Αν οι ιστορίες του Jack London εμπνευσμένες από τον κόσμο του μποξ έχουν ενδιαφέρον, τότε τα δημοσιογραφικά του κείμενα για τους αγώνες πυγμαχίας είναι χωρίς υπερβολή μικρά αριστουργήματα του γραπτού λόγου. Και πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις δημοσιογραφικά κείμενα που έχουν γραφτεί το 1910 και μετά από περισσότερο από έναν αιώνα μπορούν να βάλουν τα γυαλιά στους σημερινούς αθλητικογράφους;
Η καλύτερη ανταπόκριση του ήταν αυτή που του είχε αναθέσει η εφημερίδα Χέραλντ της Νέας Υόρκης τον Ιούνιο του 1910 για τον ιστορικό αγώνα ανάμεσα στους διάσημους μποξέρς της εποχής Τζέφρυς και Τζόνσον. Καταφθάνει στην πόλη Ρίνο στην Νεβάδα, δέκα μέρες πριν τον αγώνα και καθημερινά στέλνει μια ανταπόκριση. Από το κλίμα που επικρατεί στην πόλη και την άφιξη των αθλητών μέχρι τις βραδινές προπονήσεις τους και τις φαινομενικά ασήμαντες ιδιοτροπίες των πρωταγωνιστών που ετοιμάζονται για τον αγώνα της ζωής τους, ιδιοτροπίες όμως που το γερακίσιο μάτι του Λόντον τις κόβει και τις σερβίρει στον αναγνώστη με τρόπο που ξεσκεπάζει κομμάτια της προσωπικότητας τους, τα κείμενα του είναι σκέτη απόλαυση. Όπως σε αυτό το απόσπασμα:
Φαντάζομαι ότι όσοι διάβαζαν τις ανταποκρίσεις του και δεν μπορούσαν να βρίσκονται στην Νεβάδα εκείνο τον Ιούλιο του 1910 θα είχαν πεθάνει από την ζήλια τους. Σου δημιουργεί την αίσθηση ότι χάνεις κάτι τόσο σημαντικό που θα το μετανιώσεις επειδή δεν το έζησες.
Παρεξηγώντας λοιπόν μερικοί τον Τζέφ, σου πετάνε ξαφνικά την δήθεν αποστομωτική ερώτηση: «Και καλά, αν φοβάται τόσο πολύ το κοινό, και δεν προπονείται μπροστά σε διακόσια άτομα, τότε πως θα αγωνιστεί μπροστά σε 20.000 θεατές;»
Η απάντηση είναι απλή. Έχει ήδη αγωνιστεί μπροστά σε ανάλογα μεγάλα πλήθη, χωρίς να φοβηθεί. Επιπλέον είναι ένας άνθρωπος που σκέπτεται. Ένας σιωπηλός άνθρωπος συνήθως είναι και σκεπτόμενος. Επειδή δεν ξεστομίζει στον πρώτο τυχόντα τις σκέψεις του, δεν σημαίνει ότι δεν ξέρει τι του γίνεται.
Αντίθετος χαρακτήρας είναι ο ανέμελος, χαρούμενος Τζακ Τζόνσον. Κανείς πυγμάχος δεν υπήρξε πιο κοινωνικός από τον Τζόνσον ολοένα και πιο πρόθυμος να ξανασυναντήσει παλιούς γνώριμους και να κάνει καινούριους. Τα πλήθη τον γοητεύουν, σπεύδει να τα συναντήσει και για να ανταποδώσει τα ικανοποιεί όσο μπορεί. Αν μια μέρα αποφασίσει να μην προπονηθεί και μαζευτούν στο μεταξύ διακόσιοι φίλαθλοι που τον περιμένουν, αποκλείεται να τους αφήσει απογοητευμένους. Θα ξεκινήσει αμέσως με τους παρτεναίρ το, και σε λίγο θα βρίσκεται στον δέκατο ή στον δωδέκατο γύρο μιας επίδειξης.
Στον καταυλισμό του ο Τζόνσον , είναι διαρκώς στο επίκεντρο των πραγμάτων. Είναι αυτός που διασκεδάζει τους άλλους, που παίζει μουσική, παιχνίδια, που μιμείται και σατιρίζει. Προσκαλεί μεγαλόφωνα τους άλλους να του κάνουν παρέα και να διασκεδάσουν.
Στις Τέσσερις αυτοί οι δύο παράξενα διαφορετικοί άνθρωποι θα έρθουν για πρώτη φορά αντιμέτωποι, ο σιωπηλός μαχητής και ο φλύαρος. Δυο πράγματα περιμένω από τον Τζόνσον. Όσο προχωράει ο αγώνας να μιλάει όλο και λιγότερο και το περίφημο χαμόγελο του να σβήσει, αν δεν παγώσει, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον αγώνα της καριέρας του, κι αν ποτέ σοβαρευτεί στη ζωή του θα είναι στις Τέσσερις, ύστερα από τους πρώτους γύρους που το παιχνίδι θα μπει στο ψητό. Μια ασφαλής πρόβλεψη για τον Τζέφρυς είναι ότι δεν θα γίνει πιο ομιλητικός στους επόμενους γύρους απ ότι στον πρώτο και ότι στον πρώτο δεν θα ξεστομίσει λέξη.»
Αυτό που συναρπάζει περισσότερο στην ανταπόκριση του Λόντον είναι ότι ενώ έχει την προσωπική του προτίμηση ανάμεσα στους δυο αθλητές την οποία εκφράζει, δεν αφήνεται να παρασυρθεί από αυτή. Στις ανταποκρίσεις του ο συγγραφέας κρατάει το χαλινάρι και δεν αφήνει τον οπαδό να εκτροχιασθεί, ενώ στο τέλος αυτός που νικά είναι ο δημοσιογράφος!
Καθώς το διάβαζα σκεφτόμουν όλους αυτούς που γράφουν για το ποδόσφαιρο σήμερα που όχι μόνο δεν χαλιναγωγούν την προσωπική τους προτίμηση αλλά παρασύρονται από αυτή. Για αυτό τα κείμενα τους μοιάζουν με πληρωμένες καταχωρήσεις υπέρ μιας ομάδας που διαβάζονται μόνο από τους οπαδούς της ομάδας.
Ενώ ο Λόντον αγαπά το ίδιο το άθλημα πιο πολύ από τους πρωταγωνιστές του. Φαντάζομαι ότι όσοι διάβαζαν τις ανταποκρίσεις του και δεν μπορούσαν να βρίσκονται στην Νεβάδα εκείνο τον Ιούλιο του 1910 θα είχαν πεθάνει από την ζήλια τους. Σου δημιουργεί την αίσθηση ότι χάνεις κάτι τόσο σημαντικό που θα το μετανιώσεις επειδή δεν το έζησες. Έχω την αίσθηση ότι εάν έγραφε για διαγωνισμό μαγειρικής θα σου δημιουργούσε την ίδια ζήλια επειδή τον έχασες. Γράφει τρεις μέρες πριν τον αγώνα:
«Είμαι ευτυχής που βρίσκομαι εδώ. Δεν έχει ξαναδιοργανωθεί αναμέτρηση όμοια με αυτήν που περιμένουμε σε τρείς μέρες. Αν κάποιος Κροίσος μου έλεγε να κανονίσω μόνος μου το χρηματικό ποσό που θέλω για να μη δω τον αγώνα, θα ερχόμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Ασφαλώς κάποιο μυθικό ποσό θα με κρατούσε μακριά, ο υπολογισμός του όμως θα ήταν εξουθενωτικός. Αυτό που φοβάμαι δεν είναι ο Κροίσος, αλλά μην με πατήσει κανένα τράμ στο Ρίνο. Όταν σκέφτομαι όμως τα χάλια που έχουν, παίρνω θάρρος.
Όποιος αγαπάει το μποξ, διαθέτει τα λεφτά και βρίσκεται σε απόσταση βολής από το Ρίνο, δεν θα πρέπει να χάσει τον αγώνα. Απ όποια σκοπιά και αν εξετάσουμε το θέμα, βλέπουμε ότι η ιστορία του ρίνγκ δεν έχει γνωρίσει ξανά τέτοια σύγκρουση και ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να επαναληφθεί στο μέλλον – τουλάχιστον όσο ζουν οι σημερινοί φίλοι του αθλήματος. Ακόμη και αν ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις εναντίον του, αν κάθε πολιτεία αγκαλιάσει ζεστά το μποξ, πάλι δεν υπάρχει περίπτωση να επαναληφθεί τέτοια σύγκρουση μέσα στην ερχόμενη γενιά.
Κατ αρχήν, ποτέ δυο τέτοιοι άνδρες δεν έχουν βρεθεί αντιμέτωποι στο ρίνγκ. Στην μακριά ιστορία του μπόξ, ποτέ δεν συγκρούστηκαν δυο εφάμιλλοι γίγαντες. Δεν υπάρχει άλλος από την γενιά τους που να μπορεί να συγκριθεί μαζί τους. Είναι αποτέλεσμα όχι μιας γενιάς, αλλά δυο φυλών.»
Στον αγώνα θα σημειωθεί μια ιστορική νίκη. Ο jack Johnson θα γίνει ο πρώτο Αφροαμερικανός παγκόσμιος πρωταθλητής πυγμαχίας στην κατηγορία βαρέων βαρών. Ο Λόντον γράφει:
«Ο Τζόνσον είναι ένα θαύμα. Κανείς δεν τον καταλαβαίνει τον άνθρωπο που διαρκώς χαμογελά. Λοιπόν, αυτή η αναμέτρηση ήταν όλη ένα χαμόγελο. Η προσπάθεια που κατέβαλε ο Τζόνσον για να νικήσει, περιορίστηκε σε ένα χαμόγελο. Τι πιο ξεκούραστη νίκη!
Και τώρα που θα βρεθεί πρωταθλητής που θα εξαναγκάσει τον Τζόνσον να υπερβεί τις δυνάμεις του, που θα θολώσει το αστραφτερό του βλέμμα, θα σβήσει το χαμόγελο και θα σιωπήσει το χρυσολάλητο βλέμμα του;»
Αποσπάσματα απο τις "Ιστορίες του Μπόξ"- Jack London εκδόσεις: ΑΓΡΑ. Λεζάντες απο τις πληροφορίες που βρίσκονται στο Επίμετρο του βιβλίου
________________
Σκηνές απο τον αγώνα μέσα απο το ντοκιμαντέρ για τον Jack Johnson γυρισμένο το 1971
σχόλια