Ήταν μια εξωσωματική εμπειρία το ταξίδι, υπό την έννοια ότι όταν είχαν τελειώσει όλες οι πιθανές τελετουργίες –διάβασμα, χαβαλές, μεθύσι, κανένας μπάφος, ύπνος (λιποθυμία για την ακρίβεια)– ένιωθες ότι έβγαινες από το σώμα σου και παρατηρούσες από ψηλά τα «πτώματα» τριγύρω που προσπαθούσαν να κοιμηθούν σε στάσεις που θα ζόριζαν και τους πιο προχωρημένους μάστορες της γιόγκα.
Και κάθε τόσο ξυπνούσαν ταραγμένοι από την κακόφωνη και βαριάς ελληναράδικης προφοράς αναγγελία «the boat has arrived its destination - all passengers are kindly requested to disembark». Ή από την ανάγκη για τουαλέτα, που, όσο κι αν την ανέβαλλε κανείς, κάποια στιγμή δεν γινόταν αλλιώς μετά από τόσες ώρες (μέρες; ποιος ήξερε... ο χρόνος είχε αποκτήσει μια σχετικότητα ως έννοια) και συνήθως έκανε το απονενοημένο διάβημα πολύ αργά, όταν τα αποχωρητήρια (αυτός είναι ο πιο ταιριαστός όρος) θύμιζαν νεκροταφείο πυρηνικών αποβλήτων.
Όταν είσαι νέος, όλη αυτή η κακουχία μπορεί να μοιάζει με συναρπαστική περιπέτεια, με διαδικασία χτισίματος χαρακτήρα, ακόμα και με διαδρομή ενηλικίωσης.
Όταν είσαι νέος, όμως, όλη αυτή η κακουχία μπορεί να μοιάζει με συναρπαστική περιπέτεια, με διαδικασία χτισίματος χαρακτήρα, ακόμα και με διαδρομή ενηλικίωσης. Το ζητούμενο δεν είναι το ταξίδι αλλά ο προορισμός: αυτό μου έχει μείνει. Για να μην πούμε για τις απεριόριστες δυνατότητες που σου πρόσφερε αυτό το «ταξίδι της μεγάλης μέρας στη νύχτα» να φλερτάρεις, να τα φτιάξεις και να χωρίσεις πέντε-έξι φορές πριν φτάσεις καν στο νησί.
― Δημήτρης Πολιτάκης, Αναμνήσεις από τη Ρομίλντα. Η συνέχεια εδω
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 12.8.2013