Δεν είναι εύκολο να πει κανείς τι ακριβώς ήταν ο «Ήχος της Ομόνοιας». Αν το δούμε γεωγραφικά (κάτω από την πλατεία Ομονοίας ή και πέριξ αυτής) και αισθητικά (δημοτικά, λαϊκά, λαϊκοδημοτικά) μπορεί να πιάσουμε μια πρώτη άκρη, όμως η πορεία είναι δύσβατη. Ακόμη κι εκείνος ο παλαιός διαχωρισμός των μαγαζιών, και κατ’ επέκταση του τραγουδιού της νύχτας σε «σκυλάδικο» και «κωλάδικο», που είχε επιχειρήσει ο Ηλίας Πετρόπουλος (βλ. «Άγιο Χασισάκι» κ.λπ.) δεν μπορεί να εφαρμοστεί επακριβώς στον «Ήχο της Ομόνοιας», και τούτο γιατί οι διάδρομοι επικοινωνίας ανάμεσα στα ποικίλα τραγούδια της νύχτας κάποτε συγκλίνουν.
Έτσι, στην δεκαετία του ’70, και κυρίως προς το τέλος της, ο ήχος του σκυλάδικου φαίνεται να περνά σταδιακώς στο κοσμικό κέντρο – με τον μεγαλοεργολάβο, που τα έχει πλούσια πλέον και τα σπάει, να κάθεται δίπλα στο γιατρό και το δικηγόρο, παρά στον ταξιτζή και τον οικοδόμο.
Από την πλευρά του τραγουδιού, ο Στράτος Διονυσίου του ’80 και λιγότερο ο Δημήτρης Μητροπάνος φέρνουν τον ήχο και τη θεματική του σκυλάδικου στην πρώτη πίστα («Ο Σαλονικιός», «Ο ταξιτζής», «Χιονάνθρωπος»), ενώ και στα πιο «σκληρά» λαϊκά μαγαζιά μπαίνουν ορχήστρες και γίνονται ενορχηστρώσεις (πνευστά κ.λπ.), που, σε πρώτη φάση, δεν έχουν ουδεμία σχέση με τον «αυθεντικό» ήχο της νύχτας. Τα πράγματα μοιάζουν μπερδεμένα…
Το καλύτερο σκυλάδικο τραγούδι, στην αισθητική μεριά του, οφείλει πολλά στο έργο του Τάκη Μουσαφίρη των μέσων του '70 – παρότι η γέννηση του εν λόγω άσματος περνά από τα sixties και τα «τρίτα» λαϊκά των μικρών εταιρειών. Και αναφέρομαι βασικά στα τραγούδια που έγραψε (ο Μουσαφίρης) για τον Δημήτρη Μητροπάνο, όπως το θρηνητικό «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο», το προσωκρατικό «Σε μια στοίβα καλαμιές», το ανελέητο «Σ' αγαπώ ακόμα» και το σλογκανικό «Τι το θες το κουταλάκι».
Η δική μου γνώμη είναι πως το καλύτερο σκυλάδικο τραγούδι, στην αισθητική μεριά του, οφείλει πολλά στο έργο του Τάκη Μουσαφίρη των μέσων του ’70 – παρότι η γέννηση του εν λόγω άσματος περνά από τα sixties και τα «τρίτα» λαϊκά των μικρών εταιρειών. Και αναφέρομαι βασικά στα τραγούδια που έγραψε (ο Μουσαφίρης) για τον Δημήτρη Μητροπάνο, όπως το θρηνητικό «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο», το προσωκρατικό «Σε μια στοίβα καλαμιές», το ανελέητο «Σ’ αγαπώ ακόμα» και το σλογκανικό «Τι το θες το κουταλάκι» (που τότε, παλιά, είχε γίνει και ανέκδοτο).
Όλες οι νόρμες του τραγουδιού της νύχτας, οι βασικές αρχές του πλέριου λαϊκού ερωτικού στίχου, με τις παράλληλες «σκληρές» ενοργανώσεις και τις «αντρίκιες» ερμηνείες («αντρίκιες» από άντρες ή γυναίκες), συνωθούνται στα τραγούδια του Μουσαφίρη, περνώντας με το χρόνο, σαν τρόπος δουλειάς, στις εταιρείες της Ομόνοιας. Ποιες ήταν αυτές; Να μερικές…
Η General Gramophone της οδού Σωκράτους, οι Δίσκοι Κυκλάδες της οδού Βερανζέρου, η Sonora της οδού Καποδιστρίου, η Intersound της Μενάνδρου, η Venus-Tzina (από το 57 της Πανεπιστημίου), η Polyphone (από το 11 της Γ Σεπτεμβρίου), η Panivar (από το 18 της Πειραιώς), όπως και άλλες μικρότερες σαν τις Garantie και Studio 5 της Μενάνδρου, Astron της Βούλγαρη, Fantasia της Ζήνωνος και πάει λέγοντας...
Στις εταιρείες αυτές εύρισκαν καταφύγιο κάποιοι παροπλισμένοι συνθέτες και τραγουδιστές των προηγούμενων δεκαετιών (Κώστας Ρούκουνας, Χρηστάκης, Γιώργος Ταλιούρης, Μάνος Παπαδάκης, Φούλη Δημητρίου, Λουκάς Νταράλας, Μάγια Μελάγια, Γιώργος Λαύκας, Παναγιώτης Μιχαλόπουλος…), ενώ αναδεικνύονταν, παράλληλα, μεγάλα κατοπινά ονόματα του τραγουδιού της νύχτας, που γέμισαν όχι μόνο τη δισκογραφία, αλλά και τα πιο «άγρια» λαϊκά πάλκα στην Εθνική Αθηνών-Λαμίας, την Αχαρνών, την Καβάλας, το Αιγάλεω, ή τον Ασπρόπυργο. Μερικά απ’ αυτά τα ονόματα ήταν και τα ακόλουθα…
Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Γιώργος Αιγύπτιος, Καίτη Ντάλη, Γιάννης Φλωρινιώτης (στο ξεκίνημά του), Αντώνης Λορέντζος, Κώστας Μοναχός, Κώστας Καφάσης, Βάιος Μαργαρίτης, Γιώργος Μαργαρίτης, Θόδωρος Βίλμας, Φώτης Στασουλάκης, Πίτσα Παπαδοπούλου (στο ξεκίνημά της), Νίκος Πάνος, Φωτεινή Μαυράκη, Κώστας Κόλλιας, Μαριάνθη Κεφάλα, Ρία Ζέρβα, Σόφη Κωνσταντάκη, Έλενα Γιαννακάκη, Ελευθερία Χριστοπούλου, Μανώλης Τοπάλης, Πόλυς Κερμανίδης, Ανδρέας Ζακυνθινάκης, Δημήτρης Ξανθάκης, Γιάννης Κιούσης, Πάνος Μαρίνος, Ντένης Παππάς, Ρένα Βιολάντη, Ρένα Ντάλμα, Γωγώ Θεοδώρου, Λένα Σαββίδου, Μαίρη Ανδρέου, Μαίρη Λιώτη, Κατερίνα Κανάρη, Λευτέρης Πανταζής (στο ξεκίνημά του) και πάρα πολλοί άλλοι και άλλες.
Το περίεργο(;) με τα τραγούδια που απέδιδαν όλοι οι παραπάνω, ήταν πως, στις περισσότερες των περιπτώσεων, αφορούσαν σε άρτιες παραγωγές. Τα περισσότερα εξ αυτών ηχογραφούνταν στο στούντιο της Columbia στον Περισσό, διαθέτοντας στις ορχήστρες μερικούς από τους κορυφαίους session μουσικούς της εποχής – στα μπουζούκια π.χ. ήταν ο Γιάννης Παλαιολόγου και ο Δημήτρης Χιονάς, στις κιθάρες ο Τίτος Καλλίρης και ο Μπάμπης Μαλλίδης, στα πνευστά ο Άρης Καραντάνης και ο Γιάννης Θεοδωρίδης, στα βιολιά ο Παντελής Δεσποτίδης, ο Δημήτρης Βράσκος, ο πατέρας Καβάκος κ.ο.κ. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σε μέγιστα ονόματα που μπορεί να έπαιζαν την ίδια στιγμή… τζαζ, ή να βρίσκονταν στο στούντιο με τον Πλέσσα ή τον Χατζιδάκι. Κάπως έτσι αναδεικνύονταν, και μέσω των τραγουδιστών φυσικά, οι συνθέσεις και τα λόγια.
Που τις έγραφαν και τα έγραφαν ποιοι; Από πλευράς συνθετών (μερικοί έγραφαν και στίχους) εκείνοι που εμφύσησαν πνοή στην ψυχή του «σκύλου» ήταν οι Τάκης Σούκας, Σταύρος Κάξος, Χρήστος Εμμανουήλ, Κώστας Ψυχογιός, Κώστας Σούκας, Ε. Γεωργοπούλου, Μιχάλης Αλεξάκης, Βασίλης Βασιλειάδης, Τάκης Μουσαφίρης, Ευάγγελος Ατραΐδης, Γιάννης Βασιλόπουλος, Θόδωρος Δερβενιώτης, Νάκης Πετρίδης, Δημήτρης Μηλιός, Θόδωρος Καμπουρίδης, Νίκος Παταβούκας, Θανάσης Χάρος, Ηλίας Σούκας, Νίκος Καρανικόλας, Μίμης Καμπάνης, Κώστας Σταματάκης, Δημήτρης Σφακιανός, Κώστας Ξενάκης και άλλοι.
Στα τέλη των seventies το OmonoiaSound μεταδιδόταν από τους ραδιοπειρατές, που επιτελούσαν, δίχως να το γνωρίζουν, εθνικό έργο. Τα τζουκ μποξ βοήθησαν λίγο, καθότι έβαιναν προς το τέλος τους, ενώ λυτρωτικές αποδείχτηκαν οι γιγαντοκασέτες των 8-track (και οι απλές κασέτες), που παιζόντουσαν «εμπλοκή» στις ψησταριές, στα σφαιριστήρια και στα... υπεραστικά λεωφορεία. Αν τύχαινε κι έκανες κανα ταξιδάκι Καλαμάτα-Αθήνα ήταν σαν να αποφοιτούσες από το... ελληνικό Juilliard.
Όμως και στους στιχουργούς συναντάμε δυνατά ονόματα. Είναι οι άνθρωποι πάνω στους οποίους στηρίχτηκε ο λόγος του τραγουδιού της νύχτας, εκείνοι (κι εκείνες) που περιγράψανε με σαφήνεια και ενάργεια το δυσκολότερο – ό,τι σχετίζεται με τον έρωτα και δεν μπορεί να εκφραστεί απ’ τον καθένα μας. Μερικοί απ’ αυτούς τους… ποιητές και τις ποιήτριες του σκότους ήταν οι Γιάννης Τζουανόπουλος, Μάνος Κουφιανάκης, Ηλίας Ουρανός, Λούλα Παπαγιαννοπούλου, Μάρω Μπιζάνη, Ηρακλής Παπασιδέρης, Ηλίας Φιλίππου, Λάκης Τσώλης (ή και Τσόλης), Κατερίνα Πανάγου, Βασίλης Φωτεινάκης, Κώστας Ρουβέλας… και άλλοι.
Υπήρξαν πολλά τραγούδια του Ήχου της Ομόνοιας, που διακρίθηκαν μέσα στα χρόνια, μένοντας στην επικαιρότητα μέχρι και σήμερα. Πέρασαν δηλαδή από τις άγριες, «δεύτερες» πίστες, στα σαλέ της παραλιακής και στα στόματα «κλασάτων» τραγουδιστών-τραγουδιστριών όπως ο Πάνος Κιάμος ή η Νατάσα Θεοδωρίδου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι δικαίωση – μάλλον όχι, γιατί τα τραγούδια ήταν μεγάλα από τη γέννα τους, και δεν χρειάζονταν τίποτα περισσότερο ώστε να γίνουν μεγαλύτερα.
Στα τέλη των seventies, στη μεγάλη ακμή του Omonoia Sound, όλο αυτό το υλικό μεταδιδόταν από τους ραδιοπειρατές, που επιτελούσαν δίχως να το γνωρίζουν εθνικό έργο. Έτσι κάπως η συγκεκριμένη παραγωγή έφθασε στ’ αυτιά του κόσμου. Τα τζουκ μποξ βοήθησαν λίγο, καθότι έβαιναν προς το τέλος τους, ενώ λυτρωτικές αποδείχτηκαν οι γιγαντοκασέτες των 8-track (και οι απλές κασέτες), που παιζόντουσαν «εμπλοκή» στις ψησταριές, στα σφαιριστήρια και στα… υπεραστικά λεωφορεία. Αν τύχαινε κι έκανες κανα ταξιδάκι, Καλαμάτα-Αθήνα ξέρω ’γω, ήταν σαν να αποφοιτούσες από το… ελληνικό Juilliard.
Η δημοσιογραφία, απεναντίας, δεν βοήθησε σχεδόν καθόλου. Καμμία εφημερίδα, κανένα περιοδικό δεν ασχολιόταν με τον… Κώστα Μοναχό. Τώρα είναι αργά… μόνο αραιωμένες θύμησες και μπαλαμούτι πέφτει. Ούτε συνεντεύξεις λοιπόν, ούτε ανταποκρίσεις, ούτε τίποτα. Το περιοδικό «Ντέφι» κάτι επιχειρούσε να ψελλίσει (στα πρώτα χρόνια του ’80), μέσα στο πνεύμα τού… «χορέψτε γιατί χανόμαστε», αλλά δεν έφθασε ποτέ, επί της ουσίας, μακρύτερα από το Γιώργο Μαργαρίτη.
Είχε αφιερώσει πάντως κάποτε (τεύχος 14, Φλεβάρης-Μάρτης ’87) μια σελίδα στην Polyphone του Δημήτρη Πολίτη – την «πιο μεγάλη μικρή εταιρεία» όπως την έλεγε. Ο Πολίτης μιλούσε για τις επιτυχίες που είχε βγάλει (το «Έρωτά μου αγιάτρευτε» με τον Κώστα Κόλλια είχε πουλήσει 140 χιλιάδες δίσκους), για τη γνωριμία του με τη Φωτεινή Μαυράκη κ.ά. Κάποια στιγμή μίλησε και για το «σπρώξιμο», την προώθηση: «Δυστυχώς στο κρατικό ραδιόφωνο με είχαν και με έχουν σαν απόπαιδο. Βοηθήθηκα πολύ μόνο από τις δικές μου διαφημιστικές εκπομπές».
Προσωπικά άκουγα αυτά τα τραγούδια από πολύ μικρός, ενώ κάποια (λίγα) τα «χτύπαγα» και στα τζουκ-μποξ στο δεύτερο μισό του ’70. Θυμάμαι βεβαίως και τις εκπομπές των εταιρειών της Ομόνοιας στο ραδιόφωνο (δεν είχαν εκπομπές μόνο η MINOS, η Columbia, η Lyra και η Polygram), αλλά και η Panivar ή η Polyphone. Όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του ’81, και κόπηκαν οι πληρωμένες διαφημιστικές εκπομπές των εταιρειών, τα τραγούδια της Ομόνοιας πέρασαν κάπως στο… ακροαματικό περιθώριο.
Άλλαζε, όμως, και το προφίλ της νύχτας, καθώς το μότο «μια βραδιά στα μπουζούκια» περιελάμβανε πλέον τα πιο overground νέα ονόματα (Άγγελος Διονυσίου, Λευτέρης Πανταζής και Άντζελα Δημητρίου, που ανέβαιναν τάχιστα τις σκάλες από το υπόγειο προς το ρετιρέ), με τα φτηνά λαϊκά κέντρα να γνωρίζουν πιένες κυρίως στις φοιτητουπόλεις.
Πάντως, τα «δεύτερα» μαγαζιά δεν έχασαν ποτέ τον κόσμο τους, μόνο που ο κόσμος αυτός όλο και πιο συχνά γειτόνευε με το περιθώριο – αν και τούτος δεν θα ήταν ένας αναγκαστικός λόγος, ώστε να υποβαθμίζονταν στη συνείδησή μας. Ίσα-ίσα! Θες γιατί τη βρίσκαμε με το γρέτζο λαϊκό, θες από περιέργεια, θες γιατί ζηλεύαμε τις ζωές που δεν ζούσαμε και θέλαμε κάπως να τις «ακουμπήσουμε», πιάναμε το τραπεζάκι μας σεμνά, ρίχναμε το πιατικό μας όταν υπήρχε αιτία (εντάξει, δεν σπάζαμε και τους μπιντέδες ή το λαβομάνο σαν τον… Μάκη τον Τσετσένογλου στο Βιετνάμ), πίναμε τη «μπόμπα» μας (συνήθως Μπαλαντάινς-κοκακόλα) και ακούγαμε, χωρίς να… υποφέρουμε (σώνει και καλά), πιάνοντας κανα κονέ με τα κορίτσια του μπαρ και εξασφαλίζοντας κάποια στιγμή το καθαρότερο…
Κίνδυνοι υπήρχαν. Από το να καούμε ένα βράδυ στο Γάσπαρη στην Αμαλιάδα, όταν η πίστα είχε αρπάξει φωτιά, στην κυριολεξία, από σπίρτο που έπεσε σε χυμένο πνεύμα, μέχρι να στραβωθούμε από τις γυαλισμένες «πεταλούδες», που σπάθιζαν στον καπνισμένο αέρα, στο Μικρό Παρίσι, στα Γύφτικα της Πάτρας. Και άλλα τινά… Γλιτώσαμε…
Και καθώς μεγαλώναμε και διδασκόμασταν τρόπους… πάνω ’κει, στη στροφή του ’90, σχίστηκε το… παραπέτασμα – γκρεμίστηκε ο κομμουνισμός και γύρισαν όλα τούμπα. Έτσι, από την παρέα εκείνος που επιβίωσε ήταν ένας με… Asperger που μάθαινε τις ξένες γλώσσες για πλάκα (σε τρεις μήνες μίλαγε τα ρώσικα φαρσί!), και που κάποια στιγμή, είδε κι απόειδε, και την έκανε για το Κρασνοντάρ με την αδελφή ενός… μαλλιαρού τοξότη της Σκυθίας. Χάσαμε τα ίχνη του, αλλά πιθανώς να βρήκαμε τα δικά μας… Άιντε γεια μας…
1.
Νίκος Πάνος «Κατάρα»
Μέγιστο τραγούδι της Ομόνοιας, κι ένα από τα πρώτα του στυλ, είναι η «Κατάρα» του Νίκου Πάνου – ένα από τα κομμάτια που σφράγισαν τα παιδικά μου χρόνια. Μπορεί να μην πολυκαταλάβαινα τι ακριβώς άκουγα, όταν κυκλοφόρησε στις αρχές των seventies, αλλά σίγουρα κάτι με είχε συναρπάσει σ’ αυτό. Η μουσική, οι στίχοι, η ερμηνεία; Κάτι… Το 1975-76 πάντως, όταν το τραγούδι παιζόταν ακόμη παντού, ήταν από ’κείνα που άκουγα –παιδί ακόμη– στα τζουκ-μποξ της εποχής. Εννοώ, πως «τάιζα» εγώ τα μηχανήματα, όχι οι άλλοι… Φραγκάκι και… δωσ’ του να ’χει...
Το άσμα τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1972 στο 45άρι «Κατάρα/ Οι μελαχρινούλες» [Polyphone]. Στην ετικέτα αναγραφόταν πως τα πάντα (στίχοι, μουσική, ερμηνεία, διεύθυνση λαϊκής ορχήστρας) ανήκαν στον Νίκο Πάνο. Ένα χρόνο αργότερα (1973), όταν η «Κατάρα» άνοιγε το πρώτο LP του ερμηνευτή (επίσης στην Polyphone) εκεί, δίπλα στο ονοματεπώνυμο του Νίκου Πάνου διαβάζαμε κι εκείνο της Παρασκευής Πολίτου – της στιχουργού της «Κατάρας».
Όταν τούτο διαπίστωσα, κάποια στιγμή στα eighties, δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Δεν περίμενα δηλαδή πως τέτοιους στίχους («Κατάρα να ’χεις από μένα/ που μ’ έκανες και πίστεψα σ’ εσένα/ κι όταν είδες πως σ’ αγάπησα στα αλήθεια/ μ’ άλλον έφυγες και μ’ άνοιξες πληγές στα στήθια./ Η κατάρα μου να δέρνει τη σκιά σου/ κι εφιάλτες να σε δέρνουν στα όνειρά σου/ τα σημάδια, οι πληγές μου να σε ζώνουν/ και τα μάτια σου ποτέ να μη στεγνώνουν») θα μπορούσε να τους είχε γράψει γυναίκα. Δεν ήταν όμως η πρώτη – η άγνωστη «γενικώς» Παρασκευή Πολίτου. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ας πούμε, είχε γράψει πάρα πολλούς «αντρικούς» στίχους (μου έρχονται αμέσως στο νου «Η διπρόσωπη», το «Τόσα χρόνια σαν τυφλός», το «Πετραδάκι-πετραδάκι»…), συνεπώς υπήρχε μια κάποια παράδοση. Και τι παράδοση!
Το τραγούδι είναι παράξενο – δεν… συνάδει με άλλα της εποχής. Δεν είναι μόνον οι κατάμαυροι στίχοι (κάπως σαν ο ορισμός του… doom), που σε κάνουν να διερωτάσαι πώς και η «Κατάρα» έγινε τόσο μεγάλη επιτυχία, είναι και η μουσική/ενορχήστρωση, όπως και η ερμηνεία. Ο Νίκος Πάνος έγραψε ένα καταπληκτικό τραγούδι, το οποίον έτυχε της καλύτερης ενορχήστρωσης. Η εισαγωγή με το φλάουτο, που παραπέμπει σε κάτι σαν τον «Τσοπανάκο», δίνοντας ένα απόμακρο-βουκολικό πνεύμα, η φωνή που μπαίνει a cappella (σαν σε τραγούδι της… τάβλας) και με την ελάχιστη δυνατή οργανική ανταπόκριση (πάντα από το φλάουτο), το ελαφρολαϊκό «σκάσιμο» με την δραματική εκφορά του λόγου, το ανατριχιαστικό ρεφρέν και η ορχήστρα που το… αποτελειώνει, στο πνεύμα του καλύτερου Άκη Πάνου...
Δεν γινόταν να περάσει απαρατήρητος ένας τέτοιος συνδυασμός… και δεν πέρασε, αφού ακόμη και σήμερα η «Κατάρα» δίνει και παίρνει στο YouTube, εκεί που έχει «ανεβεί» περισσότερες από 30(!) φορές (από διαφορετικούς χρήστες). Βαρέθηκα να μετράω...
Ο Νίκος Πάνος (με την ωραία, διαπεραστική φωνή) δεν είπε μόνο αυτό το μεγάλο τραγούδι στην πολύχρονη καριέρα του. Στον ίδιο δίσκο υπάρχουν και οι «Γλυκές καμπάνες» π.χ. – ίσως το δεύτερο ωραιότερό του, σ’ ένα φουριόζο τέμπο και πολύ κοντά σ’ ένα κράμαΛάκη Αλεξάνδρου και Τόλη Βοσκόπουλου (σπουδαίο κομμάτι, ακούστε το στο YouTube). «Κατάρα» όμως δεν ήταν δυνατόν να ξαναγραφτεί. Και δεν ξαναγράφτηκε…
2.
Γιώργος Αιγύπτιος «Για λίγες σταγόνες ευτυχίας»
Μία άλλη μορφή της εποχής ήταν ο Γιώργος Αιγύπτιος. Με μεγάλες επιτυχίες στο… παρακατιανό κύκλωμα («Γκουτ νάιτ αγάπη μου», «Τα χείλη σου»), ο Αιγύπτιος είχε την τύχη να πει πολύ νωρίς (το 1969) μια τραγουδάρα του Σταύρου Κάξου, το «Για λίγες σταγόνες ευτυχίας», το οποίο έκτοτε θα το συμπεριλάμβανε σχεδόν σε κάθε δίσκο του. Και μάλιστα διασκευασμένο – με νέες ροκάδικες ενορχηστρώσεις, αλλά με το ίδιο πάντα φωνητικό παράπονο.
3.
Κώστας Σούκας «Δικαίωμά μου»
Για το αρτινό γένος των Σουκαίων (Βασίλης, Βαγγέλης, Κώστας, Τάκης, Ηλίας, Φώτης…) τι να πει κανείς; Μεγάλοι μουσικοί που διέπρεψαν στο δημοτικό, λαϊκό και λαϊκοδημοτικό τραγούδι τις τελευταίες (πολλές) δεκαετίες. Ένας απ’ αυτούς και ο κιθαρίστας Κώστας Σούκας (αφήνω τον Τάκη), που χάριζε επιτυχίες στον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τον Μιχάλη Μενιδιάτη, την Έλενα Γιαννακάκη, ή τη Σοφία Κολλητήρη. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που είχα βρει σ’ ένα βλάχικο δισκάδικο το άλμπουμ του «Μερακλομπερδέματα» [Intersound] από το 1979 – μου είχε κάνει εντύπωση λόγω εξωφύλλου. Φοβερό σκυλορόκ LP, με ορχηστρικά χάρμα ώτων (οι διπλοπενιές του στην κιθάρα φέρνουν στο νου τον Dick Dale και τον Aris San) και μ’ ένα άπαιχτο τραγούδι ανάμεσα, το «Δικαίωμά μου» σε στίχους Λάκη Τσόλη.
4.
Μανώλης Τοπάλης «Μια καρδιά σαν τη δική μου»
Ένας άλλος τραγουδιστής, που πέρασε από την… Ομόνοια, ήταν και ο Μανώλης Τοπάλης. Της «καζαντζιδικής» σχολής (όπερ σημαίνει πως έπρεπε να διαθέτεις τόνους φωνής μόνο και μόνο για να κατέβαινες στις εξετάσεις…), αλλά και με άλλες ποιότητες ανάμεσα, ο Τοπάλης –που έχει και μια ροκ καριέρα δίπλα στον Θοδωρή Μανίκα– πρέπει να εμφανίζεται με LP (είχαν προηγηθεί τα σχετικά 45άρια) στα μέσα του ’70 (π.χ. στα «Νυχτοπερπατήματα» του Βασίλη Βασιλειάδη στη Sonora). Το 1976 συνεργάζεται με τον Άκη Πάνου στο «Μάθημα Πρώτον» [Sonora/David] τραγουδώντας τα «Είδα στον ύπνο μου» και «Ήτανε λέει» (κλασικά «ακηπανικά» κομμάτια όσον αφορά στο στίχο, κι ας είναι κάπως σκωπτικά), την ίδια χρονιά (1977) βγάζει ένα LP, τον «Πολιτσμάνο», που δεν το έχω δει ποτέ μου, ενώ το 1980 ηχογραφεί τις «Λαϊκές Στιγμές» [Sonora] σε μουσικές του Νίκου Καρανικόλα. Από εκεί βγήκε ένα πρώτης τάξεως ζεϊμπέκικο, το «Μια καρδιά σαν τη δική μου» (στίχοι Γ. Σκρήνης), που το γουστάρω πολύ.
5.
Γωγώ Θεοδώρου «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία»
Τo «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία» του Κώστα Ξενάκη σε στίχους Βασίλη Φωτεινάκη το είπε η Γωγώ Θεοδώρου, το 1979 (άλμπουμ της General Gramophone). Πρόκειται για ένα κλασικό «σκυλάδικο» ζεϊμπέκικο, υψηλού δυναμικού, το οποίο ερμήνευσε με πίστη και πάθος η Θεοδώρου (η φωνή της περνάει από τις νότες της Ρίτας Σακελλαρίου, αλλά ανεβαίνει πιο ψηλά, έχοντας φοβερά γυρίσματα). Είναι γραμμένο δε από ένα δίδυμο, που σχετίστηκε κάποια στιγμή, στη διαδρομή του, με το ελληνικό ροκ. Αυτό δεν είναι παράξενο. Πολλοί ροκάδες, απ’ όλες τις θέσεις, στήριξαν στα χρόνια της Μεταπολίτευσης το τραγούδι της νύχτας, όταν δεν στήριζαν τον Θεοδωράκη ή τον Λοΐζο. Τραγούδια του Ξενάκη σε στίχους Φωτεινάκη ή άλλων τραγούδησαν στα late sixties-early seventies οι Sounds (να θυμηθούμε το… «Κάτω από τον θρόνο το λαμπρό του Δία/ ζουν εννιά κορίτσια από την Πιερία…»), ο Δάκης, η Ελπίδα, η Ζωή Κουρούκλη, ο Τέρης Χρυσός…
Τα χρόνια πέρασαν. H pop/rock έκφραση απώλεσε κεφάλαια στο βιβλίο της λαϊκής αφήγησης, και προς τα τέλη των seventies, αν ήθελες να επιβιώσεις, θα έγραφες ή πολιτικά τραγούδια ή λαϊκά της νύχτας. Οι Ξενάκης-Φωτεινάκης έμπλεξαν με τον Ήχο της Ομόνοιας, δίδοντας τραγούδια τους (πότε μαζί και πότε χώρια) στη Φούλη Δημητρίου, στη Μαρία Ρούσου, στο Σωτήρη Βώπη, στο Γιώργο Βωβό κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια, και εξαιτίας της έλλειψης σοβαρών λαϊκών της νύχτας, το «Έψαξα να βρω μια ευκαιρία», πέρασε στις πίστες γνωρίζοντας –όπως διαπίστωσα από ένα μικρό ψάξιμο στο YouTube– απανωτές εκτελέσεις από την Κατερίνα Ρανιέρη, την Ευδοκία, την Αγγελική Ηλιάδη, την Ελένη Καρουσάκη, τον Αλέκο Ζαζόπουλο, τη Νατάσα Θεοδωρίδου… Ως συνήθως καμμία σαν την πρώτη…
Στον ίδιο δίσκο η Γωγώ Θεοδώρου λέει άλλη μία τραγουδάρα. Το «Είναι πολλά τα λάθη μας» του Κώστα Ψυχογιού. Ευτυχώς, αυτό δεν το έχουν ανακαλύψει οι σύγχρονοι κλαψο…τέτοιοι, για να το… εκτελέσουν.
6.
Φωτεινή Μαυράκη «Πέφτει το φως του καντηλιού»
Τι να πει κανείς για μιαν άλλη μεγάλη τραγουδίστρια, τη Φωτεινή Μαυράκη; Mε καριέρα που χάνεται στα sixties, δίπλα σε πολύ μεγάλα ονόματα, η Μαυράκη θα συνδεθεί στα seventies με τον λαϊκό ήχο της Ομόνοιας, ηχογραφώντας πάμπολλα LP για την Polyphone. Ένα από τα καλύτερά της ήταν το «Μιλήστε μου για κείνον…» από το 1979. Σ’ αυτό το δίσκο υπάρχει και η σύνθεση του Βάκη Γιαννούλη «Πέφτει το φως του καντηλιού», ένα ασύλληπτο ζεϊμπέκικο, με ερμηνεία μεγατόνων. Προσφάτως διαδόθηκε στο internet πως η Φωτεινή Μαυράκη (που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας) πέθανε (αναφέρονταν και λεπτομέρειες!). Αργότερα σε άλλα blogs διαψεύστηκε η «είδηση». Μακάρι η σπουδαία αυτή τραγουδίστρια να είναι καλά, και να βγει «παλληκάρι» από τις δυσκολίες της ζωής.
7.
Ρένα Βιολάντη «Φωτιά στα Σαββατόβραδα»
Το τραγούδι μπορεί να έγινε γνωστό από την Άντζελα Δημητρίου το 1988, όταν το είπε στο άλμπουμ της «Μια σ’ Αγαπώ Μια σε Μισώ», όμως είχε προηγηθεί η εκτέλεση της Ρένας Βιολάντη την προηγούμενη χρονιά στο LP «Στα Καλντερίμια του Έρωτα» [Pan-Vox]. Αν και η Pan-Vox δεν ανήκει στις εταιρείες της Ομόνοιας –το στρατηγείο του Martin Gesar ήταν στη Νίκης, κάτω από το Σύνταγμα– συμπεριλαμβάνω σ’ αυτή τη λίστα το άσμα της Ε. Γεωργοπούλου και του Μάνου Κουφιανάκη επειδή είναι ένα τραγούδι… μετάβασης. Ένα τραγούδι που διέπρεψε πρώτα στα «δεύτερα» μαγαζιά πριν ανεβεί κατηγορία, αλλά χαμηλώσει σε ουσία. Εξάλλου η πρώτη εκτέλεση της Βιολάντη έχει όλα εκείνα τα γνωρίσματα του τραγουδιού της Ομόνοιας – ξεκινώντας από την ερμηνεία, που είναι πιο λυγμική και με την ορχήστρα του Στέλιου Λαζάρου να συνοδεύει δίχως φιοριτούρες. Η Βιολάντη, στα τέλη των 70s έγραφε για την Panivar (πάντα Omonoia Sound) και συναγωνιζόταν σε επιτυχία τον Γιάννη Φλωρινιώτη.
8.
Καίτη Ντάλη «Άιντε και θ’ αλλάξουνε οι μέρες»
Η μεγάλη κυρία Καίτη Ντάλη, που δεν τα είχε τόσο καλά με τη δισκογραφία, και που… μόνη της μπορεί να γράψει ένα από τα καλύτερα βιβλία της αθηναϊκής νύχτας έχει ένα άλμπουμ στην κατοχή της, για το οποίο αξίζει να νοιώθει πολύ περήφανη. Το «Αναζητώ…» στη General Gramophone από το 1979. Με τους ωραίους στίχους της Πόπης Πασβάντη …
«Δυο λόγια/ αξία που ’χουν τώρα δυο σου λόγια/ τώρα που άρχισε η καρδιά τα μοιρολόγια. Η πίκρα/ τι άσχημα που έρχεται η πίκρα/ όταν δεν έχεις συντροφιά μέσα στη νύχτα. Ας ήτανε να σ’ αγαπώ/ έστω και ψεύτικα να πω/ φθάνει να πω, φθάνει να πω το σ’ αγαπώ. Ας ήταν έστω μια στιγμή/ κάποια γλυκιά αναπνοή/ για λίγο δίπλα μου να ’ρθει φτάνει να ’ρθει»
…και τις άψογες λαϊκές μελωδίες του Δημήτρη Μηλιού και του (τυφλού) ακορντεονίστα Κώστα Σταματάκη, χτυπάει κορυφή με τραγούδια όπως τα «Δυο λόγια», «Άιντε και θ’ αλλάξουνε οι μέρες», «Δεν αλλάζει της μοίρας ο δρόμος» κ.ά.
9.
Έλενα Γιαννακάκη «Εσένα θέλω μόνο»
Τρέφω θαυμασμό για την τραγουδίστρια Έλενα Γιαννακάκη. Πολύ μεγάλη φωνή, που δεν έκανε την καριέρα… Α Εθνικής που θα τις άξιζε. Θα μπορούσε να στεκόταν π.χ. δίπλα στην Αλεξίου, αν της προσφερόταν ένα ανάλογο ρεπερτόριο, όμως δεν… και καλύτερα, ίσως, για όσους την απόλαυσαν σε άλλου τύπου μαγαζιά. Να πω μόνο πως η Γιαννακάκη στα μέσα του ’80 βρέθηκε στην… πανηγυρτζίδικη Lyra μαζί με τον Σαββόπουλο, συμμετέχοντας στο ζωντανό «Στο Χορό στο Πανηγύρι». Το 1977 όμως ήταν η χρονιά της, καθώς η Έλενα Γιαννακάκη ηχογραφεί σε Olympia/Panivar το άπιαστο LP «Τα Κανόνια της Έλενας». Κανόνια… οι ενορχηστρώσεις του Αντώνη Τσίχλα, όπως και οι ερμηνείες της Γιαννακάκη σε κλασικά τραγούδια του Τσιτσάνη, του Καλδάρα κ.ά. Ανεπανάληπτες εκτελέσεις, αφού δεν πιάνουν μία μπροστά τους ούτε τα πρωτότυπα. Εδώ το «Φαρμακωμένα χείλη» (Τσιτσάνης), το «Εσένα θέλω μόνο» (Βαγγέλης Σούκας, Χαράλαμπος Βασιλειάδης) και το «Είσαι νινί ακόμα» (Γ. Κόρου, Ν. Κανάκη, Χ. Βασιλειάδη)…
10.
Φώτης Στασουλάκης «Το τζάκι»
Ο Φώτης Στασουλάκης είχε την τύχη να πει στο ξεκίνημα σχεδόν της καριέρας του ένα μεγάλο τραγούδι. Το «Όλες είσαστε ίδιες» [Olympic, 1971] σε μουσική Γιώργου Μανισαλή και στίχους Κώστα Ψυχογιού. Το τραγούδι αυτό αγαπήθηκε πολύ και με τον… φροϋδικό τίτλο του «Η φανταστική», κυρίως όταν το ’πε στα μέσα του ’70 (δεύτερη εκτέλεση) ο Ζαγοραίος. Στην πορεία το είπαν κι άλλοι από τον Αντύπα και τον Τριαντάφυλλο, μέχρι τον Αντρέα Μπάρκουλη στην Αμερική και Τα Παιδιά από την Πάτρα… στην Αθήνα. Καμμία, όμως, σαν την πρώτη. Το 1979, στην Polyphone, o Φώτης Στασουλάκης ηχογραφεί τα «Νυχτερινά» του. Από ’κείνο το άλμπουμ καίει το «Τζάκι», ένα τραγούδι που θα στόλιζε το ρεπερτόριο ακόμη και μεγάλων λαϊκών (συνθετών). Όπως του Αντώνη Ρεπάνη ή του Άκη Πάνου. Θυμάμαι το τραγούδι να το ακούω στα τέλη των 80s στην Barbarella… Δεν το ήξερα. Ρώτησα όμως και το έμαθα…
11.
Ντένης Παππάς «Ο Χριστός της αγάπης»
Από τα τελευταία βινυλιακά δείγματα του Ήχου της Ομόνοιας ήταν το… βλάσφημο άλμπουμ του τροβαδούρου Ντένη Παππά «Ο Χριστός της Αγάπης». Πρόκειται για τον ορισμό του cult… από το εξώφυλλο μέχρι και την τελευταία νότα. Ο Ντένης Παππάς (στίχοι-μουσικές-ερμηνείες, όλα δικά του) τραγουδά για τον… «Τραγουδιστή χωρίς φωνή» (γκουχ-γκουχ…), για την «Κόλαση», για τη «Μεγάλη (την) ώρα» και άλλα διάφορα στην εταιρία… Ελληνική Δισκογραφία (από το 53-55 της Αγίου Κωνσταντίνου) το 1993.
Ανάβω το κεράκι μου και αναμένω το θάμα…
σχόλια