Θυμάμαι μια συνέντευξη του Lemmy πριν από μερικά χρόνια που έλεγε ότι ο μόνος λόγος που τον έκανε να ασχοληθεί με τη μουσική ήταν οι γυναίκες. «Χωρίς δεύτερη σκέψη. Τις έβλεπα στην τηλεόραση να μαζεύονται γύρω από τους ροκ τραγουδιστές. Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’50, ξέρεις, και τότε ήταν συνηθισμένο. Απέκτησα το πρώτο μου δίσκο το 1958. Ήμουν αρκετά μικρός τότε, και είδα έναν Άγγλο τραγουδιστή, τον Κλιφ Ρίτσαρντ, που ακόμα συνεχίζει αλλά είναι πολύ διαφορετικός απ’ ό, τι ήταν τότε. Ήταν στην TV, περιτριγυρισμένος από γκομενάκια που προσπαθούσαν να τον γδύσουν. Είπα ‘αυτό είναι για μένα. Δεν μοιάζει καν με δουλειά’. Αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν δουλειά, αλλά έχει και τα καλά του σε σχέση με το να δουλεύεις σε εργοστάσιο πλυντηρίων. Αυτό με έκανε να το διαλέξω. Η μάνα μου έπαιζε χαβανέζικη κιθάρα, αλλά ήταν τελείως ξεκούρδιστη, αν πιάνεις τι εννοώ. Παρόλα αυτά, έβαλα χορδές και την πήρα μαζί μου στο σχολείο, την εβδομάδα μετά τις εξετάσεις που δεν γίνεται τίποτα. Και ξαφνικά με περικύκλωσαν γκομένακια. Λειτούργησε σαν κάτι μαγικό, παρόλο που δεν ήξερα καν να την παίζω τη μαλακισμένη».
Ο Lemmy τις αγάπησε τις γυναίκες. Στο ντοκιμαντέρ του 2010 με τίτλο «Lemmy» είπε ότι είχε κάνει σεξ με περισσότερες από χίλιες γυναίκες και το περιοδικό "Maxim" τον κατέταξε όγδοο στη λίστα με τους "Living Sex Legends", κάνοντας πιο συγκεκριμένο τον αριθμό, και ανεβάζοντάς τον στο «πάνω από 1.200». Αγάπησε και τις γυναίκες μουσικούς, παρόλο που έπαιζε πάντα με άντρες. «Μου αρέσουν οι γυναίκες στο ροκ εν ρολ» είχε πει. «Με μεγάλωσαν δυο γυναίκες, η μητέρα μου και η γιαγιά μου. Ο πατέρας μου μας παράτησε όταν ήμουν τριών μηνών. Η μητέρα μου δεν ξαναπαντρεύτηκε παρά μόνο όταν ήμουν δέκα ετών, και άρα καταλαβαίνω τις γυναίκες περισσότερο από πολλούς άντρες που πήγαιναν για κυνήγι με τον μπαμπά τους. Γενικά, προτιμώ τις γυναίκες από τους άντρες».
Ο Lemmy δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ο έρωτας της ζωής του ήταν η Susan Bennett, η φίλη του όταν ήταν 19 χρονών, η οποία πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Ο Lemmy ήταν καλός μουσικός. Ο τρόπος που έπαιζε το μπάσο ήταν μοναδικός, συνδύαζε τον βαριά παραμορφωμένο ήχο των χορδών με της ρυθμικής κιθάρας και το -ποτισμένο από τις αμφεταμίνες- τέμπο των τραγουδιών των Motorhead στα ’70s δεν είχε σχέση με των άλλων heavy metal γκρουπ εκείνης της περιόδου. Παρόλο που η μουσική του ήταν άγρια και σκληρή, οι μελωδίες του Lemmy δανείζονταν στοιχεία από κλασικούς ροκενρόλερς όπως ο Little Richard και έκαναν τους Motorhead να ξεχωρίζουν και να είναι τρομερά δημοφιλείς. Ο Lemmy πάντα τους χαρακτήριζε «μια ξεκάθαρα ροκ εν ρολ μπάντα» κι ας τους κατέτασσαν όλοι στο heavy metal. Οι νεαροί –τότε- Metallica επηρεάστηκαν πολύ από το στυλ τους.
Ο Lemmy έγραφε τραγούδια που ξέφευγαν από την στενή θεματολογία του heavy metal της εποχής. Έγραφε τραγούδια για την ακολασία και την ανηθικότητα όπως το Born to Raise Hell, το μίσος προς την εξουσία (Eat the Rich), τη ματαιότητα του πολέμου (Get Back in Line) την κακοποίηση των παιδιών (Don’t Let Daddy Kiss Me), τραγούδια που χάλασαν κόσμο και έγιναν κλασικά όπως τα Ace of Spades και Bomber and I Got Mine, έβγαλε σημαντικά άλμπουμ όπως το Overkill και Iron Fist όπου τραγουδούσε με ορμή και μανία στίχους-δηλητήριο. Εξέφραζε πάντα τις απόψεις του χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες, ήταν αθυρόστομος και δεν φοβόταν να κάνει ενοχλητικές δηλώσεις. Υποστήριξε με σθένος ακόμα και την διαστροφή του να συλλέγει αναμνηστικά αντικείμενα που αφορούσαν το Τρίτο Ράιχ, σε μια αμφιλεγόμενη λατρεία για την ιστορία και την αρρωστημένη memorabilia –σε βαθμό παρεξηγήσεως. Ο ίδιος ανέφερε ότι οι επισκέπτες στο διαμέρισμά του στο Δυτικό Χόλιγουντ φρίκαραν από την τεράστια συλλογή του από αντικείμενα των Ναζί: κράνη, στιλέτα, στολές, σημαίες, μετάλλια. «Λοιπόν, η φίλη μου δεν έχει πρόβλημα με αυτά, δεν βλέπω γιατί να ενοχλούν κάποιον» έλεγε. Κάποια φορά είχε προσπαθήσει να εξηγήσει αυτή του τη μανία: «Επειδή συλλέγω memorabilia των Ναζί, δεν σημαίνει ότι είμαι φασίστας ή σκίνχεντ. Μου άρεσε απλά το ντύσιμό τους. Πάντα μου άρεσαν οι ωραίες στολές, και μέσα στην ιστορία πάντα οι κακοί ήταν πιο καλοντυμένοι: ο Ναπολέοντας, οι Ομοσπονδιακοί του Εμφυλίου, οι Ναζί».
Ο Lemmy ήταν υπερβολικά συμπαθής ακόμα και σε όσους δεν άκουσαν ποτέ στη ζωή τους heavy metal και ήταν ο μόνος θρύλος που κατάφερε να ζήσει 70 χρόνια, πολύ μεγάλο διάστημα για κάποιον που δήλωνε ότι έπινε για χρόνια ένα μπουκάλι ουίσκι την ημέρα και είχε βάλει στο σώμα του τόνους χημικά.
Στις συνεντεύξεις του ήταν απολαυστικός. Το ίδιο και στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο White Line Fever. Συχνά εξέπληττε τους δημοσιογράφους με τις απόψεις του για κοινωνικά και πολιτικά θέματα, παρ’ όλες τις βρισιές που χρησιμοποιούσε και τον προκλητικό λόγο του. Ο Lemmy ήταν στοχαστής και καλός συζητητής, με μια φιλοσοφική προσέγγιση της ζωής, γεμάτος κατανόηση για την φύση των ανθρώπων αλλά και απαισιοδοξία για το μέλλον τους. «Ο κόσμος θα καταρρεύσει με τους πάντες στα δωμάτιά τους να χτυπούν με μανία τα πληκτρολόγιά» τους είχε πει. Είχε κάνει θρυλικές δηλώσεις για την εναντίωσή του στη θρησκεία, τις κυβερνήσεις και σε ό, τι είναι καθεστώς.
Ο Lemmy ήταν υπερβολικά συμπαθής ακόμα και σε όσους δεν άκουσαν ποτέ στη ζωή τους heavy metal και ήταν ο μόνος θρύλος που κατάφερε να ζήσει 70 χρόνια, πολύ μεγάλο διάστημα για κάποιον που δήλωνε ότι έπινε για χρόνια ένα μπουκάλι ουίσκι την ημέρα και είχε βάλει στο σώμα του τόνους χημικά.
Γεννήθηκε το 1945, την παραμονή των Χριστουγέννων και το κανονικό του όνομα ήταν Ian Kilmister. Το παρατσούκλι Lemmy του το έδωσαν τα παιδιά στο σχολείο (κάποιες φήμες λένε ότι του έμεινε από τη φράση «Lend me a fiver» που έλεγε όταν ζητούσε δανεικά, ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αυτό δεν ισχύει). Ήταν μοναχογιός. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν τριών μηνών κι η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε τον ποδοσφαιριστή της Πλύμουθ Αργκάιλ, Τζορτζ Ουίλις. Από τη μοναξιά του Stoke-on-Trent ο Lemmy βρέθηκε στη μοναξιά της επαρχίας στη Βόρεια Ουαλία, όπου αναγκάστηκε να μείνει με τον πατριό του και τα δύο του παιδιά. Μετά το σχολείο δούλεψε ως εκτροφέας αλόγων και σε ένα εργοστάσιο μέχρι που αποφάσισε να πάρει την κιθάρα και να φύγει για το Λονδίνο όπου το κλίμα των ’70s ευνοούσε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες. Εκεί γνώρισε τον Νόελ Ρέντινγκ, μπασίστα του σχήματος του Τζίμι Χέντριξ, συγκατοίκησαν και στη συνέχεια ακολούθησε το συγκρότημα στην περιοδεία του δουλεύοντας ωε μεταφορέας. Υπό την επήρεια άπειρου LSD κυκλοφόρησε το δίσκο "Escalator" με τους Sam Gopal. Το 1969. Στη συνέχεια έγινε μέλος των Opal Butterfly οι οποίοι διαλύθηκαν ένα χρόνο αργότερα. Το 1972 έγινε μέλος του space rock συγκροτήματος Hawkwind, μαζί με το ντράμερ Σάιμον Κινγκ. Με τον Lemmy στο μπάσο έκαναν την πιο μεγάλη επιτυχία τους, το "Silver Machine" που ανέβηκε στο νούμερο 3 των βρετανικών τσαρτ. Ακολούθησαν ένα πετυχημένο άλμπουμ και άλλη μια TOP-10 επιτυχία, αλλά το 1975, κατά τη διάρκεια μίας αμερικάνικης περιοδείας, ο Lemmy συνελήφθη για κατοχή αμφεταμίνης όταν περνούσαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Καναδά, έτσι οι Hawkwind τον απέλυσαν, αντικαθιστώντας τον με τον μπασίστα των Pink Fairies, Πολ Ράντολφ.
Ο Lemmy συνεργάστηκε με τον κιθαρίστα Λάρι Γουόλις των Pink Fairies, σχηματίζοντας τους Motörhead, με την ονομασία του συγκροτήματος να προέρχεται από το τελευταίο κομμάτι που έγραψε όταν ήταν μέλος των Hawkwind. Αρχικός σκοπός του ήταν να ονομάσει το συγκρότημα Bastards, αλλά άλλαξε γνωμή μετά από προτροπή του μάνατζερ του. Με το ντράμερ Λούκας Φοξ να συμπληρώνει τη σύνθεση τους, οι Motörhead ξεκίνησαν πρόβες αλλά σύντομα τη θέση του κιθαρίστα και του ντράμερ κάλυψαν οι Έντι "Fast" Κλαρκ και Φιλ "Philthy Animal" Τέιλορ, αντίστοιχα. Αυτή η σύνθεση γνώρισε μεγάλη επιτυχία και καθιέρωσε το συγκρότημα ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του New Wave of British Heavy Metal. Το 1981, ανέβηκαν στην κορυφή των τσαρτ της πατρίδας τους με το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ "No Sleep 'til Hammersmith", ενώ μεγάλη ήταν η επιτυχία των "Overkill", "Bomber", "Ace of Spades" και "Iron Fist".
Πάντα είχε προβλήματα με τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, έζησε όμως στο φουλ το ροκ όνειρο που το υπηρέτησε μέχρι το τέλος.
Ο Lemmy δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ο έρωτας της ζωής του ήταν η Susan Bennett, η φίλη του όταν ήταν 19 χρονών, η οποία πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Αυτό το γεγονός του δημιούργησε μια αποστροφή για την ηρωίνη που κράτησε μια ζωή. Παρόλα αυτά, όταν ο William Graham, πολιτικός των Τόρι τον κάλεσε το 2005 να μιλήσει δημόσια για την χρήση της, δήλωσε ότι προτείνει την ολοκληρωτική νομιμοποίηση των ναρκωτικών», αφήνοντας τον Graham αμήχανο και ντροπιασμένο.
Παρόλο που ήταν ένας άντρας που τον σημάδεψε η παιδική του ηλικία και ο χωρισμός των γονιών του, και παρόλο που αγαπούσε το γιο του τον Πολ, τον οποίο είχε αποκτήσει όταν ήταν 17 χρονών με την Κάθι, δεν ήταν και ο καλύτερος πατέρας. Μετά από πολλά χρόνια χωριστά, όμως, όταν είχαν και οι δύο μεγαλώσει πολύ, αναθέρμαναν τη σχέση τους και στη συνέχεια τα πήγαν πολύ καλά.
Ο Lemmy λάτρεψε τις γυναίκες. Τις αγάπησε πολύ και τις σεβόταν παρόλες τις αμέτρητες εφήμερες σχέσεις του. «Οι καλύτερες γυναίκες είναι αυτές που θέλουν να σε πηδήξουν και οι χειρότερες αυτές που δεν θέλουν» είχε πει. «Υπάρχουν μόνο δύο ειδών γυναίκες στον κόσμο. Δεν έχει σημασία από πού είναι. Δεν με νοιάζει η προφορά. Υπάρχουν πάντα τα νοήματα, ακόμα κι αν δεν μιλάς την ίδια γλώσσα».
Ο Lemmy έφυγε στις 28 Δεκεμβρίου μετά από ολιγοήμερη μάχη με τον καρκίνο.