Συνεχίζοντας τον κύκλο των αναρτήσεων για τις αναπλάσεις προσώπων της ελληνικής αρχαιότητας βρίσκομαι σήμερα στον αντίποδα της Μύρτιδας που ήταν ένα ανώνυμο παιδί, αναφερόμενη σε μια ηγεμονική ιστορική προσωπικότητα, τον Φίλιππο τον Β’, βασιλιά της Μακεδονίας.
Όπως σημείωσα στην προηγούμενη ανάρτηση, πέρα από τα εντυπωσιακά και σπάνια αντικείμενα, το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται τελικά πάντα στον άνθρωπο. Αυτό ακριβώς αποδεικνύεται περίτρανα στην περίπτωση της ασύλητης βασιλικής ταφής που βρέθηκε μέσα στον Τάφο ΙΙ στον τύμβο της Βεργίνας. Τα κτερίσματα της ταφής ήταν εξαιρετικά σπάνια, πολύτιμα, υψηλής τεχνικής και αισθητικής αξίας. Αλλά το μέγα εύρημα της ανασκαφής αυτού του τάφου ήταν ο ίδιος ο νεκρός του.
Πρόκειται για την μοναδική περίπτωση στην ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας που έρχονται στο φως και μπορούν να αναγνωριστούν τα σκελετικά κατάλοιπα μιάς επώνυμης ιστορικής προσωπικότητας. Έχουν βεβαίως ανασκαφεί ανά την Ελλάδα και από διάφορες χρονικές περιόδους, ταφές που χαρακτηρίζονται βασιλικές λόγω των ευρημάτων τους, ωστόσο στην περίπτωση της Βεργίνας υπήρξε η δυνατότητα να ταυτιστεί το πρόσωπο που ήταν θαμμένο εκεί με τον Φίλιππο Β’, βασιλιά της Μακεδονίας.
Το 1984 η επιστημονική ομάδα των J. Musgrave, J. Prag και R. Νeave μελετώντας το κρανίο του νεκρού του Τάφου ΙΙ προχώρησε σε ανάπλαση του προσώπου του και κατέληξε να υποστηρίξει την αρχική ταύτιση με τον Φίλιππο που είχε κάνει ο ανασκαφέας Μανώλης Ανδρόνικος. Ο νεκρός έφερε ένα βαθύ τραύμα στην περιοχή του δεξιού ματιού, όπως αναφέρουν οι ιστορικές πηγές ότι είχε υποστεί ο Φίλιππος κατά την πολιορκία της Μεθώνης το 355-54 π.Χ. Ο Φίλιππος δολοφονήθηκε το 336 π.Χ. σε ηλικία 46 ετών.
Ας σημειώσω στο σημείο αυτό ότι την ταύτιση του Ανδρόνικου και των Άγγλων ειδικών αμφισβητεί μια ομάδα μελετητών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο νεκρός του Τάφου ΙΙ ήταν ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος, ετεροθαλής αδελφός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι αρχαιολόγοι καθηγητές Ε. Borza και Ο. Παλαγγιά χρονολογούν την ταφή σε μια γενιά μετά το Φίλιππο επικαλούμενοι παρατηρήσεις στην κατασκευή του τάφου, την κεραμεική, τον ζωγραφικό διάκοσμο, τα κινητά ευρήματα. Ο παλαιοανθρωπολόγος καθ. Α. Μπαρτσιώκας το 2000 αμφισβήτησε την εργασία των Άγγλων ειδικών όσον αφορά την ύπαρξη οφθαλμικού τραύματος, αλλά οι Άγγλοι επανήλθαν πρόσφατα με νέο άρθρο στο οποίο αποκλείουν ο νεκρός να είναι ο Φίλιππος Αρριδαίος.
Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο νεκρός του τάφου είναι ο Φίλιππος Αρριδαίος θεωρούν ότι κάποια από τα ταφικά κτερίσματα μπορεί να ήταν αντικείμενα που ανήκαν στον Μεγάλο Αλέξανδρο.
Δεν θα υπεισέλθω σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα επιχειρήματα της μίας ή της άλλης άποψης, ωστόσο όσοι ενδιαφέρονται να ενημερωθούν περισσότερο μπορούν να συμβουλευτούν το αναλυτικό επιστημονικό άρθρο του ιστορικού Μιλτιάδη Χατζόπουλου, αντιπροέδρου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, “The Burial of the Dead (at Vergina) or The Unending Controversy on the Identity of the Occupants of Tomb II”, το οποίο είναι ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Ο κος Χατζόπουλος κλίνει τελικά υπέρ της ταύτισης του ανασκαφέα Μανώλη Ανδρόνικου ότι ο νεκρός του Τάφου ΙΙ ήταν ο Φίλιππος και πιστεύω ότι αξίζει να υπογραμμιστεί ότι και ο ίδιος ο Ανδρόνικος εξέτασε και απέρριψε την πιθανότητα ο νεκρός να είναι ο Φίλιππος Αρριδαίος.
Πώς αντιδρά κανείς μπροστά σε ένα τέτοιο εύρημα; Τί σκέψεις του έρχονται στο νου, τί συναισθήματα; Δέος, η ανάληψη των ευθυνών, αγωνία, άγχος, ενθουσιασμός, συγκίνηση, όλα αυτά μαζί;
Ο μεγάλος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος δημοσίευσε το 1983, μόλις έξι χρόνια μετά την ανακάλυψη του τάφου του Φιλίππου Β’, ένα αληθινά συγκλονιστικό βιβλίο, Το Χρονικό της Βεργίνας (εκδόση του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης), στο οποίο αφηγείται με τρόπο συναρπαστικό όλα τα γεγονότα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη σπουδαία στιγμή της ανακάλυψης. Πρόκειται για ένα ανάγνωσμα που συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους. Αν περνούσε από το χέρι μου θα πρότεινα να διδάσκεται σε όλες τις σχολές αρχαιολογίας γιατί διδάσκει με τον καλύτερο τρόπο αρχαιολογικό ήθος.
Από το βιβλίο αυτό διάλεξα να μεταγράψω τα χωρία που αφορούν εκείνη την μαγική στιγμή που ο Ανδρόνικος έπιασε στα χέρια του τη χρυσή λάρνακα με τα οστά του Φιλίππου. Ήταν Νοέμβριος του 1977.
«Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα˙ επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας˙ μπορούσαμε ακόμα να διακρίνουμε πώς και σ’όλες τις επιφάνειές της ήταν διακοσμημένη με ρόδακες και φυτικά στοιχεία, ενώ τα πόδια της τελείωναν σε δάχτυλα λιονταριού.» […]
«Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δύο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού˙ όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά˙ ήταν όμως τοποθετημένα με μεγάλη προσοχή και τάξη το ένα επάνω στο άλλο, ως την κορφή σχεδόν του χρυσού κιβωτίου επάνω επάνω βρίσκονταν τα οστά του κρανίου, και σε πολλά απ’αυτά υπήρχε ένα βαθυκύανο χρώμα˙ όλα τα οστά ήταν πεντακάθαρα και δεν υπήρχε αμφιβολία πώς προτού τοποθετηθούν εκεί είχαν πλυθεί με μεγάλη φροντίδα, όχι βέβαια με νερό, αλλά πιθανότατα με κρασί. Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα μεγάλο ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο επάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχαμε φανταστεί μια τέτοιαν ασύλληπτη εικόνα˙ με θρησκευτικό σεβασμό και ευλάβεια στεκόμασταν μπροστά στο ιερό αυτό λείψανο, όπως ένας χριστιανός θα στεκόταν στα λείψανα ενός αγίου.» […]
Ενδιαφέρον μεγάλο έχει η αντίδραση του Ανδρόνικου την πρώτη στιγμή που μένει μόνος του.
«Πήγα να πάρω το αυτοκίνητό μου που βρισκόταν λίγο πιο πέρα˙ όταν κάθισα στη θέση του οδηγού, ένιωσα στη ραχοκοκαλιά μου ανατρίχιασμα, σαν ηλεκτρική εκκένωση. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: «Αν η υποψία που έχεις, πώς ο τάφος ανήκει στο Φίλιππο, είναι αληθινή – και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική». Νομίζω πώς δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε. Ένιωσα πως τα μάτια μου είχαν βουρκώσει από ένα άτοπον πάθος, που θα έλεγε και ο παλιός μου φίλος, ο Πλάτων. Για μια στιγμή ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος από το συναρπαστικό όνειρο που ζούσα μέρα μεσημέρι.»
σχόλια