Η ψυχική εξάντληση είναι σίγουρα το κυρίαρχο mood των καιρών, όπως μαρτυρά ο επίμονος απόηχος χιλιάδων συζητήσεων περί επικαιρότητας που σβήνουν πριν την ώρα τους: «εγκαταλείπω, ρε φίλε», «κάνω τσεκ άουτ», «αδυνατώ να επιχειρηματολογήσω», «ξέρω γω, σωστό κι αυτό ίσως», «μπορεί να 'ναι κι έτσι, τι να σου πω πια...» (το «πια» και το «πλέον» ζουν μεγάλες στιγμές στις καθημερινές συνομιλίες). Και τότε αρχίζει να τα σκεπάζει όλα το φάσμα του whateverism που λένε στα αγγλικά. Άντε να τη βγάλεις όμως μετά καθαρή με τον σχετικισμό της παραίτησης απέναντι στον οδοστρωτήρα της πραγματικότητας και στην ξερή αποτύπωση θεωρητικών δογμάτων που εξακολουθούν να σκάνε με γδούπο στον δημόσιο διάλογο.
Το «ό,τι να 'ναι» μοιάζει αφηρημένα δεκτικό και πολυσυλλεκτικό, αλλά είναι το αντίθετο του πλουραλισμού. Υποχωρεί κανείς στην απάθεια και το μόνο που θέλει είναι κάποιον να του ψιθυρίζει γλυκά τίποτα, χωρίς πολλές εντάσεις και διεγέρσεις. Την ίδια στιγμή, λόγω των ακραίων περιστάσεων που δεν υποχωρούν με καμιά κυβέρνηση, εξακολουθεί να κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα μια έντονη αίσθηση πεπρωμένου, κρισιμότητας και μόνιμου κόκκινου συναγερμού, που εντείνει τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και νομιμοποιεί τεράστιες παρεξηγήσεις.
Φτάνεις αναπόφευκτα στο σημείο να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, όπως έχει διαμορφωθεί, και ν' αρχίζεις να ξανασκέφτεσαι όλη αυτή την (αυτ)απάτη της ωριμότητας. Μήπως, τελικά, δεν έκανες καλά που θυσίασες στον βωμό της ενηλικίωσης και της ωριμότητας εκείνο το ρομαντικό αναρχομποέμ ψώνιο ή εκείνο το αντιδραστικό σκασμένο που ξίνιζε με τα πάντα; Μια ζωή την έχουμε, βρε αδελφέ, ίσως θα έπρεπε να μην έχουμε αλλάξει πίστα.
Ενώ είναι προφανές ότι «γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε στη μέση των πραγμάτων» (εκτός αν η περιβαλλοντική ή κάποια άλλη Αποκάλυψη είναι όντως προ των πυλών), οι άνθρωποι πάντα θέλουν να πιστεύουν ότι η εποχή τους είναι η πιο κρίσιμη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μόνο που αυτή εδώ μοιάζει πραγματικά να είναι εξαιρετικά κρίσιμη και επείγουσα και μνημειώδης και κοσμοϊστορική εποχή: έχουμε τα δικά μας που μοιάζουν τεράστια και ανεπίλυτα εδώ στις παρυφές του πρώτου κόσμου που κλονίζεται υπό το βάρος των ψευδαισθήσεών του, μας χτυπάνε την πόρτα και άλλοι κόσμοι, τους οποίους είχαμε τη γαϊδουρινή πολυτέλεια να τους αγνοούμε μέχρι και πολύ πρόσφατα. Το ζήτημα είναι, ειδικά από κάποια ηλικία και μετά, πώς, με ποια ταυτότητα, με ποιον εαυτό να διαχειριστεί κανείς όλα αυτά τα ναρκοπέδια, όταν μάλιστα δεν έχει κατορθώσει να μαζέψει τα προσωπικά του κομμάτια ύστερα από τόσες «κρίσεις μέσης ηλικίας», που έχουν καταντήσει ρουτίνα, ανέκδοτο που λένε μεταξύ τους τα βράδια οι σαρανταφεύγα για να ελαφρύνει η ατμόσφαιρα. Φτάνεις αναπόφευκτα στο σημείο να μην εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου, όπως έχει διαμορφωθεί, και ν' αρχίζεις να ξανασκέφτεσαι όλη αυτή την (αυτ)απάτη της ωριμότητας. Μήπως, τελικά, δεν έκανες καλά που θυσίασες στον βωμό της ενηλικίωσης και της ωριμότητας εκείνο το ρομαντικό αναρχομποέμ ψώνιο ή εκείνο το αντιδραστικό σκασμένο που ξίνιζε με τα πάντα; Μια ζωή την έχουμε, βρε αδελφέ, ίσως θα έπρεπε να μην έχουμε αλλάξει πίστα.
Από την άλλη, τίποτα δεν γερνά πιο άγαρμπα από τον αιωνίως νεανία και, ειλικρινά, δεν θα ήθελα να είμαι νέος σε κρίσιμους καιρούς σαν κι αυτούς που διανύουμε, όπου ο παλιός κόσμος μοιάζει στους νέους πιο ύποπτος από ποτέ αλλά και συγχρόνως «πηγή αυθεντικότητας» (άλλη μεγάλη διαστροφή αυτή) και απτών πραγμάτων στην εποχή της ψηφιακής αλγοριθμικής, ποσοστιαίας αντίληψης. Άσε που είναι άδικο για νέους ανθρώπους να εξαναγκάζονται να κυκλοφορούν ως απολογητές καταναγκαστικών επιλογών (εμείς οι πιο μεγάλοι το 'χουμε, και το φέρουμε ως παράσημο ώριμου συμβιβασμού) ή να πρέπει να αποκρίνονται διαρκώς σε wtf διχαστικά διλήμματα που συχνά θυμίζουν σαδιστική φάρσα (ας φανταστούμε λίγο πώς μοιάζει, λόγου χάρη, το φαιδρό δίπολο Πελεγρίνης - Φορτσάκης ως εξέχουσες περιπτώσεις μετάβασης από την Ανώτερη Παιδεία στην ενεργό πολιτική). Μακάρι να βγουν αλώβητοι από όλο αυτό το μπάχαλο και να διατηρήσουν τον αυτοσεβασμό που φαίνεται να έχει χάσει η δική μου γενιά (ποιοι είμαστε; τι κάναμε λάθος; πού χάθηκε η μπάλα;) που συνεθλίβη μεταξύ της γενιάς των δεινοσαύρων της Μεταπολίτευσης που εξακολουθούν να διατηρούν τον έλεγχο σε όλα σχεδόν τα επίπεδα εξουσίας, ακόμα και με σαραντάρη πρωθυπουργό (σιγά, κι ο Κωστάκης σαραντάρης ήταν και μας άφησε να γκρεμοτσακιστούμε), και της γενιάς της γενικευμένης οργής επί δικαίους και αδίκους. Όπως είχε γράψει και η Τζόαν Ντίντιον στο δοκίμιό της «περί αυτοσεβασμού» πριν από μισό και πλέον αιώνα, έτσι και χάσεις τον αυτοσεβασμό σου, δεν τον ξαναβρίσκεις εύκολα: τρέχεις σπίτι αναζητώντας τον εαυτό σου, χτυπάς την πόρτα, αλλά δεν είναι κανείς μέσα.
σχόλια