σαν «περηφάνια» που δεν το αφήνει να ενδώσει. Η «Γυναίκα μέδουσα» με πολλά πρόσωπα, πότε άπιαστη και πότε γήινη, πότε μια απλή Μαρία και πότε γυναίκα του μύθου «Ελένη, Κίρκη, Ναυσικά και Πηνελόπη», μεταμορφώνεται και διατρέχει συνεχώς μια φανταστική γεωγραφία: «Και εγώ τους λέω είσαι παντού, στο Μεξικό στο Κατμαντού». Έρωτας που προβάλλεται, ακόμα κι όταν δεν βιώνεται, στο πανί του άλλου:
το φως που ρίχνει η κάμαρά σου στην αυλή σου
για μένα είναι σινεμά του παραδείσου.
Καταλήγει να διηγηθεί την ιστορία μιας ζωής που έχει εκπαιδευτεί στη λήθη:
Έτσι γι' αστείο έλα μια στιγμή,
μη με ρωτήσεις αν θα σπάσει ο πάγος.
Εσύ είσαι είκοσι χρόνια λωτοφάγος
κι εμένα δεν ιδρώνει πια τ' αυτί
Και η Ελλάδα, «το πλανόδιο τσίρκο» των αιώνων, τι θέση έχει σ' όλα αυτά;
Ελλάδα Βέμπο μου και Μαίριλιν Μονρόε
Ελλάδα Ελύτη μου και Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Η εσωστρεφής εθνικοπατριωτική ανάταση αντάμα με τις απαστράπτουσες αυτάρεσκες δοξολογίες. Η φωτεινή της όψη και η ζοφερή της κόψη. Και βέβαια το αυτοπαραμύθιασμα της:
Τώρα ανακάλυψες μεμιάς
σαράντα αιώνες μοναξιάς
παραμυθάκι μου ακριβό,
βαλκανικά σε χαιρετώ.
Ένας τέτοιος ευθύβολος στίχος σπανίζει σήμερα μέσα στην ασάλευτη ζωή του ελληνικού τραγουδιού. Η δική μου γενιά που μεγάλωσε μέσα στην ευφορία των '80ς και έζησε την υπερπληθωρισμό της εικοσαετίας '80-2000, που έδωσε τη δυνατότητα σε ένα σωρό δημιουργούς να παράγουν σπουδαίους στίχους αλλά και φυσικά και πολλούς άθλιους, παρακολούθησε παράλληλα και τη φθίνουσα πορεία που ακολούθησε για να φτάσει στη σημερινή ξηρασία. Ακόμα και σημαντικοί δημιουργοί σιώπησαν ή ατόνησαν, συμπαρασυρόμενοι από τη γενικότερη κρίση στη δισκογραφία. Οι καινοφανείς συνθήκες, θα έλεγε κανείς, πως είναι πρόσφορες για ακριβώς το αντίθετο αλλά μια έκδηλη αμηχανία λες κι έχει καταβάλλει τους πάντες. Γιατί σιωπά το τραγούδι; Ίσως είναι ακόμα νωρίς για να κυοφορήσει το καινούριο.
Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι λείπει σήμερα ένα πολιτικό τραγούδι, έστω και υπαινικτικό, που να παίρνει θέση. Δε μιλάμε φυσικά για διάφορες απόπειρες-εκτρώματα, δήθεν στο πλευρό μιας κακώς νοούμενης στράτευσης, που καταλήγουν σε γραφικότητες. Μιλάμε για το τραγούδι που πιάνει τον παλμό και δίνει το στίγμα του χωρίς να φιλολογίζει και χωρίς να περιχαρακώνεται και καταφέρνει να βρίσκει πλατύ αντίκρυσμα, δίχως να καταφεύγει σε μεγαλοστομίες. Λαϊκό που δεν λαϊκίζει –εξαιρετικά δύσκολο έργο, που όμως έφερνε σε πέρας ο Άλκης Αλκαίος.
Λίγο πριν σιωπήσει για πάντα, σ' ένα από τα τραγούδια των τελευταίων χρόνων, –πολιτικό και ερωτικό μαζί όπως πάντα– που μάλλον πέρασε απαρατήρητο, μοιάζει να ταράζει πάλι τα στάσιμα νερά. Το 2009, ένα χρόνο μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008, τα «Υπόγεια Ρεύματα» στο δίσκο «Τους έχω βαρεθεί» διασκευάζουν γνωστά πολιτικά τραγούδια του Μικρούτσικου σε ποίηση Χικμέτ, Μπρεχτ, Αναγνωστάκη, Ρίτσου, Τριπολίτη, Ελευθερίου αλλά και την «Ρόζα» και την «Γαμμαγραφία». Ανάμεσα σ' αυτά ένα μοναδικό καινούριο, το «Spleen» του Αλκαίου, διαλεγόμενο με τα παλιά του, να επιτελεί διπλό ρόλο: να προαναγγέλλει πάλι δραστικά γεγονότα –ό, τι μοιραία δηλαδή επιζητά κάθε spleen– ερμηνεύοντας την επικίνδυνη απραξία και άγονη μελαγχολία των ημερών του αλλά και να αποτελεί κι ένα σχόλιο για τον αδιέξοδο δρόμο που έχει πάρει το ελληνικό τραγούδι:
Μα δεν κουνιέται ούτε φύλλο
όλα εδώ είναι μονότονα
να' χα τουλάχιστον μια αγάπη
κάπως την ώρα μου να σκότωνα.
Σαν φάρσα τηλεφωνική σε περιμένω
σαν ξεχασμένο ραντεβού στο φλου κλεισμένο
σαν τελικό σε ζωντανή μετάδοση
και σαν σεισμό που θα σαρώσει την παράδοση.
Σαν έκτακτο παράρτημα σε περιμένω
σαν Μάη του '68 να ξεθυμαίνω
κάνω την ίδια διαδρομή κάθε Νοέμβριο
και στρώνω τσόχα για σκιές Δεκέμβριο.
Τέτοιος είναι ο ποιητικός λόγος που άφησε παρακαταθήκη. Ποίηση που καθρεφτίζει, συνοψίζει, ερμηνεύει, διαισθάνεται, συγκινεί μα πάνω απ' όλα διεγείρει σαν μια ηλεκτρική εκκένωση που σε διαπερνά...
σχόλια