»Είσαι δέκα ετών και ο αέρας του μεσοκαλόκαιρου είναι ζεστός, πνιγηρά ζεστός, τόσο υγρός και δυσάρεστος, που, παρόλο που κάθεσαι στην σκιά των δέντρων στην πίσω αυλή, ο ιδρώτας μουσκεύει το μέτωπό σου.
»Είναι αδιαφιλονίκητο γεγονός ότι δεν είσαι πια νέος. Σε έναν μήνα από σήμερα, θα είσαι 64 ετών. Και μολονότι αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι υπερβολικά μεγάλος -δεν είναι αυτό που κάποιος μπορεί να αποκαλούσε "προχωρημένη τρίτη ηλικία"-, δεν μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι όλους τους άλλους που δεν έφτασαν τόσο μακριά όσο εσύ. Αυτό είναι ένα παράδειγμα από τα ποικίλα πράγματα που δεν θα μπορούσαν να συμβούν, τα οποία όμως, στην πραγματικότητα, συνέβησαν.
«Winter Journal» θα λέγεται το νέο (αλλά δεύτερο) αυτοβιογραφικό βιβλίο του Πολ Όστερ που θα κυκλοφορήσει τον Σεπτέμβριο στις ΗΠΑ. Τριάντα χρόνια πριν, είχε γράψει το πρώτο βιβλίο γύρω από τις σκέψεις του για τη ζωή του, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του. Ενδιάμεσα έγραψε πολλά βιβλία που τον έβαλαν σε όλες τις λίστες με τους πιο σημαντικούς συγγραφείς.
Πριν ακόμα κυκλοφορήσει το βιβλίο στις ΗΠΑ, κυκλοφόρησε στην Τουρκία. Εκεί ο συγγραφέας λατρεύεται βαθιά, τα βιβλία του μεταφράζονται, κυκλοφορούν και πωλούνται αμέσως. Αυτή τη φορά η κυκλοφορία του βιβλίου του συνοδεύτηκε από αναστάτωση γιατί ο Όστερ σε μια συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «Χουριέτ» αναφέρθηκε στους ανώνυμους φυλακισμένους δημοσιογράφους και συγγραφείς. «Πόσοι βρίσκονται στη φυλακή αυτή τη στιγμή; Πάνω από εκατό άτομα;».
Ο Ερντογάν απάντησε αμέσως θυμωμένος, λέγοντας ότι «το Ισραήλ, το οποίο επισκέφθηκε, είναι μια δημοκρατική χώρα; Μα πόσο αδαής μπορεί να είστε! Αυτοί δεν είναι που ρίχνουν τις βόμβες στη Γάζα; Αυτοί δεν είναι που πετάνε απαγορευμένες βόμβες φωσφόρου και χρησιμοποιούν χημικά όπλα; Αυτά γιατί δεν τα βλέπετε;» χρησιμοποιώντας το επιχείρημα των παιδικών μας χρόνων, «γιατί μιλάς παιδί μου;» «μα και ο Κωστάκης μιλάει.» Ο Όστερ απάντησε μακροσκελώς και με επιχειρήματα – η ανταλλαγή απόψεων σταμάτησε εκεί.
«Πάντα μιλάμε για την προσπάθεια να “μπούμε μέσα” στον συγγραφέα για να καταλάβουμε καλύτερα το έργο του. Αλλά όταν φτάνεις εκεί, δεν υπάρχουν πολλά να βρεις – τουλάχιστον, όχι τόσα που να διαφέρουν από αυτά που θα έβρισκες σε οποιονδήποτε άλλο».
Πολ Όστερ, The New York Trilogy: Ghosts
Ο λάθος αριθμός
Βασικός άξονας του Όστερ είναι ότι η ζωή καθορίζεται σε μεγάλο μέρος από την τύχη. Τα πιο σημαντικά πράγματα που συμβαίνουν έχουν προκύψει από ασήμαντες και τυχαίες αποφάσεις, συναντήσεις και από συμπτώσεις. Η θεωρία αυτή εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές στα βιβλία του δημιουργώντας ένα αίσθημα ανημποριάς αλλά και αισιοδοξίας: αφού όλα είναι αποτέλεσμα ενός γιγαντιαίου δικτύου, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, δεν ορίζουμε τίποτα. Αυτό το μοτίβο έχει εξηγήσει στην παρακάτω ιστορία, εξηγώντας παράλληλα πώς τα βιβλία ξεπηδούν χωρίς την έγκριση του συγγραφέα.
[via] Ένας λάθος αριθμός τηλεφώνου στάθηκε η έμπνευσή μου για το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήμουν μόνος μου στο διαμέρισμά μου στο Μπρούκλιν ένα απόγευμα· καθόμουν στο γραφείο μου και προσπαθούσα να δουλέψω, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν άνοιξη του 1980, όχι πολλές μέρες αφότου βρήκα τη δεκάρα έξω από το στάδιο Σι [ΣτΜ: αναφέρεται σε άλλη ιστορία της συλλογής].
Σήκωσα το ακουστικό, κι ο άντρας στην άλλη μεριά της γραμμής ρώτησε αν μιλούσε με το Γραφείο Ντετέκτιβ Πίνκερτον. Του είπα πως όχι, είχε καλέσει λάθος αριθμό, και το έκλεισα. Έπειτα γύρισα στη δουλειά μου και αμέσως ξέχασα το τηλεφώνημα.
Το επόμενο απόγευμα, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Όπως αποδείχθηκε, ήταν ο ίδιος άνθρωπος και ρωτούσε το ίδιο πράγμα που με είχε ρωτήσει την προηγούμενη μέρα: «Γραφείο Ντετέκτιβ Πίνκερτον εκεί;». Ξανά, είπα όχι, και ξανά το έκλεισα. Αυτή τη φορά, ωστόσο, άρχισα να σκέφτομαι τι θα συνέβαινε αν είχα πει ναι. Κι αν είχα υποκριθεί ότι είμαι ένας ντετέκτιβ από το Γραφείο Πίνκερτον; αναρωτήθηκα. Κι αν είχα πράγματι αναλάβει την υπόθεση;
Για να είμαι ειλικρινής, αισθάνθηκα ότι είχα κλοτσήσει μια σπάνια ευκαιρία. Είπα μέσα μου πως αν ο άνθρωπος καλέσει ποτέ ξανά, τουλάχιστον θα του μιλήσω λίγο και θα προσπαθήσω να ανακαλύψω τι συμβαίνει. Περίμενα να ξαναχτυπήσει το τηλέφωνο, αλλά τρίτο τηλεφώνημα δεν υπήρξε ποτέ.
Μετά από αυτό, το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές, και λίγο λίγο ένας ολόκληρος κόσμος πιθανοτήτων μου ανοίχτηκε. Όταν αργότερα ξεκίνησα να γράφω το City of Glass, ο λάθος αριθμός είχε μεταμορφωθεί στο κρίσιμο περιστατικό του βιβλίου, το λάθος που βάζει όλη την ιστορία σε κίνηση. Ένας άντρας που τον λένε Quinn δέχεται ένα τηλεφώνημα από κάποιον που θέλει να μιλήσει στον Πολ Όστερ, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ. Ακριβώς όπως εγώ, ο Quinn του λέει ότι έχει καλέσει λάθος αριθμό. Το ίδιο πράγμα συμβαίνει την επόμενη νύχτα· και πάλι ο Quinn το κλείνει. Αλλά, αντίθετα από ό,τι έγινε με εμένα, στον Quinn δίνεται και μια τρίτη ευκαιρία. Την τρίτη νύχτα, όταν ξαναχτυπάει το τηλέφωνο, ο Quinn πάει με τα νερά αυτού που τηλεφωνεί και αναλαμβάνει την υπόθεση: Ναι, λέει, είμαι ο Πολ Όστερ – κι από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει η τρέλα.
Πάνω απ’ όλα, ήθελα να παραμείνω πιστός στην αρχική μου παρόρμηση. Ένιωθα ότι δεν θα υπήρχε λόγος να γραφτεί το βιβλίο, αν δεν διατηρούσα το πνεύμα αυτού που είχε στ’ αλήθεια συμβεί. Αυτό σήμαινε να εμπλέξω τον εαυτό μου στη δράση της ιστορίας (ή τουλάχιστον κάποιον που να με θυμίζει, κάποιον που να έχει το όνομά μου). Σήμαινε επίσης ότι έπρεπε να γράψω για ντετέκτιβ που δεν είναι ντετέκτιβ, για το να παριστάνεις ότι είσαι κάποιος άλλος, για μυστήρια που δεν μπορούν να λυθούν. Καλώς ή κακώς, ένιωθα ότι δεν είχα επιλογή.
Όλα καλά. Τέλειωσα το βιβλίο πριν από δέκα χρόνια, κι από τότε ασχολούμαι με άλλα σχέδια, άλλες ιδέες, άλλα βιβλία. Δεν πάνε δυο μήνες, ωστόσο, που έμαθα ότι τα βιβλία ποτέ δεν τελειώνουν, ότι μπορεί οι ιστορίες να συνεχίσουν να γράφονται από μόνες τους, χωρίς συγγραφέα.
Ήμουν μόνος μου στο διαμέρισμά μου στο Μπρούκλιν εκείνο το απόγευμα· καθόμουν στο γραφείο μου και προσπαθούσα να δουλέψω, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν άλλο διαμέρισμα από αυτό που είχα το 1980 – άλλο διαμέρισμα με άλλο αριθμό τηλεφώνου. Σήκωσα το ακουστικό, κι ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής ζήτησε να μιλήσει με τον κύριο Quinn. Είχε ισπανική προφορά και η φωνή του μού ήταν άγνωστη. Για μια στιγμή μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι κάποιος φίλος με δούλευε. «Ο κύριος Quinn;», είπα. «Πλάκα μου κάνετε;»
Όχι, δεν έκανε πλάκα. Ο άνθρωπος μιλούσε σοβαρά. Έπρεπε να μιλήσει με τον κύριο Quinn, και θα μπορούσα παρακαλώ να τον συνδέσω; Η προφορά του ήταν κάπως βαριά, και ήλπιζα ότι ήθελε να μιλήσει με τον κύριο Queen. Αλλά πού τέτοια τύχη. «Q-U-I-N-N», απάντησε ο άντρας. Ξαφνικά τρόμαξα, και για καναδυό λεπτά δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. «Λυπάμαι», είπα τελικά, «δεν υπάρχει κύριος Quinn εδώ. Πήρατε λάθος αριθμό». Ο άντρας μου ζήτησε συγνώμη για την ενόχληση, και κλείσαμε.
Αυτό συνέβη στ’ αλήθεια. Όπως όλα τ’ άλλα που έχω γράψει σε αυτό το κόκκινο τετράδιο, είναι αληθινή ιστορία.
σχόλια