Αφιέρωμα στην Ταϋγέτη (Μπασούρη).

Αφιέρωμα στην Ταϋγέτη (Μπασούρη). Facebook Twitter
1

Η Ταϋγέτη στο σπίτι της το 2001. Φωτ. Σ.Σ. (περιοδικό Symbol).

 

Ο Μιχάλης Ηλιού με την Ταϋγέτη.

 

Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1989). Ταϋγέτη Μπασούρη (Θεία του Καπουλέτου), Δημήτρης Τσούτσης (Καπουλέτος). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

Τα οράματα της Σιμόν Μασάρ (1977). Δάνης Κατρανίδης (Μορίς), Κώστας Καστανάς (Ζωρζ), Φάνης Χηνάς (Ρομπέρ), Ταϋγέτη Μπασούρη (Μία μοναχή), Αρετή Πιτσίκα (Μία μοναχή), Ράνια Οικονομίδου (Σιμόν Μασάρ), Σίμων Πάτροκλος. Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

Η σονάτα των φαντασμάτων (1986). Ταϋγέτη Μπασούρη, (Μαγείρισσα), Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος (Φοιτητής), Λίλη Κοκκώδη (Κόρη). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

Η σονάτα των φαντασμάτων (1986). Ταϋγέτη Μπασούρη, (Μαγείρισσα), Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος (Φοιτητής), Λίλη Κοκκώδη (Κόρη). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1985). Λίλη Κοκκώδη (Ανιψιά), Κώστας Καστανάς (Γιανγκ Σουν), Ταϋγέτη Μπασούρη (Η γριά πόρνη). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1985). Ταϋγέτη Μπασούρη (Η γυναίκα του Χαλά), Νίκη Τριανταφυλλίδη (Σουί Τα), Γιώργος Παρτσαλάκης (Αστυφύλακας). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

Οι στρατιώτες (1988). Χρήστος Ευθυμίου (Ράμμλερ), Χριστίνα Βαρζοπούλου (Δεσποινίς Μπισόφ), Ταϋγέτη Μπασούρη (Μαντάμ Μπισόφ), Αλέξης Σταυράκης (Ωντύ). Εθνικό Θέατρο: Νέα Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

Εκκλησιάζουσες (1987). Ταϋγέτη Μπασούρη (Γ΄ Γριά), Ασπασία Κράλλη (Β΄ Γριά), Πέρης Μιχαηλίδης (Νέος). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

Εκκλησιάζουσες (1987). Ασπασία Κράλλη (Β΄ Γριά), Πέρης Μιχαηλίδης (Νέος), Ταϋγέτη Μπασούρη (Γ΄ Γριά). Εθνικό Θέατρο: Κεντρική Σκηνή. Φωτ. Αρχείο Εθνικού Θεάτρου.

 

'Εξω φτώχεια και καλή καρδιά (1964). Σκηνοθεσία του Πάνου Γλυκοφρύδη. Με τους Θανάσης Βέγγο, Μάριον Σίβα, Θανάσης Κούτρας, Νανά Σκιαδά, Ανδρέας Ντούζος, Σούλη Σαμπάχ, Ταϋγέτη Μπασούρη.

'Ενας απένταρος λεφτάς (1967). Σκηνοθεσία του Χρήστου Κυριακόπουλου. Με τους Γιάννη Γικιωνάκη, Ελένη Ανουσάκη, Αλέκο Τζανετάκο, Νίτσα Τσαγανέα, Ταϋγέτη Μπασούρη.
 

Ο Παπατρέχας (1966). Σκηνοθεσία του Ερρίκου Θαλασσινού. Με τους Θανάση Βέγγο, Σούλη Σαμπάχ, Μαρία Σολδάτου, Ηρώ Κυριακάκη, Κία Μπόζου, Κατερίνα Γιουλάκη, Νίτσα Μαρούδα, Ταϋγέτη.

 

Τρελλός, παλαβός και Βέγγος (1967). Σκηνοθεσία του Θανάση Βέγγου. Με τους Θανάση Βέγγο, Ελένη Ανουσάκη, Τάκη Μηλιάδη, Σάσα Καστούρα, Δημήτρη Κούκη, Ταϋγέτη Μπασούρη.

Ησαΐα χόρευε (1966). Σκηνοθεσία του Κώστα Ασημακόπουλου. Με τους Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλη Αυλωνίτη, Τούλα Δημητρίου, Γιάννη Γκιωνάκη, Τάκη Μηλιάδη, Ταϋγέτη Μπασούρη.

Χίος, Μακρόνησος, Τρίκερι, Αϊ-Στράτη... Στη φωτογραφία, η Ταϋγέτη (πρώτη, όρθια, αριστερά) με τις συγκρατουμενές της σε συνεργείο καθαριότητας στην εξορία. Φωτ. Ριζοσπάστης.

 

Φωτ. Σ.Σ. 

Φωτ. Σ.Σ.

 

Φωτ. Σ.Σ.

 


Η Ταϋγέτη με τον Θανάση Βέγγο στην ταινία Ο Παπατρέχας.

 


Βασιλειάδου, Ταϋγέτη, Μηλιάδης.

 


Ταϋγέτη, Βασιλειάδου, Νεζερ.

 

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Πέθανε Σαν Σήμερα / Μπρους Τσάτουιν: Ένας αεικίνητος ταξιδιώτης

Ο αιώνιος ταξιδευτής, μυθιστοριογράφος και ταξιδιωτικός συγγραφέας περιπλανήθηκε στα πιο άβατα σημεία του κόσμου αναζητώντας το DNA των νομάδων και έζησε μια μυθιστορηματική ζωή που υπερβαίνει αυτήν που κατέγραψε στα βιβλία του.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιατί ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει ακαταμάχητος μετά από τόσα χρόνια;

Σαν σήμερα έκανε πρεμιέρα / Γιατί ο «Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» παραμένει ακαταμάχητος μετά από τόσα χρόνια;

Στις 19/12/2001 έκανε πρεμιέρα η «Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», το πρώτο μέρος του κινηματογραφικού άθλου του Πίτερ Τζάκσον που καθόρισε το σινεμά του φανταστικού.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
«Κάτι έχει γίνει, μυρίζει μπαρούτι η ατμόσφαιρα»: Ένα χρονικό βίας στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008

Σαν σήμερα / «Κάτι έχει γίνει, μυρίζει μπαρούτι η ατμόσφαιρα»: Ένα χρονικό βίας στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008

Όσα συνέβησαν μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, τις δύο εβδομάδες που θα μείνουν στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας ως τα «σύγχρονα Δεκεμβριανά»
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΠΟΣΚΟΪ́ΤΗΣ

σχόλια

1 σχόλια
«Νεαρέ μου τι ώρα έχετε»;Κατηφόριζα προς τον σταθμό Λαρίσσης και την είδα μπροστά μου. Δεν χρειάστηκε πολύ για να καταλάβω ποια ήταν. Οι παλιές Ελληνικές ταινίες έχουν γίνει ένα είδος φετίχ για πολλούς από μας. Ίσως γιατί έχουν γίνει ένα είδος αρχαιολογίας και μνημόσυνου μαζί για την τελευταία αυθεντική Ελλάδα που έσβησε και δεν πρόκειται πια να ξαναζωντανέψει. Βλέπουμε την Βάρκιζα ή το κέντρο της Αθήνας τότε, και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ήταν έτσι. Ακούμε ήχους, φράσεις, βλέπουμε εκφράσεις και χειρονομίες που κοντεύουν να ξεχαστούν. Όλοι, Κούρκουλος, Βουγιουκλάκη, Κωνσταντάρας, μα όλοι καπνίζουν. Τα αστεία τους πολλές φορές σεξιστικά ή και ρατσιστικά για τα σημερινά κοινωνικά δεδομένα, αλλά ακόμα γελάμε. Οι ιστορίες, άστες καλύτερα, «αμάρτησα για το παιδί μου»! Καμμία σχέση με την κοινωνία του σήμερα: παρασύρθηκε, έχασε την παρθενιά της και δεν είχε θέση στον κόσμο πλέον! Όμως διαμόρφωναν σιγά – σιγά μια λαϊκή άποψη, αυτήν της κοινωνικής αδικίας και της αμφισβήτησης. Η Ελλάδα ακολουθούσε τον υπόλοιπο κόσμο μέσα απ τις κωμωδίες και τις μελό ταινίες της FF.Φτάνοντας στο πλάι της, για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβα, βράδυνα το βήμα μου. Τότε με ρώτησε. Είδα την ώρα και της απάντησα, «σας ευχαριστώ πολύ», ερώτηση και ανταπάντηση όπως όφειλε να κάνει μια κοπέλα «της καλής κοινωνίας» μιας αλλοτινής εποχής! Η αύρα αυτής της αναπάντεχης συνάντησης και της ερώτησης που μου έκανε εξακολουθεί ακόμα και τώρα να με στοιχειώνει…Νομίζω ήταν η ανιψιά της που λίγο αργότερα, (όταν πέθανε;), είχε πει πως λόγω των ιδεών της «είχε φάει πολύ ξύλο» στις φυλακές και στην εξορία. «Πολλές φορές», είχε πει, «πεταγόταν από τον ύπνο της και ούρλιαζε βλέποντας εφιάλτες ότι κάποιος την χτυπούσε». Ήρεμη και ευγενική στη ζωή, υστερική στις ταινίες, η Ταϋγέτη θα παραμείνει μέσα από τους ρόλους που ερμήνευσε στον ασπρόμαυρο κινηματόγραφο, ένας ακοίμητος φρουρός μιας εποχής που χάθηκε και μιας κληρονομιάς που ζητά αποδέκτη μέσα στην πλατιά, αδιάφορη μάζα της σύγχρονης, χρεοκοπημένης κοινωνίας μας.